Monday, October 29, 2007
Τα ΓΙΑΤΙ και τα ΠΩΣ του ιστορικού μυθιστορήματος από την πλευρά του συγγραφέα
Εκείνη την εποχή η τηλεόραση είχε μπει δυναμικά στη ζωή μας και μέσα από το γυάλινο κουτί μαθαίναμε εν ριπεί οφθαλμού ο,τιδήποτε συνέβαινε στην άκρη του κόσμου σήμερα. Όλοι τα γνωρίζαμε όλα όσα συνέβαιναν σήμερα. Τότε άρχισε να μεταβάλλεται κάτι μέσα στο μυαλό μου. Το σήμερα έπαψε να με ενδιαφέρει πια σαν "υλικό". Ήταν πολύ γνωστό και εύκολα αναλυόμενο και προσβάσιμο. Εκείνο που πήρε τη θέση του στη σφαίρα των ενδιαφερόντων μου ήταν οι αιτίες των σημερινών γεγονόταν. Οι άλλες εποχές. Το βάθος του χρόνου. Και άρχισα να καταδύομαι. Πρώτα στην εποχή του Πολυταχνείου με την ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ και κατόπιν με το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΟΒΟΥ στο ύστερο Βυζάντιο, μέχρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα, την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ.
Παράλληλα με τη δική μου αλλαγή και κατάδυση διαπίστωνα και μια αλλαγή στις αναγνωστικές συνήθειες των αναγνωστών, οχι μόνον εντός Ελλάδος. Οι αναγνώστες επιθυμούσαν όπως και εγώ το βάθος της ιστορίας από την επιφάνεια του σήμερα που την αναμασούσαν τα μέσα διαρκώς. Και οι δυο μας επιθυμούσαμε το ίδιο. Να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό που ωστόσο οδηγούσε στους σημερινούς εαυτούς μας.
Έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορική έρευνα που άρχισε να γίνεται μυθιστόρημα. Και σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, το ιστορικό μυθιστόρημα κατέχει μια περίοπτη θέση στις προτιμήσεις των αναγνωστών και πολλές φορές το βλέπουμε να αναρριχάται ακόμη και στις λίστες των μπεστ σέλλερς. Η προσωπική μου διάθεση δεν στόχευε φυσικά ούτε στις προτιμήσεις του κοινού, ούτε στην ευπωλησία (δικός μου όρος). Στόχευε στη δική μου ανάγκη να γνωρίσω καινούρια (αλλά παλιά) πράγματα και να τα κρίνω με σημερινά κριτήρια.
Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι το πιο σημαντικό στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος θα έλεγα 2 πράγματα: α) Να είναι σωστή η έρευνα και β) όλες οι σκηνές του μυθιστορήματος να είναι σχετικές. Δεν το ήξερα αυτό όταν ξεκίνησα το γράψιμο του πρώτου μου βιβλίου με θέμα ιστορικό. Το έκανα ασυνείδητα. Ώσπου σύντομα συνειδητοποίησα την πολύ μεγάλη του σημασία.
ΣΩΣΤΗ ΕΡΕΥΝΑ και ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ λοιπόν ήταν και είναι (πιστεύω) η αρχή για ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
Ποιοί όμως γράφουν ιστορικό μυθιστόρημα σήμερα και τι αξία έχει ή θα έχει στο βάθος του χρόνου;
(Θα συνεχιστεί).
Monday, October 15, 2007
Για το Ιστορικό Μυθιστόρημα
Μπορεί το scanner να μη δούλεψε αλλά υπάρχουν και οι καλοί φίλοι. Έτσι σήμερα είμαι σε θέση να δημοσιεύσω την κριτική του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για την Ιερή Παγίδα.
Ακολουθεί η επιστολή που στάλθηκε στο περιοδικό με τις απορίες και κάποιες απόψεις μου επί του θέματος.
