Δέκα χρονών στη Σαλαμίνα. Διακοπές με τους γονείς μου και τους φίλους τους. Οι φίλοι τους είχαν παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από μένα. Κορίτσια και αγόρια. Τα αγόρια δεν μας έπαιζαν. Έκαναν τα δικά τους. Τα κορίτσια δεν έπαιζαν εμένα. Έκαναν κι αυτά τα δικά τους. Τρωγόμουνα. Έκλαιγα τα βράδια κρυφά. Έπαιζα μόνη μου με τα δέντρα. Τους έλεγα ότι υπήρχαν τεράστια μυρμήγκια. Γελούσαν αλλά δεν ήθελαν να δουν. Ένα πρωί ακούσαμε ότι εμφανίστηκε στη θάλασσα ένα σκυλόψαρο. Η παραλία άδειασε. Οι ψαράδες είχαν μαζέψει από νωρίς τα δίχτυα. Δεν σάλευε τίποτα όσο το μάτι μας έβλεπε στον ορίζοντα. Έβαλα το μαγιώ μου. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα. Και βούτηξα. Δεν ήξερα γιατί. Μια παρόρμηση ήταν. Ακόμα δεν το ξέρω με σιγουριά. Κολύμπησα βαθιά. Στα άπατα. Και τότε άκουσα πλάι μου την αναταραχή της θάλασσας. Δεν ήταν ανάγκη να γυρίσω να δω. Ήξερα. Και τότε άρχισα να κολυμπάω με όλη μου τη δύναμη προς τη στεριά. Δεν σκεφτόμουνα τίποτα παρά μόνο ότι έπρεπε να προλάβω να φτάσω πρώτη. Στα μισά μ' έφτασε ένα καΐκι. Με τράβηξαν. Οι άλλοι πέταξαν μέσα στη θάλασσα ένα δίχτυ. Βγήκαμε στη στεριά. Οι ψαράδες τράβηξαν το σκυλόψαρο έξω. Μαζεύτηκε κόσμος. Το κοιτάζαμε. Τα κορίτσια κοίταζαν εμένα αμίλητες. Πήγα να αλλάξω γιατί κρύωνα. Το βράδυ πήγα με τους γονείς μου σινεμά. Έφαγα παγωτό. Το πρωί φύγαμε. Δεν ξαναπήγαμε άλλο καλοκαίρι στη Σαλαμίνα.
Πού το θυμήθηκα τώρα; Ποιός άλλος αντέχει να θυμηθεί;
Saturday, July 01, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
15 comments:
Αφού έχεις Λεία μου, κολυμπήσει με σκυλόψαρο, μη φοβάσαι τίποτα...
pirgaris
΄Ετσι όπως το έγραψες αυτό που έγραψες μοιάζει τελείως διαφορετικό από αυτό που έγραψα εγώ. Αλλά είναι φυσικό. Σπάνια μπορούμε να μεταδώσουμε μια εμπειρία. Πάντα νομίζουμε ότι ο άλλος είναι όπως εμείς. Αλλά οι στιγμές, η διάθεση, η πραγματικότητα του άλλου διαφέρει. Μπράβο! Με έκανες και γέλασα. Μου απομυθοποίησες κάτι που το νόμιζα πολύ σημαντικό. Αλλά τελικά δεν ήταν.
Λεία μου
με τη σημερινή ζέστη δικαιολόγησέ με σε παρακαλώ. Ξέρω πολύ καλά τι ήθελες να πεις. Και το κείμενό σου το έδειξε. Και βέβαια ήταν σημαντικό να κολυμπήσεις εκεί ενώ ήξερες. Ηθελες να΄τολμήσεις κάτι μεγάλο, κάτι που δε θα τολμούσε κανείς. Ίσως ήθελες να σε αποδεχθούν.
Ναι πολλά μπορούμε να γράψουμε πάνω στο θέμα. Απλά ήθελα να βάλω μια νότα χιούμορ. Μη το παίρνεις στραβά.
Κάτι ακόμα. Και βέβαια ήταν σημαντικό αυτό. Πολύ σημαντικό. Δεν ήθελα να απομυθοποίησω τίποτα και ούτε η πρόθεσή μου ήταν τέτοια. Βλέπεις καμιά φορά στο διαδύκτιο μπορεί να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις από το τίποτα.
