"Ήταν 16 ετών. Πήγαινε ακόμη σχολείο. Δεν ήταν όμορφη, δεν ήταν καλή μαθήτρια, δεν είχε πολλές επιτυχίες. Είχε μια συμμαθήτρια που την έλεγαν Άλκη. Η Άλκη ήταν ψηλή και όμορφη, θύμιζε Κιμ Νόβακ αλλά με μαύρα μαλλιά. Καλή μαθήτρια. Έκαναν συντροφιά, πήγαιναν μαζί σε πάρτι, διάβαζαν παρέα. Ένα πρωί η Άλκη ήταν κακόκεφη. Είπε τα τσούγκρισε με τους γονείς της, δεν αντέχει άλλο την καταπίεση, θα 'πρεπε να μπορούσε να φύγει απ' το σπίτι αλλά δεν το τολμά, θέλει να πεθάνει! Η άλλη την άκουγε προσεκτικά αμίλητη αλλά όταν είπε πως θέλει να πεθάνει τότε ξαφνικά αποφάσισε να δράσει..."
Αυτή τη μικρή ιστορία, που δεν τη γράφω μέχρι το τέλος, μου τη διηγήθηκε μια φίλη χτες βράδυ καθώς σκαλίζαμε σκοτεινές σελίδες των μαθητικών χρόνων. Σκέφτηκα λοιπόν να τη μεταφέρω εδώ χωρίς το τέλος και να το γράψουμε εμείς. Εγώ ακόμη δεν έχω σκεφτεί τι θα έκανα. Εσείς;
Tuesday, July 04, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
5 comments:
[…]
Η Βάνα σηκώθηκε κι έδωσε ένα χαστούκι στην Άλκη. Δεν ήταν πολύ δυνατό αλλά ήταν τόσο ξαφνικό που το κορίτσι δεν προλάβει να αντιδράσει, κι η Βάνα άρχισε ήδη να μιλάει. Πρώτη φορά είχε τέτοια ένταση και ζωντάνια η φωνή της. Της είπε ότι καλά θα έκανε ν’ αρχίσει να μεγαλώνει και να μάθει να αντιμετωπίζει τη ζωή έτσι όπως έρχεται και να μην το βάζει στα πόδια. «Να πεθάνεις;» της φώναξε. «Θέλεις να πεθάνεις γιατί οι γονείς σου, σου τσακίζουν την αξιοπρέπεια; Αν ήξερες μόνο τι είναι αυτό λες! Έχεις μια ευκαιρία να πολεμήσεις κι εσύ γυρνάς την πλάτη, δειλιάζεις. Τρέμεις στην ιδέα να σταθείς όρθια και να παλέψεις. Τρέμεις στην ιδέα να χάσεις! Θα σου πω εγώ τι σημαίνει να χάνεις!»
Κάθισε δίπλα της και της έσφιξε το χέρι. Η φωνή της μαλάκωσε. Της είπε για την Βάνα, το «αόρατο κορίτσι», ένα φάντασμα που περνούσε απαρατήρητο απ’ όλες τις παρέες και τ’ αγόρια δεν του έριχναν δεύτερη ματιά. Ένα κορίτσι συνηθισμένο που γινόταν ένα με τον κόσμο και κανείς δεν μάντευε την ύπαρξή του. Κι η κατάσταση στο σπίτι; «Χα», έκανε, και τα μάτια της κοιτούσαν αόριστα κάπου πέρα μακριά, «αν θες να δεις πραγματικό πόλεμο έλα μια μέρα κρυφά και.. καλύψου μη σε πάρουν τα σκάγια. Δεν το ‘βαλα κάτω όμως. Κι ίσως γι’ αυτό, ο κόσμος άρχισε ν’ αλλάζει. Μόνο γι’ αυτό».
Την αγκάλιασε κι έγειρε το κεφάλι της στα κατάμαυρα μαλλιά της Άλκης.
Ψιθύριζε τώρα.
«Και μια μέρα κάποιος με πρόσεξε. Μια μέρα κάποιος μου άπλωσε το χέρι. Και δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Δεν είχε λόγο να ρισκάρει. Ήταν πιο όμορφη, θεά, πιο έξυπνη, καλύτερη μαθήτρια… και τ’ αγόρια την κυνηγούσαν συνέχεια. Χε, χε, πολλά αγοράκια… σαν το ζυμάρι που το τυραννάς όσο θέλεις και μετά το κάνεις τραγανό ψωμάκι».
Την έσφιξε.
