Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Wednesday, October 25, 2006

Πρώτη γραφή. 2

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ


Κεφάλαιο 1
(Συνέχεια)


Η Χρυσαυγή Αποσκίτη ήταν η ιδιοκτήτρια εκείνου του μικρού σπιτιού στα σύνορα της παλιάς με τη νέα πόλη εδώ και πενήντα χρόνια. Κανείς στη γύρω περιοχή δεν θυμόταν πότε ακριβώς είχε χτιστεί το σπίτι, ίσως γιατί κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτό θα έφτανε μια μέρα που θα είχε σημασία. Στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία αλλά επειδή ήταν το πιο παλιό σπίτι της περιοχής πολλοί δημοσιογράφοι ρωτούσαν για να το προσθέσουν μεγαλώνοντας και με άλλα στοιχεία το ρεπορτάζ τους. Η αλήθεια είναι ότι το σπίτι ήταν ρημαγμένο. Τα συρματόσκοινα στο φράχτη ήταν πεσμένα και μπαινόβγαιναν ελεύθερα τα αδέσποτα σκυλιά. Οι τοίχοι ήταν ξεφτισμένοι. Τα πατζούρια, ξύλινα καθώς ήταν, τα είχε σαπίσει η υγρασία. Ο αέρας σ’ αυτή την περιοχή έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια και οι κάτοικοι λένε ότι τα νιώθουν στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις τους τόσο έντονα που τους κάνουν να πονούν. Η Χρυσαυγή, ογδόντα ετών τότε, συνήθιζε να τυλίγει τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα για να τα προστατεύει από τους ρευματισμούς. Ακόμη συνήθιζε να πίνει ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή είχε βάλει ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Από χτες είχε παρακαλέσει τον αδελφό της να της φέρει κι άλλο γκάζι μην τελειώσει αλλά ακόμη δεν είχε φανεί.

Η Χρυσαυγή είχε μεγάλη αδυναμία στον αδελφό της. Στους τοίχους του μικρού σπιτιού της είχε κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες του από τότε που ήταν ο αστυνόμος του χωριού με τη στολή αλλά και άλλες επάνω στη βάρκα του κρατώντας με καμάρι ένα μεγάλο ψάρι. Η Χρυσαυγή δεν είχε παντρευτεί. Τον αδελφό της τον είχε σαν παιδί της. Ήταν δέκα χρόνια μικρότερος. Και τα παιδιά του τα είχε σαν δικά της, ιδιαίτερα τη Μαρία που τώρα ήταν παντρεμένη στη Γερμανία και της έστελνε χαιρετίσματα κάθε φορά που επικοινωνούσε με τον πατέρα της. Μάλιστα της είχε υποσχεθεί ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα ερχόταν στην Ελλάδα και θα την επισκεπτόταν. Θα έφερνε, είχε πει, και τον γιο της που ήταν δέκα ετών και ήθελε πολύ να τη γνωρίσει. Με αυτή την προσμονή η Χρυσαυγή είχε αποφασίσει να συγυρίσει λίγο το σπίτι της και είχε καλέσει μάλιστα και έναν νεαρό αλβανό να της βάψει το καθιστικό της στο ίδιο χρώμα το ροδί που της άρεσε. Τον περίμενε σε δυο μέρες, του είχε δώσει και χρήματα για να αγοράσει το χρώμα.

Η Χρυσαυγή εκείνο το βράδυ μετά από πολλά χρόνια έκανε κάποια σχέδια για τη μέρα των Χριστουγέννων. Την προηγούμενη που την είχε επισκεφτεί ο αδελφός της του είχε δώσει 200 ευρό, σχεδόν όλες τις οικονομίες της δηλαδή, για να αγοράσει δώρα για τη Μαρία και τον γιο της, γιατί δεν ήταν σωστό να έρθουν στην Ελλάδα και να γυρίσουν μετά πίσω με άδεια χέρια. Του είχε παραγγείλει να τους πάρει και δυο κιλά φυστίκια αιγίνης από τα καλά που έφερναν στο σούπερ μάρκετ.