Σε επόμενο ποστ θα δημοσιεύσω την απάντηση του κριτικού και την ανταπάντηση της συγγραφέως. Κατόπιν ίσως μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα και να ανταλλάξουμε απόψεις, εάν το θέμα κριθεί ενδιαφέρον. Προσωπικά το θεωρώ αρκετά σημαντικό εφόσον και στην Ελλάδα πλέοντα ιστορικά μυθιστορήματα καλύπτουν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιοπαραγωγής.
Η ΚΡΙΤΙΚΗ
"Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η πιο δύσκολη μορφή μυθιστορήματος γιατί απαιτεί να συνδυάζονται δυο προϋποθέσεις : να είναι καλό ως μυθιστόρημα και ταυτόχρονα να είναι σωστό ιστορικά. Το πραγματικά μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα, που είναι σπάνιο σε παγκόσμια κλίμακα, πρέπει επιπλέον να προτείνει και κάτι περισσότερο, π.χ. μια νέα θεώρηση-προσέγγιση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται, όπως π.χ. το Πόλεμος και ειρήνη.
Η Ιερή παγίδα έχει ως ιστορικό υπόβαθρο την πτώση της Κωνσταντινούπολης και τα πρώτα χρόνια (δεκαετίες) μερικών εξορίστων Βυζαντινών στη Βενετία. Είναι μια περίοδος με την οποία έχουν ασχοληθεί πολλοί ξένοι και έλληνες ιστορικοί και μυθιστοριογράφοι, όπως ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν The fall of Constantinople, o David Nicolle Constantinople 1453 (Osprey 2000), ο Mika Waltari Ο μαύρος άγγελος και ο Κώστας Κυριαζής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Θα συγκεντρώσω τις παρατηρήσεις μου στο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, προσπαθώντας να εντοπίσω τα πραγματικά γεγονότα και τις «παρεμβάσεις» της κ. Βιτάλη. Βασικοί ήρωες είναι η οικογένεια του μεγάλου δούκα (πρωθυπουργού) του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά, και κυρίως των παιδιών του, Ιάκωβου (υπαρκτού) και Ιουστίνης, που γράφει υποτίθεται το χρονικό έχοντας καταφύγει στη Βενετία.
Το πρώτο «εύρημα» του βιβλίου είναι πως ο σουλτάνος Μωάμεθ βλέπει ένα πορτρέτο του Ιακώβου (έφηβου 14 ετών τότε) από τον Μπελίνι (που ζωγράφισε και το πορτρέτο του ίδιου του Μωάμεθ) και τον ερωτεύεται παράφορα. Έτσι, στόχος του Μωάμεθ είναι να κατακτήσει την πόλη όχι μόνο για τη δόξα και την πολιτική του φιλοδοξία αλλά για να κερδίσει τον Ιάκωβο, ένας μύθος που θυμίζει την ωραία Ελένη και την πολιορκία της Τροίας.
Το δεύτερο «εύρημα»είναι ο σκοτεινός ρόλος δολοπλόκου και προδότη που αποδίδει η κ. Βιτάλη στον Λουκά Νοταρά, ο οποίος συνωμοτεί για να ανατρέψει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να κυβερνήσει στη θέση του μετά την παράδοση της πόλης με μυστική συμφωνία του Νοταρά με τον Μωάμεθ! Η συνωμοσία πετυχαίνει, ο στυλοβάτης της άμυνας γενοβέζος αρχηγός Ιωάννης Ιουστινιάνης τραυματίζεται θανάσιμα από βέλος Έλληνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έχει συμφωνήσει να αποσυρθεί στον Μυστρά, όμως ο Μωάμεθ δεν κρατά την υπόσχεσή του, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώνεται μυστηριωδώς στο…Παλάτι και όχι αμυνόμενος στα τείχη, όπως είναι η επικρατούσα άποψη.