Συνέχισε λοιπόν να θεωρείς σπουδαία αυτή την εμπειρία γιατί πραγματικά ήταν.
Είχα πατήσει τα πέντε κι έτρεχα ολοταχώς για τα έξι. Οι γονείς μου είχαν έρθει από Γερμανία. Η πρώτη άδεια που πήραν μετά από τέσσερα χρόνια. Οι δυο αδερφές μου ήταν σχολείο, εγώ στο νηπιαγωγείο. Ο μπαμπάς βιαζόταν να δει τον γιό του. Ρώτησε τον παππού τί φορούσα για να με γνωρίσει. «Ο πρώτος που θα φτάσει στη πλατεία τρέχοντας και θα στρίψει τρέχοντας πάλι για την αγορά. Όλα τ’ άλλα παιδιά περπατάν κανονικά».
Περίμενε στο σιντριβάνι της πλατείας. Το νηπιαγωγείο σχόλασε κι εγώ άρχισα να τρέχω για το σπίτι, για τον παππού. Κι εκεί στο σιντριβάνι με σταμάτησε.
«Πως σε λέν’ εσένα;»
«…»
«Πως σε λένε;»
«Μάκη».
«Εγώ Μάκη, είμαι ο μπαμπάς σου».
«Δεν σε ξέρω!».
Του ξέφυγα κι άρχισα να τρέχω πάλι, για τον παππού.
Ο μπαμπάς μου καθόταν κι έκλαιγε δίπλα στο σιντριβάνι -αυτό το έμαθα πολλά χρόνια αργότερα.
Στο σπίτι η μάνα μου πήγε να με ταΐσει. Δεν ήθελα. Δεν το δεχόμουν με τίποτα αυτό. Κλάμα κι η μάνα μου. Μόνο η μεγάλη μου η αδερφή μπορούσε να με ταΐζει. Αυτή φώναζα, μαμά.
Εκείνο το καλοκαίρι οι γονείς μου ετοίμασαν άρον-άρον τα χαρτιά και μας πήραν μαζί τους στη Γερμανία. Σιγά-σιγά και με μεγάλη δυσκολία ξαναγίναμε τελικά οικογένεια.
Έτσι έρχονται Λεία μου οι αναμνήσεις, ξαφνικά! Ποιός αντέχει;
Όλοι μας νομίζω, αλλά είναι θέμα στιγμής. Το κοριτσάκι εκείνο ξεχώριζε και ξεχωρίζει! Αυτό κρατάω! Να είσαι καλά και να θυμάσαι συχνά το παρελθόν. Ο δάσκαλός μου μου είπε ότι όποιος θυμάται το παρελθόν, πάει πολύ μπροστά στο μέλλον!
Καλό σου βράδυ και καλές εμπνεύσεις!
pirgaris
Συγνώμη αν θεωρήθηκα παρεξηγημένη. Κάθε άλλο. Πραγματικά απομυθοποιήθηκε το συμβάν. Μοιάζει τελικά σαν αυτό που γράφεις. Ενώ στο δικό μου το μυαλό τόσα χρόνια είχε άλλες διαστάσεις. Πίστευα πως το κοριτσάκι είχε πάει να συναντήσει το σκυλόψαρο για να μη ξαναγυρίσει πίσω ποτέ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αλλά φοβήθηκε και γύρισε. Να είσαι καλά. Και να μου γράψεις μια δική σου ανάμνηση.
simon says
Χάρηκα που διάβασα την ανάμνησή σου. Τελικά δεν είναι εύκολο να εξωτερικευόμαστε. Είμαστε κλεισμένοι ο καθένας στο καβούκι του και φοβόμαστε ακόμη και το χέρι που απλώνεται για να μας αγγίξει. Αλλά ο συγγραφέας νομίζω ξεκινάει από αυτό. Να βγάζει προς τα έξω τον βαθύτερο εαυτό του έστω κι αν το θέμα του είναι... αστυνομικής πλοκής. Πάντα πίσω απ' τις γραμμές υπάρχει εκείνος. Γράφε.
elpida
Σ' ευχαριστώ καλή μου για τα θαυμάσια λόγια σου. Περιμένω και από σένα μια ανάμνηση. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να... βουτήξεις!
Λοιπόν θα σου πω και γω μια ανάμνηση.