Η Χρυσαυγή -όλοι το ήξεραν εκεί γύρω κι ας τους έλεγε ότι είχε το κομπόδεμά της- στην πραγματικότητα τα έφερνε δύσκολα οικονομικά με τη μικρή σύνταξη που είχε κατορθώσει να της βγάλει ο αδελφός της σαν ανάπηρη, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου πια. Μόνο την τηλεόραση μπορούσε να δει γιατί ήταν δυνατό το φως που εξέπεμπε η συσκευή με έντονα χρώματα, αλλά κι αυτά τελευταία τη δυσκόλευαν, την άνοιγε όμως γιατί την είχε συνηθίσει και αναγνώριζε τις φωνές.

Όταν έφτιαξε το ζεστό της πήγε να μετρήσει τα χρήματα που της είχαν μείνει, να δει αν έφταναν για μερικά τσουρέκια και μελομακάρονα, όπως συνήθιζαν πάντα παλιά να έχουν τέτοιες μέρες στο σπίτι τους. Μπορεί και να δάκρυσε με τη νοσταλγία. Έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη που είχε αγοράσει πριν 30 χρόνια όταν είχε πάει στην αθήνα, και το άνοιξε. Καθώς δεν έβλεπε καλά, έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε είκοσι ευρό και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Αυτά για τα παλιόπαιδα», μονολόγισε. Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα σαράντα ευρό μέσα και το κουτί στη θέση του. Θα έδινε στον αδελφό της από αυτά για τα τσουρέκια και τα μελομακάρονα. Ίσως να του έλεγε να πάρει και κανά κονιάκ, αν έφταναν. Ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να είναι ξεχωριστά. Αμέσως μετά η Χρυσαυγή βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Ελσάκι από το καπή την είχε μαλώσει προχτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»

Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Κάθισε στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα της, ακούμπησε το ραγισμένο φλιτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα, όπως τον τελευταίο καιρό, και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Ελσάκι, καλή του ώρα. Θα τη σύστηνε και στη Μαρία όταν ερχόταν. Μπορεί να έκαναν και συντροφιά οι δυο τους. Οι τρεις μας, διόρθωσε καθώς της πέρασαν ευχάριστες σκέψεις απ’ το μυαλό.
Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, ένας άντρας που του έμοιαζε μπορεί να ήταν, μα πότε, πού, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.

Σε λίγο θα την έπαιρνε ο ύπνος με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και καθώς αποκοιμιόταν σίγουρα θα σχεδίαζε πώς θα περνούσε τα Χριστούγεννα με τους αγαπημένους της μετά από τόσα χρόνια χωρίς να ξέρει βέβαια ότι αυτό το συγκεκριμένο βράδυ θα ήταν το τελευταίο της.

(συνεχίζεται)

Thursday, October 19, 2006

ΤΑ ΝΕΑ και οι bloggers

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ χτες και το αναδημοσιεύω. Σιγά σιγά τα ΜΜΕ, το ένα μετά το άλλο, ανακαλύπτουν τα blogs και τα μπλογκομυθιστορήματα. Τα καλωσορίζουμε στην παρέα.

"Οι Sergios, Ανδρομέδα, Reader's diggest, Simon, 4oceans, So far, είναι λίγα μόνον ονόματα της πολυάριθμης παρέας που μπαινοβγαίνει σε blog στο Διαδίκτυο και με τις παρατηρήσεις, τα σχόλια, τη σύμφωνη ή την αντίθετη γνώμη συμμετέχουν κατά κάποιον τρόπο στη συγγραφή ενός ελληνικού ηλεκτρονικού μυθιστορήματος. Το blog της συγγραφέως Λείας Βιτάλη έχει δεχθεί κάπου 4.500 επισκέψεις, από τότε (24 Ιουνίου) που το «ανέβασε» στο Ίντερνετ. «Η ανάγκη μου να έχω παρέα στο γράψιμο με ώθησε να δημιουργήσω το blog». Δεν είχε περάσει καιρός που τελείωσε το πρόσφατο βιβλίο της «Ιερή παγίδα - Το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης» (Εκδ. Πατάκης). «Σκέφτηκα: Δεν μπορώ άλλο να είμαι κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους και να γράφω», λέει η συγγραφέας.