«Δεν ξέρω γιατί το έκανες, Άλκη, αλλά σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Μερικές φορές ένα χέρι δίπλα σου είναι αρκετό για να συνεχίσεις. Κι εγώ χαίρομαι γιατί όταν το χρειαζόμουν πιο πολύ από ποτέ, ήταν το δικό σου χέρι που με κράτησε. Σ’ αγαπάω, ρε ‘συ».
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για πολύ ώρα με τα μάτια βουρκωμένα.
Κι ήταν η Άλκη που έσπασε τη σιωπή.
«Ναι», είπε, «εγώ σου έδωσα το χέρι μου, κι εσύ μου έδωσες μπάτσο. Μην νομίζεις ότι το ξέχασα».
«Ε, καλά, μου το χρωστάς», είπε χαμογελώντας η Βάνα. «Κι είσαι υποχρεωμένη να είσαι εδώ κοντά για να έχεις την ευκαιρία σου. Κοίτα μόνο να το κάνεις για κάτι που μου αξίζει, αλλιώς είμαι αγρίμι εγώ που με βλέπεις… Α! Δε μου λες; Εκείνο το σκισμένο μπλουτζινάκι που φορούσες προχτές στο σχολείο, εκείνο με τα στρας… Νομίζω ότι κάτι σα να άκουσα να λες ότι δεν σου άρεσε. Ε λοιπόν, βρήκα ένα μαύρο μπλουζάκι το πρωί, που ταιριάζει γάντι. Σκέφτηκα λοιπόν…»
«Ε, όχι και δεν μ’ άρεσε!» φώναξε η Άλκη και τα μάτια της φωτιστήκαν. «Είπα μόνο ότι δεν πάει με το μπεζ το αμάνικο…»
«Το ξέρω, ρε χαζό. Γι’ αυτό σου πήρα δώρο το μπλουζάκι».
[Τώρα αν πω ότι μετά από χρόνια, τα δυο κορίτσια θυμούνται ακόμα το περιστατικό και γελάνε… θα σας γελάσω. Το σίγουρο είναι ότι η Άλκη είχε την ευκαιρία της να πατσίσει εκείνο το μπάτσο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… :Ο)]
Υ.Γ. Τώρα θα μου πείτε τί τέλος είναι αυτό που είναι μεγαλύτερο από την ίδια την ιστορία! Ε, δεν μου έβγαινε μικρότερο… κι ευτυχώς έχω μια βδομαδούλα άδεια.
simοn says
Να λοιπόν και μια αισιόδοξη νότα! Σίγουρα θα μπορούσε κι αυτό να είναι ένα τέλος. Ένα τέλος που ανοίγει μια καινούρια πόρτα σαν αρχή.
Τι τέλος θα θέλατε;
Aλά Κοέλο; (Το σύμπαν συνωμοτεί για να κάνει πράξη την επιθυμία της Άλκης να πεθάνει. Και την επιθυμία της Βάνας να τη σκοτώσει, υποθέτω...)
Ή αλά Στίβεν Κινγκ; (Η Βάνα δένει την Άλκη στο κρεβάτι και της κόβει τα πόδια για να την κάνει να συναισθανθεί τι πραγματικά σημαίνει... Misery).
Ή μήπως αλά σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος; (Βάνα: "Θέλεις να πεθάνεις;". Γκρο πλαν στο δάκρυ που αργοκυλάει στο μάγουλο της Άλκης, μια αργή -πολύ αργή- βόλτα της κάμερας στο θεοσκότεινο δωμάτιο, νέο πλάνο στο επόμενο δάκρυ της Άλκης -στο άλλο μάγουλο, για να μη δείχνουμε και συνέχεια τα ίδια. Άλκη: "Ναι, θέλω να πεθάνω!". Γκρο πλαν στο απλανές πρόσωπο της Βάνας, άλλη μια αργή βόλτα στο -ακόμα πιο θεοσκότεινο- δωμάτιο συνοδευόμενο -ασφαλώς- από μουσική δωματίου και επιστροφή στη Βάνα που σουφρώνει τα χείλη της. Βάνα: "Και δεν πεθαίνεις; Χέστηκα!").
Και τελευταία -αλλά όχι ύστατη- η εκδοχή του παραμυθιού:
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
christos fasoulas
Χαίρομαι που με επισκεφτήκατε. Ίσως μπορούσατε να μας δώσετε ένα τέλος δημοσιογραφικό. Θα ήταν κι αυτό εξ ίσου ενδιαφέρον. Δοκιμάστε. Άλλωστε η καλή δημοσιογραφία απεικονίζει την πραγματική ζωή, λένε.
Αφήστε το καλύτερα. Το δημοσιογραφικό τέλος θα παραήταν σαρκαστικό. Και δε θέλω να γίνω (τόσο) κακός...
Post a Comment