Πρόκειται για ένα αντιηρωικό μυθιστόρημα που υποβιβάζει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο σε άχρωμο άνθρωπο που από πείσμα δεν παραδίδει την πόλη, ενώ ο όχλος και οι μοναχοί τον λοιδορούν και την εγκαταλείπουν και ο Νοταράς παρουσιάζεται ως τελείως αποτυχημένος και αστόχαστος συνωμότης…
Ας δούμε τι γνωρίζουμε για τα γεγονότα : Πράγματι, το 1453 υπήρχαν δυο «παρατάξεις» στο Βυζάντιο (ή καλύτερα την Κωνσταντινούπολη) οι «ενωτικοί», με αρχηγό τον Κωνσταντίνο, που για να σωθεί το Βυζάντιο με τη βοήθεια της Δύσης είχαν αποδεχθεί την πρωτοκαθεδρία του πάπα και των καθολικών, και οι «ανθενωτικοί» με τον Γεννάδιο και τον Νοταρά, που προτιμούσαν τους Οθωμανούς από την ένωση. Πρέπει επίσης να δεχθούμε πως οι δυτικοί , οι «Φράγκοι», ήταν παλαιοί εχθροί του Βυζαντίου, από το 1204 και μετά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ως δεσπότης του Μυστρά, τους είχε εκδιώξει από την Πελοπόννησο και είχε φτάσει πολεμώντας εναντίον τους μέχρι τη Θεσσαλία. Οπότε το μίσος των Βυζαντινών εναντίον τους ήταν δικαιολογημένο. Ο Κωνσταντίνος όμως θεωρούσε πως μεταξύ δύο κακών η θρησκευτική υποταγή στον πάπα με τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας ήταν το μικρότερο. Και η ανεξαρτησία μπορούσε να διατηρηθεί, έστω κι αν η πιθανότητα ήταν μικρή, μόνο με τη βοήθεια της Δύσης. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως το πνεύμα των σταυροφοριών ήταν ακόμα ζωντανό και οδήγησε στη μεγάλη σταυροφορία που καταστράφηκε από τον Βαγιαζίτ στην Νικόπολη το 1396, και πως ο ούγγρος Ιωάννης Ουνυάδης πολεμούσε αποτελεσματικά τους Οθωμανούς και, αν και νικήθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, τους αναχαίτισε στο Βελιγράδι. Όσο για το αν η επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν σωστή, φτάνει να σκεφθούμε πως ο 16ος αιώνας ήταν ο αιώνας της Αναγέννησης στη Δύση, ο 17ος της θεσμικής επανάστασης (κοινοβουλευτισμός, ανώνυμες εταιρείες, χρηματιστήρια, τράπεζες σε Αγγλία και Κάτω Χώρες) και ο 18ος-19ος του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, στα οποία η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν συμμετείχε.
Αν και ο Νοταράς πράγματι ήταν ανθενωτικός, η «προδοσία» του δεν στοιχειοθετείται από τις σύγχρονες πηγές, ούτε από μεταγενεστέρους. Επίσης πρέπει να θυμόμαστε πως από τους 7.500 υπερασπιστές της πόλης, 5.000 ήταν Έλληνες και οι άλλοι ξένοι, ανάμεσά τους οι 700 του Ιουστινιάνη. Πολέμησαν επί δύο μήνες με εξαιρετικό ηρωισμό (που τον αποσιωπά τελείως η συγγραφεύς) εναντίον πολλαπλασίων πολιορκητών. Οι δε 700 «ψωροπεζικάριοι» του Ιουστινιάνη (όπως τους αποκαλεί χλευαστικά ο Νοταράς στο βιβλίο) ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα και των δύο στρατών. Η αποχώρησή τους σήμανε και το ουσιαστικό τέλος της άμυνας.
Η συγγραφεύς χρησιμοποιεί επίσης νέα ονοματοποιία για μερικά πρόσωπα, τα κακόηχα «Κουρουλούκα» (για κυρ Λουκάς Νοταράς) και «Γιουστουνιάς» (για Ιουστινιάνης) που θα μπορούσε να είναι σε λαϊκή χρήση εκείνη την εποχή.