Είχε ήδη την αφορμή για το μυθιστόρημα που ζυμώνεται ηλεκτρονικά τους τελευταίους τρεις μήνες: την είδηση ότι τρεις ανήλικοι Τσιγγάνοι 14, 8 και 7 ετών σκότωσαν μια ηλικιωμένη για μερικά ευρώ. «Το ζητούμενο για εμένα δεν ήταν αυτό καθαυτό το γεγονός. Δεν με ενδιαφέρει να καταγράψω μια ιστορία για μια υπόθεση που ακόμη δεν έχει εκδικαστεί. Γράφω, άλλωστε, πως τρία παιδιά κατηγορούνται ότι σκότωσαν. Δεν υπάρχει δεδικασμένο».

Στο blog της, η Λεία Βιτάλη κρατά σημειώσεις και στην ιστορία της χρησιμοποιεί αφηγητή. «Καταθέτω σκέψεις. Και οι επισκέπτες κάνουν τα σχόλια, τις παρατηρήσεις τους. Πολλές φορές δίνουν πληροφορίες στα ξαφνικά. Υπάρχει κάποιος που, όταν διάβασε ότι θα ασχοληθώ στο μυθιστόρημα με τους Ρομ, μου έστειλε ολόκληρο σύγγραμμα για εκείνους». Ένας άλλος στις 7 το πρωί ήταν ήδη ξύπνιος και κατέθετε παρατηρήσεις στο blog.

Εκείνη, πάλι, δεν παραβλέπει τα σχόλια, αν και θεωρεί πως ο συγγραφέας πρέπει να ακολουθεί αυτό που έχει στο μυαλό του. «Αλλά ένα σχόλιο μπορεί να είναι διεγερτικό και να σε οδηγήσει σε μια κατεύθυνση που δεν έβλεπες έως εκείνη τη στιγμή».

Φαίνεται πως - όπως και ο Στίβεν Κινγκ, που γράφει πλέον τα μυθιστορήματά του στο Ίντερνετ - η παρέα των συγγραφέων που προτιμούν τη διαδικτυακή γραφή έχει αρκετά μέλη και στην Ελλάδα. Πρόσφατα ο Νίκος Βλαντής «εξέδωσε» στο Ίντερνετ το βιβλίο «www. tospitimas.gr». Ο χρήστης μπορούσε να διαβάσει τα βιογραφικά των ηρώων, να παρακολουθεί την εξέλιξη ακόμα και να την αλλάζει. Το άυλο βιβλίο απέκτησε υπόσταση από τις Εκδόσεις Περίπλους. «Το Ίντερνετ δεν αντικαθιστά την ανάγνωση αλλά, αντίθετα, κεντρίζει το ενδιαφέρον του χρήστη ώστε να διαβάσει το μυθιστόρημα», είπε στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Βλαντής.

Ο Σέρβος συγγραφέας Μίλοραντ Πάβιτς, μιλώντας στα «ΝΕΑ», το επικροτούσε (άλλωστε και ο ίδιος το εφαρμόζει): «Ένα βιβλίο πρέπει να έχει πολλές δυνατότητες ανάγνωσης, αφού η ίδια η ανθρώπινη σκέψη απλώνεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Η λογοτεχνία που χρησιμοποιεί την φιλολογική γλώσσα υπάρχει κίνδυνος να χαθεί»".

Friday, October 13, 2006

Πρώτη γραφή. 1

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ

(Προσωρινός τίτλος εργασίας)


«Σκότωσα γιατί ανθρώπους σαν κι εμένα τους κακομεταχειρίζονται καθημερινά»

Λουκ Γούνταμ (16 ετών από το Περλ - Μισισιπί των ΗΠΑ)