Στο δημοτικό δεν ήμουν από τους δημοφιλέστερους, ούτε από τους πιο δυνατούς, ούτε ο καλύτερος μαθητής, ούτε ο πιο όμορφος. Δεν είχα τα πρωτεία πουθενά. Περιφρονημένος απ' όλους. Ώσπου κάποτε πέρασε από τα μέρη μας ένα τσίρκο. Κυριολεκτικά συγκλονίστηκα. Για πολύ καιρό, δεν ήθελα να γίνω τίποτε άλλο στη ζωή μου παρά ακροβάτης.
Έκανα πολύ καιρό προπόνηση μονάχος στην αρχή στο κρεβάτι μου και με τη βοήθεια του τοίχου. Ώσπου έμαθα να στηρίζομαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά. Μετά έμαθα να στηρίζομαι ανάποδα έτσι πάνω σε μία καρέκλα. Και μετά σε τρεις καρέκλες την μία πάνω στην άλλη. Και μετά σε τρεις καρέκλες που η πρώτη στήριζε τα πόδια της πάνω σε 4 όρθια μπουκάλια μπύρας.
Όλα αυτά τα έμαθα κρυφά. Κάποια μέρα λοιπόν, στο διάλλειμα έφερα τη συζήτηση προς τα κει σε μερικούς φίλους και τους ειπα οτι μπορώ να σταθώ ανάποδα πάνω σε τρεις καρέκλες που στηρίζονται σε 4 μπουκάλια μπύρας.Οι άλλοι γέλασαν.
Ώσπου το έκανα.
Μέσα σε λίγη ώρα είχε μαζευτεί γύρω μου όλο το σχολείο και με έβλεπε να το κάνω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου,ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων.
Ως ακροβάτης!!!
(Προσπάθησα να το κάνω τελευταία, αλλά κόντεψα να σπάσω το σβέρκο μου)
Η Κρι-τσο-δήμου.
Ήταν ένα αξιοθρήνητο πλάσμα με κατσαρά μαύρα μαλλιά σαν αραπίνας και πράσινα διαβολίσια μάτια. Φτωχό, πάμπτωχο με πληγιασμένα καλάμια, κοκαλιάρικο κορμί, πεταχτά δόντια και κυνηγημένο βλέμμα. Από τα μαρτύρια που του κάναμε. Κρατούσε πάντα την σπονδυλική του στήλη ορθωμένη και τα νύχια του έξω σαν αγριόγατο, έτοιμο να αμυνθεί στα πειράγματά μας, τα καψόνια μας και τα πετροβολήματά μας. Μάλιστα, την πετροβολούσαμε. Πετροβολούσαμε την μιζέρια και την φτώχεια. Την δυστυχία που μας απειλούσε και μας φόβιζε. Πού ξέρεις κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά και να καταντούσαμε κι εμείς σαν εκείνη!
Ποτέ της δεν είχε ποδιά, ερχόταν στο σχολείο με κάτι ρούχα που κρέμονταν πάνω της, γκρι, καφέ, πάντα σκούρα, μας θύμιζαν κουρέλια. Ούτε τσάντα είχε ούτε τίποτα. Ένα ξεχειλωμένο ζεμπίλι κρεμόταν από το χέρι της. Όταν είχε μολύβι, συνήθως φαγωμένο, μισό, χωρίς μύτη, χανόταν ανάμεσα στα βρομοδάκτυλά της με τα μαύρα νύχια και μ΄αυτό έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα σε λεκιασμένα τετράδια με το αριστερό. Σκούπιζε τη μύτη της με την ανάποδη του χεριού της και ύστερα το χέρι της πάνω της. Την σιχαινόμασταν. Καμιά μας δεν την ήθελε στο « μέλισσα - μέλισσα ». Εξ άλλου δεν ζητούσε πια να παίξει μαζί μας, στεκόταν σε μια άκρη και μας έβγαζε την γλώσσα. Πολλά παιδιά λέγανε ότι δεν είχε μητέρα αλλά μητριά που θα την έστελνε σύντομα σε πλουσιόσπιτα και ότι θα σταματούσε όπου νάναι από το σχολείο. Δεν θέλαμε να συμβεί αυτό γιατί τότε δεν θα είχαμε κανέναν να ξεσπάμε την κακία μας. Την είχαμε για να δοκιμάζουμε τα νεύρα της αλλά και τις αντοχές μας.