Στις λεπτομέρειες η συγγραφεύς δεν αποφεύγει ιστορικά λάθη και αναχρονισμούς : Αναφέρει «γαλλικά σαπούνια», σε μια εποχή που οι δυτικοί γενικά δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους και δεν πλένονταν σχεδόν καθόλου, «ναργιλέδες» όταν ο καπνός δεν είχε φτάσει στην Ευρώπη από την Αμερική, «γάλλους τραπεζίτες» που δεν αναφέρονται ακόμα στην ιστορική περίοδο αυτή (οι τραπεζικοί οίκοι που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήταν ιταλικοί, όπως οι Μέδικοι της Φλωρεντίας, και τον επόμενο αιώνα οι γερμανικοί, όπως οι Φούγγερ στο Augsburg), «βέλη με υγρή φωτιά» (το υγρόν πυρ δεν εκσφενδονιζόταν με βέλη αλλά με σιφώνια, και το περίεργο είναι πως η χρήση του δεν αναφέρεται από καμία πηγή της εποχής στην πολιορκία. Μήπως το μυστικό της παρασκευής του είχε απολεσθεί;), οι υπερασπιστές της πόλης ήταν 7.500-8.000 και όχι 3.000, «ναυτικές στολές» και γενικότερα στολές δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί σε κανένα δυτικό στρατό και ούτε στο Βυζάντιο, η Καλλίπολη, ως πόλη και χερσόνησος, δεν βρίσκεται στην «απέναντι ακτή του Κερατίου», η «ζάχαρη» με τη σημερινή της μορφή δεν υπήρχε, η Κωνσταντινούπολη δεν εμπόδιζε τους Τούρκους να εισβάλουν στην Ευρώπη (τους είχε διευκολύνει σε τούτο ο Ιωάννης Καντακουζηνός στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1340, και είχαν ήδη υποτάξει τη Σερβία – Βουλγαρία). Η έκρηξη των «μπαρουτιών του Ιπποδρόμου» ως δολιοφθορά των συνωμοτών δεν αναφέρεται ιστορικά. «Ιερά Εξέταση» δεν υπήρχε ακόμα (δημιουργήθηκε στο τέλος του αιώνα, αρχές του 16ου), οι μουσουλμάνοι υπολογίζουν τις χρονολογίες όχι από τη γέννηση του Μωάμεθ αλλά από τη φυγή του από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν σκοτώθηκε από κάποιον φίλο του, όπως λέει στο βιβλίο ο Ιάκωβος Νοταράς στον Μωάμεθ, στο χριστιανικό Βυζάντιο δεν γίνονταν θηριομαχίες στον Ιππόδρομο και, από όσα γνωρίζω, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν πούλησε ποτέ συγχωροχάρτια.
Η εικόνα που έχει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης είναι θυσίας και ηρωισμού, κάτι αντίστοιχο με τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει πολεμώντας, όπως ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας. Αν δεχθούμε την άποψη της κ. Βιτάλη, τότε η πολιορκία θα έπρεπε να μας κάνει να ντρεπόμαστε. Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί Βυζαντινοί που δεν πολέμησαν όπως οι εκατοντάδες (ή και χιλιάδες) καλόγεροι που προτιμούσαν την ασφάλεια των μοναστηριών από τον κίνδυνο στα τείχη, ή οι ίδιοι οι αδερφοί του Κωνσταντίνου, δεσπότες του Μυστρά Θωμάς και Δημήτριος, που τον άφησαν αβοήθητο. κανένας όμως ιστορικός δεν αμφισβητεί τον επικό χαρακτήρα της πολιορκίας και τον ηρωισμό των πολιορκημένων (ανάμεσά τους και μοναχών, που μάλιστα υπερασπίσθηκαν με επιτυχία έναν από τους πύργους των τειχών). Αυτός ο επικός χαρακτήρας θα ήταν αδύνατος αν όλοι οι υπερασπιστές ήταν ηττοπαθείς και αν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν ήταν μέχρι το τέλος εμψυχωτής της άμυνας."