Κεφάλαιο 1


Την περιοχή της Αγίας Σεβαστής, πριν από τα ανατριχιαστικά γεγονότα που συνέβησαν τα Χριστούγεννα του περασμένου έτους, δεν την ήξερε κανείς.
Η Αγία Σεβαστή στο Μανδράκι* Αττικής βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία κοντά στη μονίμως αγριεμένη θάλασσα, δεξιά από τους αμμόλοφους της εγκαταλειμμένης παραλίας με την ίδια ονομασία. Οι λιγοστοί κάτοικοι την αποκαλούν «μαύρη ερημιά του Θεού» και δεν φαίνεται να έχουν άδικο. Σε μια μικρή υποτυπώδη πλατεία με κυρτά πανύψηλα σχίνα, που σέρνουν τις ρίζες τους μέχρι τη θάλασσα για να ποτιστούν, βρίσκεται μια μικρή παλιά μισογκρεμισμένη εκκλησία, αυτή της αγίας Σεβαστής, που έδωσε και το όνομά της στην περιοχή. Άλλοτε, λένε οι παλιότεροι, γίνονταν εκεί γάμοι και βαφτίσια από τους πλουσιότερους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής- οι περισσότεροι ασχολούνταν με το ψάρεμα πριν μολυνθεί η θάλασσα στα 500 μίλια απ’ την ακτή- από τότε όμως που στήσανε τον καταυλισμό τους οι τσιγγάνοι κανείς δεν ξαναπάτησε ούτε για λειτουργία. Τώρα συχνάζουν εκεί αδέσποτες γάτες και μικρά ερπετά. Ένα συνεργείο του δήμου που πήγε να καθαρίσει πριν δυο χρόνια όταν παραπονέθηκαν κάποιοι περαστικοί για φοβερή μπόχα, είχε πει ότι βρήκε ψοφίμια, σύριγγες και άδεια κουτιά από αλβανικές μπίρες που μετά οι υπάλληλοι του απορριματοφόρου διαπίστωσαν ότι ήταν τσέχικες. Πριν από τα Χριστούγεννα του προηγούμενου έτους η περιοχή της Αγίας Σεβαστής δεν αναφερόταν πουθενά. Ακόμη και ο οδικός χάρτης της πόλης δεν την περιείχε. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν μια περιοχή φάντασμα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν.

Εκτός από τον καταυλισμό των τσιγγάνων που ήταν στημένος στην άκρη, στο πιο κοντινό σημείο της θάλασσας, υπήρχαν -λίγο πιο απομακρυσμένα βέβαια- μερικά μικρά παλιά σπίτια όπου έμεναν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, όλα μονόροφα με μικρές αυλές μπροστά, και προς τα μεσόγεια μερικές μικρές πολυκατοικίες όπου κατοικούσαν μετανάστες –κυρίως Αλβανοί- που είχαν έρθει πρόσφατα στην περιοχή με την έξαρση της ανοικοδόμησης στο κέντρο της μικρής πόλης. Οι τσιγγάνοι και οι μετανάστες ήταν η αιτία, λένε στα καφενεία της πάνω πλατείας, αρκετά μακριά από τη θαλάσσια περιοχή, που οι κάτοικοι έφυγαν αναζητώντας σε άλλες κοντινές ή πιο απομακρυσμένες περιοχές την ασφάλειά τους, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας νεαρός υπάλληλος του ταχυδρομίου, ο οποίος δεν είχε πάει ποτέ του σε κείνην τη δύσβατη περιοχή διότι οι μετανάστες και οι τσιγγάνοι δεν είχαν αλληλογραφία. Αν εξαιρέσεις την περιοχή της Αγίας Σεβαστής, η υπόλοιπη πόλη ήταν ίδια και απαράλλαχτη με τις άλλες μικρές επαρχιακές πόλεις της Αττικής. Τελευταία μάλιστα είχαν εγκατασταθεί και δυο μεγάλα σούπερ μάρκετ από τις γνωστές φίρμες που μάζεψαν όλη την πελατεία. Το ένα μάλιστα γέμισε αμέσως από μετανάστες γιατί έκανε προσφορές και εκπτώσεις. Έτσι είχε μαρκαριστεί σαν το σούπερ μάρκετ των αλβανών και δεν πήγαιναν να ψωνίσουν οι ντόπιοι, παρά μόνον όσοι ήταν περαστικοί ή καινούριοι και δεν γνωρίζαν πρόσωπα και πράγματα. Ο ιδιοκτήτης, που απ’ ό,τι λένε οι κάτοικοι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τα ευρό των Αλβανών, προσέλαβε για ταμία σε ένα από τα τρία ταμεία του μια μικρή αλβανίδα γύρω στα 17 που είχε μάθει πολύ καλά τα ελληνικά επειδή ήταν πέντε χρόνια στην Ελλάδα και δεν την ξεχώριζες από Ελληνίδα. Όλοι όμως ήξεραν ότι ήταν αλβανίδα και δεν μπορούσε να κρύψει την ταυτότητά της. Την έλεγαν Γιόνα, εκείνη όμως προσπαθούσε να προωθήσει το όνομα Ειρήνη χωρίς να το καταφέρνει. Παρόλο λοιπόν που σε όλους έλεγε ότι τη λένε Ειρήνη, όλοι την φώναζαν Γιόνα και έτσι ήταν γνωστή.
Πριν από τα προηγούμενα Χριστούγεννα κανείς στην ευρύτερη περιοχή δεν είχε φανταστεί ή δεν έδειχνε ότι είχε φανταστεί αυτά που θα συνέβαιναν κατά τη μεριά των τσιγγάνων. Αν και υπήρχαν κάποιες ενδείξεις που θα μπορούσαν να τους κάνουν να το υποψιαστούν. Εντούτοις, όπως λένε στα εμπορικά της πάνω πλατείας, η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία γιατί αυτά αφορούσαν τους τσιγγάνους και όσους έμεναν στην περιοχή της Αγίας Σεβαστής, που οπωσδήποτε ήταν μια απομακρυσμένη περιοχή και δεν είχε να κάνει με κείνους. Μερικοί από τους ιθαγενείς κατοίκους κατηγόρησαν τον δήμο ότι δεν είχε ενημερώσει κανέναν για να προφυλαχτεί. Άλλοι πάλι τον δικαιολογούν λέγοντας ότι δεν είναι πρόβλημα που αφορά τον δήμο αλλά μια πιο κεντρική εξουσία. Όπως και να έχει πάντως το πράγμα η πόλη αναστατώθηκε από τον άγριο στραγγαλισμό με αποτέλεσμα η περιοχή της Αγίας Σεβαστής σε μια και μόνο νύχτα να γίνει γνωστή σ’ όλη τη χώρα. Ακόμη κατάφερε να έχει και το μερίδιό της στις ειδήσεις στο εξωτερικό.