Μετά το σχολείο μας άρχιζε μια κατηφόρα. Περιμέναμε να βγει η Κριτσοδήμου - το μικρό της δεν το λέγαμε, την φωνάζαμε πάντα Κρι-τσο-δήμου κάτι που έμοιαζε με το κριτς-κριτς στην κόλαση, όταν σε πετάξουν σε καυτό λάδι. Περιμέναμε να βγει η φρίκη δηλαδή, να την κρύψει λίγο ο κατήφορος και τότε εμείς ξετρυπώναμε από την κρυψώνα μας και αρχίζαμε: μυξιάρα, σιχαμένη, ποντικομούρα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σχολείο μας. Και να, χαλίκια, Να, πέτρες! Μερικές, οι πιο τολμηρές την έπαιρναν στο κυνήγι κρατώντας ένα ξύλο ή μια βίτσα που κόβανε από τα δέντρα.
Μα η Κριτσοδήμου δεν μας φοβόταν, γιατί είχε μάθει πια τι θρασύδειλα πλάσματα ήμασταν. Μόλις μας έβλεπε, το μάτι της αγρίευε και πέρναγε στην αντεπίθεση, μάζευε όλο της το κουράγιο και ορμούσε στο κατόπι μας κ εμείς τότε, άτακτο λεφούσι σκορπούσαμε στους τέσσερις ανέμους, τσιρίζοντας γεμάτοι φρίκη για την εικόνα που παρουσίαζε αλλά και γεμάτοι κρυφό θαυμασμό και απορία γιατί μας είχανε μάθει ότι τα αξιοθρήνητα πλάσματα έπρεπε να υπομένουν την μοίρα τους, να κλαίνε, να μαζεύονται στη γωνιά τους, να ζητούν έλεος.
Η Κριτσοδήμου μας διέψευδε, γιατί δεν μας έδινε ποτέ αυτή την ικανοποίηση. Και όσο αυτή δεν μας την έδινε, τόσο εμείς λυσσάγαμε.
pirgaris
Έχουν κάτι μεγαλειώδες οι παιδικές μας αναμνήσεις που μιάζει ωστόσο να ξεθυμαίνει μεγαλώνοντας. Ωστόσο μας έχουν διαμορφώσει. Θεωρώ πολύ σημαντικό να τις συζητάμε και χάρηγκα που την εμπιστεύτηκες εδώ.
dianathens
Ύστερα μας λένε για "παιδική αθωότητα"! Ποιός είναι τόσο... αθώος και το πιστεύει αυτό; Υπάρχει ένα βιβλίο με τον τίτλο "Το εγωιστικό γονίδιο" Δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία. Είναι ψυχο-βιολογική ανάλυση που εξηγεί τη δύναμη του ενστίκτου της επιβίωσης και το γεγονός ότι είμαστε εγωιστές, δηλαδή το πρωταρχικό μέλημα είναι ο εαυτός μας. Διαφορετικά δεν θα επιβιώναμε. Ίσως εκεί να βρίσκεται η απάντηση για όλη αυτή τη βία που εκφράζεται με κάθε τρόπο.
Κυρία Βιτάλη, προβληματίστηκα αν θα έπρεπε να εκθέσω αυτή μου την "ανάμνηση" δημόσια, γιατί τρόπω τινά μας εκθέτει όλους μας, όσον αφορά στη βία που "εκφράζεται" γύρω μας, όπως είπατε. Ωστόσο η βια δεν "εκφράζεται" από μόνη της γύρω μας, εμείς "εκφράζουμε" βια στους γύρω μας. Πιστεύω ότι όλοι μας σαν παιδιά, υπήρξαμε περισσότερο ή λιγότερο μικροί τύραννοι είτε προς άλλα παιδιά είτε προς μικρά ζωάκια, ίσως για να επιβεβαιώσουμε το ένστικτο της επιβίωσης, όπως υποστηρίζει το βιβλίο που αναφέρετε. Μάλλον είναι σωστό αυτό, μιας και πρόσφατα ψυχίατρος στην τηλεόραση υποστήριζε ακριβώς την ίδια θέση. Οτι δηλαδή τα ένστικτα είναι τόσο δυνατά που αν δεν επέμβει ο πολιτισμός ώστε να λειανθούν ο άνθρωπος καταλήγει θηρίο.