Από τον Νίκο Κ. Κυριαζή
(Αναπληρωτή καθηγητή του οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)
(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ τον Μάιο 2007)
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
"Η ανάγνωση του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα
Αγαπητέ κύριε Μπασκόζο,
Έχω ως αρχή μου, εδώ και είκοσι χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο της λογοτεχνίας, να μη σχολιάζω τις κριτικές που γράφονται για τα βιβλία μου. Θεωρώ ότι η κριτική είναι τις περισσότερες φορές υποκειμενική ώστε κάθε σχολιασμός θα απέβαινε μάταιος. Επιπροσθέτως η αρνητική κριτική διαθέτει μια δυναμική που μπορεί να βοηθήσει τον συγγραφέα να δει με άλλη ματιά την επιτυχία ή αποτυχία των προθέσεών του και να επεξεργαστεί τις δυνατότητές του, πράγμα που έχει συμβεί και σε μένα στο παρελθόν και είμαι ευγνώμων στον κριτικό που διέπραξε την… «αδικία». Φυσικά αναφέρομαι στο είδος της κριτική η οποία ασχολείται με τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Διότι οποιαδήποτε άλλη μορφή κριτικής ενός λογοτεχνικού κειμένου ξεφεύγει από τον στόχο της και μοιάζει να υπηρετεί άλλα. Πρόσφατα στο τεύχος 474 του περιοδικού σας δημοσιεύτηκε μια «κριτική» για το τελευταίο βιβλίο μου «Ιερή Παγίδα» που θεωρώ ότι ξεφεύγει από τη λογική της λογοτεχνικής κριτικής. Ο συντάκτης της Νίκος Κυριαζής, εξ όσων γνωρίζω καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και ο ίδιος συγγραφέας και γόνος συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων, αναφέρεται αποκλειστικά στα κατά τη γνώμη του «κακόηχα ονόματα» που χρησιμοποιούνται στο μυθιστόρημα, στα «ιστορικά λάθη», τα οποία πιστεύει ότι διέγνωσε, και στην διαφορετική οπτική θεώρηση της ιστορικής περιόδου με την οποία διαφωνεί, απαξιώνοντας το πόνημα και τη συγγραφέα του. Επειδή θεωρώ την «κριτική» του αδικαιολόγητα επικριτική που θίγει και απαξιώνει κυρίως την προσωπικότητά μου ως συγγραφέα έχω να παραθέσω τα παρακάτω.
1. Τι λόγο ύπαρξης έχει σήμερα ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Ο ίδιος δίνει την απάντηση ορίζοντας τον κανόνα (και συμφωνώ σ’ αυτό) ότι το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να προτείνει «μια νέα θεώρηση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται». Αυτόν τον κανόνα ο ίδιος τον αναιρεί παρακάτω υποστηρίζοντας την επικρατούσα ηρωική θεώρηση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης και τον επικό της χαρακτήρα, όπως μέχρι στιγμής παρουσιάζεται στα παλαιού τύπου ιστορικά μυθιστορήματα, στα χρονικά και στα σχολικά εγχειρίδια, απαξιώνοντας την διαφορετική οπτική της «Ιερής Παγίδας».
2. Κάνει κριτική στη χρήση των λαϊκότροπων ονομάτων που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο, όπως Κουρουλούκας (αντί Κυρ Λουκάς) και Γιουστουνιάς (αντί του Ιουστινιάνης), τα οποία ο ίδιος παρακάτω θεωρεί ότι μπορεί και να χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή, και πράγματι ήταν σε χρήση και αναφέρονται στο πόνημα του Κουτίβα περί Νοταράδων, μια από τις πηγές στις οποίες έχω ανατρέξει για τον σχεδιασμό των κυρίων χαρακτήρων του μυθιστορήματος.