Μετά από εκείνο το γεγονός οι κάτοικοι, ακόμη και των πιο απομακρυσμένων περιοχών, δεν άφηναν πια τα σπίτια τους ξεκλείδωτα -ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι- και κοιτάζονταν μεταξύ τους τρομαγμένοι αλλά ακόμη πιο τρομαγμένοι έδειχναν όταν τους πλησίαζαν παιδιά. Κυρίως αυτά –δηλαδή τα παιδιά- τα απέφευγαν ακόμη και αν δεν ήταν τσιγγανάκια. Και άπλωναν το χέρι στο λαιμό τους με μια αυτόματη κίνηση σαν να προσπαθούσαν να τον προφυλάξουν από στραγγαλισμό. Ακόμη, πολλοί κάτοικοι έλέγαν, ότι τα βράδια άκουγαν στην αυλή τους να τραβιούνται τα κιγκλιδώματα και τα συρματόσκοινα, σαν κάποιος να προσπαθούσε να τα ξεκαρφώσει απ’ τους φράχτες, που με τέτοια είχε γίνει ο στραγγαλισμός. Και δεν ησύχαζαν ούτε πρωί ούτε βράδυ με τον πανικό να σφυροκοπάει συνέχεια στο μυαλό τους.


(Το μυθιστόρημα είναι σε εξέλιξη και συνεχίζεται)

*(Η περιοχή ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας της συγγραφέως. Όπως και όλα τα ονόματα. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι τυχαία).

Wednesday, October 11, 2006

Περί συγγραφής...

"Υπάρχουν τρεις κανόνες για τη συγγραφή ενός (επιτυχημένου) μυθιστορήματος. Δυστυχώς δεν τους ξέρει κανείς!"
Σώμερσετ Μωμ

Friday, October 06, 2006

Γεννημένος δολοφόνος;