3. Ήδη από τον τίτλο της βιβλιοκριτικής του ορίζει τον στόχο της: «Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια». Και κατά τη γνώμη του δεν υπάρχει ιστορική ακρίβεια στο βιβλίο μου. Και ο πλέον βιαστικός κριτικός πριν εξαπολύσει τους μύδρους του θα ανέτρεχε τουλάχιστον για τα επι μέρους σε κάποια εγκυκλοπαίδεια όπου θα διαπίστωνε ότι τα «γαλλικά σαπούνια» υπήρχαν από τον Θ’ αιώνα στη Γαλλία, ότι η ζάχαρη από το ζαχαροκάλαμο ήταν γνωστή από τον Ζ’ αιώνα (Ελευθερουδάκης), ότι η αφηγήτρια Ιουστίνη ήταν πραγματικό πρόσωπο, ότι ο ζωγράφος Μπελίνι που αναφέρεται στο βιβλίο δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος που μετά από χρόνια ζωγράφισε τον Μωάμεθ αλλά ο πατέρας του (Babinger), ότι η «Ιερά εξέταση» θεωρητικά δημιουργήθηκε αργότερα, αλλά ήδη είχε χρησιμοποιηθεί και από την Ορθόδοξη εκκλησία εις βάρος ενός μαθητή του Πλήθωνα, του Ιουβενάλιου (όπως αναφέρεται σε επιστολή του Γεννάδιου Σχολάριου), ότι δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο πως κάπνιζαν καπνό αλλά είναι γνωστό ότι «φτιάχνονταν» καπνίζοντας όπιο, για να αναφερθώ σε μερικά από τα «λάθη» που διέγνωσε ο βιβλιοκριτικός πάνω στα οποία στηριζόμενος κάνει την κριτική του. Σχετικά με τον αριθμό των πολεμιστών που έλαβαν μέρος στην πολιορκία οι μαρτυρίες (Σφραντζής, Κριτόβουλος, Δούκας,Ασίκ Ζαντέ) διίστανται ενώ για τις στολές και το υγρό πυρ χρησιμοποίησα ό,τι ταίριαζε στην αφήγησή μου χωρίς να αποκλείω μια διαφορετική πραγματικότητα.
Το ερώτημα λοιπόν που μένει είναι: Πώς διαβάζονται σήμερα τα μυθιστορήματα που έχουν σαν βάση τους ιστορικά γεγονότα;
Σαν εγχειρίδια ιστορίας ή σαν λογοτεχνικά κείμενα;
Ήδη ο Κούρτοβικ (Τα Νέα-Βιβλιοδρόμιο 5.1.2007) μίλησε για το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που θα μας απασχολήσει στο μέλλον, ο Ζήρας προβάλλει στην «ελευθερία κινήσεων» του συγγραφέα μέσα στο χώρο της ιστορίας (Αυγή 4.3.2007), ενώ ο Περαντωνάκης (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας 4.5.2007) αναφέρεται στο μεταμοντέρνο «αιρετικό» ιστορικό μυθιστόρημα.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία"
Λεία Βιτάλη
(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ του Ιουλίου 2007)
Sunday, October 14, 2007
ΤΟ ΝΕΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Σύντομα θα είμαι σε θέση (ελπίζω να δουλέψει το scanner) να δημοσιεύσω την κριτική αλλά και τις επιστολές για να μπορέσουμε να θέσουμε τους άξονες μιας συζήτησης και να πει ο καθένας τη γνώμη του.
Παράλληλα θα οργανώσω κι εγώ τις σκέψεις μου για να μπορέσω να εκφράσω με σύντομες αναφορές την εμπειρία μου από τη μεγάλη περιπέτεια της συγγραφής του -κατα μια έννοια- ιστορικού μυθυιστορήματος.
Με την ευκαιρία να ευχαριστήσω και από εδώ όλους τους φίλους που επικοινώνησαν μαζί μου και μου πρόσφεραν τη μεγάλη ή μικρή βοήθειά τους στο θέμα των ναρκωτικών.