Ο αμερικανός στρατιωτικός ψυχολόγος Dave Grossman αναφέρει ότι οι μέθοδοι εθισμού των παιδιών στη βία είναι οι ίδιες πού χρησιμοποιούνται στο στρατό, ώστε να εκπαιδεύονται οι στρατιώτες για να μπορούν να σκοτώνουν. Πρόσφατες νευροβιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η βία πού παρακολουθούν τα παιδιά στην τηλεόραση, κινηματογράφο κλπ., μαθαίνεται, απομνημονεύεται και ανακαλείται για να λειτουργήσει ως μοντέλο για τη μελλοντική συμπεριφορά τους. Χρησιμοποιώντας μεθόδους νευροαπεικόνισης οι επιστήμονες απέδειξαν ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στα παιδιά όταν βλέπουν βίαια θεάματα είναι οι ίδιες περιοχές όπου αποθηκεύονται τραυματικά γεγονότα, το αίσθημα της απειλής και τα αντανακλαστικά προγράμματα του εγκεφάλου που κινητοποιούν τον οργανισμό για να αντιδράσει σε μία επερχόμενη απειλή. Έτσι, η εικόνα της βίας καταγράφεται στον εγκέφαλο σαν ένα τραυματικό γεγονός, σαν μια πραγματική απειλή στην οποία κινητοποιείται ο οργανισμός για να απαντήσει. Και αυτή η καταγραφή αποθηκεύεται στη μακροπρόθεσμη μνήμη, στην περιοχή του εγκεφάλου απ’ όπου γίνεται αυτόματη ανάκληση γεγονότων αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά αποθηκεύουν εικόνες βίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν «οδηγός» μελλοντικής συμπεριφοράς. Το παιδί πλέον έχει εθιστεί στη βία. Λειτουργεί σαν γεννημένος δολοφόνος!

Wednesday, October 04, 2006

Απόφαση για τον αφηγητή

Μου έφυγε τελικά ένα μεγάλο βάρος. Αποφάσισα για τη φύση του αφηγητή. Δηλαδή των αφηγητών. Θα είναι 2. Αλλά όχι και οι δυο πρωτοπρόσωποι. Στενεύει ο ορίζοντας της αφήγησης. Τώρα είμαι σίγουρη ότι ο ένας θα είναι οπωσδήποτε ο μικρός Βασίλης (ακόμη το όνομα παίζει) που θα καταγράφει το ημερολόγιό του αλλά ο άλλος θα είναι τριτοπρόσωπος και όχι η κοινωνική λειτουργός. Ένας εντελώς αποστασιοποιημένος τριτοπρόσωπος αφηγητής που θα παραθέτει τα γεγονότα σα να διαβάζονται από πρακτικά. Ο σχολιασμός τους θα είναι υπόγειος, σχεδόν αδιόρατος. Απλώς η σειρά της παράθεσης θα είναι αυτή που θα δίνει το στίγμα του σχολιασμού. Αν το καταφέρω βέβαια. (I have to think positive).
-Απόφαση 1η:
2 αφηγητές. Τριτοπρόσωπος ουδέτερος και πρωτοπρόσωπος (ο μικρός Βασίλης).
-Ενέργειες να γίνουν:
Εξεύρεση κάποιου δικηγόρου ποινικολόγου στον Πειραιά σαν σύμβουλου (ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΜΕ EMAIL).

Η υπόθεση είναι πιο ζόρικη απ' ό,τι παρουσιαζόταν στην αρχή.
Θα συνεχίσω με τα πρόσωπα που θα πάρουν μέρος στην περιπέτεια. Ένα μυθιστόρημα είναι κατ' εξοχήν τα πρόσωπα που το αποτελούν. Αυτά δημιουργούν την πλοκή και φυσικά την ιστορία καθώς συγκρούονται με την πραγματικότητα. Δεν λέω ότι είναι ο μοναδικός τρόπος. Αλλά αυτός είναι ο δικός μου. My way. Τώρα που θυμήθηκα αυτό το παλιό τραγούδι σκέφτηκα ότι ο μικρός Βασίλης θα πρέπει να έχει και αγαπημένο τραγούδι. Όλα τα παιδιά έχουν.
Έχω αρχίσει να βλέπω παιδικά στην τηλεόραση, να παίζω γκέιμ μπόυ, ε, αν αρχίσω ν' ακούω και τσιφτετέλια την κάναμε. Μιλάμε για τέλεια μετάπλαση και επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του συγγραφέα (που λέγαμε στο προηγούμενο ποστ). (Χα! Πολλά ασυγκράτητα γέλια).
Συνεχίζουμε ακάθεκτοι εκτός απροόπτου.

Monday, October 02, 2006

Το παιχνίδι των μεταμορφώσεων στον κυβερνοχώρο


Ο Ουΐλιαμ Γκίμπσον για πρώτη φορά το 1984 χρησιμοποίησε τον όρο «κυβερνοχώρος» στο κλασικό πια και βραβευμένο βιβλίο του «Νευρομάντης». Από τότε ο όρος παρέμεινε στη ζωή μας για να σημαίνει την ηλεκτρονική πραγματικότητα και εικονικότητα, χαρακτηριστικό της οποίας, στην περίπτωση του διαδικτύου, είναι οι εικονικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, οι σχέσεις χωρίς σωματική επαφή. Ο άνθρωπος με τη συνεχή χρήση του υπολογιστή του αφήνεται όλο και περισσότερο σε μια «ζωή στην οθόνη» όπως την έχουν ονομάσει, πράγμα που τον γοητεύει ιδιαίτερα καθώς του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει για τον εαυτό του όποια ταυτότητα επιθυμεί. Πραγματική, μισοπραγματική ή και απόλυτα φανταστική. Ο άνθρωπος στην επαφή του με άλλους ανθρώπους μέσω του υπολογιστή μπορεί να είναι αυτός που πάντα θα ήθελε να ήταν αλλά η πραγματικότητα τον έχει «εμποδίσει». Αυτό λειτουργεί με τρόπο μαγικό. Τον αποσπά συνεχώς από τον αναλογικό κόσμο βυθίζοντάς τον ολοένα βαθύτερα στον ψηφιακό. Εκεί μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ή και ο κανένας καθώς έχει τη δύναμη «επαναπροσδιορισμού» του εαυτού, αλλά και αποδοχής αυτού του εαυτού από τους άλλους. Επιτέλους ο άνθρωπος ζει -στη «ζωή της οθόνης»- το όνειρό του να είναι εκείνος ο άλλος. Ο εαυτός αποκτά ιδιότητες θαυμαστές, ικανότητες που ίσως ποτέ δεν θα εμφανίζονταν στην πραγματική ζωή, ενώ συγχρόνως μπορεί να του προσφέρει την αποδοχή ή και εμπειρίες που θα ήταν δύσκολο, έως και αδύνατο, να γευτεί στην «αναλογική», πραγματική ζωή. Ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να «ενδυθεί» την περσόνα που θα ήθελε να είναι. Χωρίς κανείς να μπορεί αυτό να του το αμφισβητήσει είτε παρουσιάζεται ανώνυμα είτε και επώνυμα. Πιστεύω ότι αυτό που κινητοποιεί και μεγαλώνει τον αριθμό των χρηστών του διαδικτύου δεν είναι τόσο η ανάγκη για ανωνυμία όσο η ανάγκη για ταυτότητα! Και η ανάγκη προσωπικής παρουσίας σ’ έναν χώρο όπου το κοινό του μπορεί –δυνητικά- να είναι ολόκληρος ο πλανήτης. Οι άλλοι αρέσκονται να διαβάζουν, να σχολιάζουν αποδεχόμενοι ως επι το πλείστον την «φανταστική» περσόνα και προβάλλοντας την αντίστοιχη δική τους. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζει την διαδραστική πορεία του με μια σπειροειδή μορφή που οδηγεί όλο και σε μεγαλύτερο κύκλο. Συγχρόνως το μέσον σου δίνει τη δυνατότητα, καθώς προβάλλεις έναν ιδεατό εαυτό, να αναψηλαφείς, εν αγνοία σου, την εσωτερική σου πραγματικότητα, πράγμα το οποίο πιθανώς να σε οδηγήσει στο περίφημο «γνώθι σαυτόν», ή αντίθετα να σε οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη διάσπαση του εαυτού, τον οποίον θα επιζητάς και θα συναντάς μονάχα στον υπολογιστή σου μετατρέποντας το εργαλείο αυτό σε «πραγματική ζωή». Ο καθένας μπορεί να βιώσει μια άλλη πραγματικότητα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και να μετατραπεί σε σκύλο, δελφίνι ή νεράιδα ή ότι άλλο επιθυμεί. Να αποκτήσει εικονικούς φίλους που τον στηρίζουν, τον αγαπούν, τον θαυμάζουν, να ανταλλάξει εικονικά φιλιά, να βιώσει αυτό που βαθιά μέσα του επιθυμεί, να χειροκροτηθεί από την παρουσίαση ενός ποιήματος ή ενός πεζού κειμένου ή κάποιων «αιρετικών» απόψεων. Και το σπουδαιότερο: Να διορθώσει επιτέλους την ανεπαρκή πραγματικότητα που τον πονάει. Ένα άλλο «πλεονέκτημα» θα έλεγα του διαδικτύου για τους χρήστες του είναι το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς, εντούτοις η δέσμευση προς αυτούς είναι χαλαρή, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην φυσική πραγματικότητα, ενώ η έννοια του καθήκοντος χαρακτηρίζεται και αυτή από μια εξίσου ανάλαφρη χαλαρότητα, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς την αυστηρότητα και τις ποινές που μπορεί να υποστεί κανείς στην φυσική ζωή. Σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα ο άνθρωπος έχει την αίσθηση της ασφάλειας! Της ασφάλειας; Γιατί όχι; Ακόμη και αν υπάρξουν περιπτώσεις βίας κάθε μορφής –και δεν είναι άγνωστη η βία στο διαδίκτυο-γνωρίζει ότι δεν θα πάρει ποτέ τη θέση του πραγματικού θύματος, απλούστατα γιατί μπορεί να επιλέξει άλλον ψηφιακό τόπο ή να πατήσει απαλά το οφ στον υπολογιστή του. Το διαδίκτυο συγχρόνως είναι κυρίως ένας χώρος λόγου και δευτερευόντως ίσως εικόνας, μέσα στον οποίο εκφραζόμαστε χωρις να αποκαλυπτόμαστε ακόμη και όσοι από μας φοβούνται την πραγματική σωματική επαφή της φυσικής ζωής. Και ίσως αυτή ακριβώς η έννομη μασκαράτα να είναι η δύναμη που ακόμη και ο κίνδυνος των καταγραφών των προσωπικών μας δεδομένων προς μελλοντική χρήση από μια αόρατη εξουσία να μοιάζει ασήμαντος.
Σε έναν κόσμο που υποστηρίζει φανερά με νόμους το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων υπόγεια συνεργεί με χίλιους δυο τρόπους στην καταστρατήγησή τους. Εξακολουθούμε λοιπόν να νιώθουμε ασφαλείς παίζοντας αυτό το παιχνίδι; Νομίζω ότι σ’ αυτή τη φάση κατά την οποία καταφέραμε επιτέλους να είμαστε «άλλοι» και όσο δεν νιώθουμε τον κίνδυνο στο πετσί μας δεν μας αφορά. Καταφέραμε να γίνουμε «άλλοι»! Άλλοι λιγόταρο κι άλλοι περισσότερο «άλλοι». Ένα άλλο ερώτημα προκύπτει. Πόσο «άλλοι» δείχνουμε στ’ αλήθεια; Μήπως φορώντας για καιρό την περσόνα σιγά σιγά διαμορφωνόμαστε σε κάτι που να της μοιάζει; Ή μήπως -στην καλύτερη περίπτωση- εκθέτοντας κάποια βαθύτερα σημεία του εαυτού μας, (τάχα μου περσόνα), τα υιοθετούμε φανερά και στην φυσική πραγματικότητα;

Ακόμη ωστόσο είναι πολύ νωρίς για το «μέσον» να βγούν και από τους επιστήμονες τελικά συμπεράσματα.

Προσωπικά κατέγραψα αυτές τις σκέψεις μου με αφορμή το μέιλ ενός πολύ καλού μου φίλου.

Και για να επανέλθω στο προκείμενο, έχω την αίσθηση ότι και εγώ η ίδια ενεργώ παρομοίως στο μπλογκ μου. Εφευρίσκω εκ νέου την ταυτότητά μου. Ψάχνοντας τους ήρωες του νέου μυθιστορήματος προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω την συγγραφέα από πλευρά ανθρώπινης υπόστασης.
Ίσως το ίδιο να κάνουμε όλοι μας. Ή όχι;