Ξέρω ότι διαβάζοντας αυτή την ιστοριούλα, σε όλους ήλθε στο νου η ιστορία του μικρού Αλεξ που έχει συγκλονίσει όλους μας.
Εκείνο ωστόσο που με απασχόλησε συγκρίνοντας τις δυο ιστορίες είναι ότι αυτή που παρέθεσα είναι κατά κάποιο τρόπο το "αρνητικό" της άλλης.
Διότι στη περίπτωση της μικρής Κριτσοδήμου κυνηγούσαμε τον αδύναμο, τον κατώτερο, τον φτωχότερο, τον κοινώς παραδεκτό ως περιφρονητέο, σύμφωνα με τα πρότυπα εκείνης της εποχής.
Στη περίπτωση του μικρού Αλεξ, τα σημερινά παιδιά, κυνηγούσαν τον καλύτερο, τον ικανότερο, τον κοινώς παραδεκτό ως αξιόλογο, σύμφωνα με τα πρότυπα της σημερινής εποχής.
Αναρωτιέμαι αν η αντιστροφή αυτή, οφείλεται στο ξέφρενο ανταγωνιστικό κλίμα που κυριαρχεί στην κοινωνία μας με πρώτο φυτώριο τα σχολεία - την εκπαίδευση- δηλαδή ακριβώς τον τομέα όπου υποτίθεται ότι πρέπει να συντελεστεί το κατευναστικό έργο εναντίων των ενστίκτων μέσω του εκ-πολιτισμού.
Και τελικώς ο φόβος που αναφέρω στην ιστορία μου ως ρίζα της απαράδεκτης συμπεριφοράς μας, το ότι δηλαδή φοβόμαστε ότι " κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά και να καταντούσαμε κι εμείς σαν εκείνη", δεν είναι παρά η άλλη όψη του «σε καταδιώκω επειδή δεν είμαι τόσο καλός όσο εσύ και φοβάμαι ότι κάποτε θα με εξουσιάσεις».
Πάλι το ένστικτο της επιβίωσης επομένως.
Η διαφορά μεταξύ το τότε και του σήμερα είναι ότι τότε ανάμεσα σε τέτοιου τύπου εκδηλώσεις "κοινωνικής" βιας - όπου πιστεύω ότι ανήκουν και οι δυο περιπτώσεις- και εμάς τα παιδιά, υπήρχε η διορθωτική μεσολάβηση των γονιών μας που είχαν παρά την μικρότερη μόρφωση και ενημέρωση, το ΧΡΟΝΟ και τη ΔΙΑΘΕΣΗ να ασχοληθούν μαζί μας. Ήταν και άλλοι παράγοντες βέβαια που βοηθούσαν: τα αναγνώσματά μας, κάτι κατηχητικά που μας φόβιζαν με την επικείμενη σπάθα της τιμωρίας και βέβαια το παιγνίδι, η γειτονιά όπου έβρισκαν διέξοδο κάθε είδους τιθασευμένα μας ένστικτα.
Μήπως θα πρέπει και οι γονείς αλλά και η Πολιτεία να σκύψουν επειγόντως πάνω από το πρόβλημα του «ανταγωνισμού» και να πάψουν να «επιβραβεύουν» τόσο «μεγαλόφωνα» , τον «καλύτερο»; Δεν βλέπουν ότι στη περίπτωση του μικρού Αλεξ το θύμα είναι η καλύτερη έκφανση του «αρίστου» στο πρόσωπο του οποίου οι « αποτυχημένοι» παίρνουν εκδίκηση για όλους εκείνους τους «τσαμπουκάδες άριστους» που τους αποκλείουν από την παλαίστρα;
dianathens
Κάνατε πολύ καλά φίλη μου καλή που γράψατε αυτή την ιστορία και συμφωνώ απόλυτα με όσα λέτε. Τότε χτυπούσαμε τον "αδύνατο" τώρα χτυπάμε τον καλύτερό μας. Και τα δυο ωστόσο μοιάζει να συγκλίνουν στο εξής ένα: Χτυπάμε τον διαφορετικό. Και φυσικά έχετε απόλυτο δίκιο όταν λέτε ότι φοβόμαστε. Στην μια περίπτωση μη μας ξεπεράσει και μείνουμε πίσω, στην άλλη περίπτωση ίσως μήπως μας εκδικηθεί. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις αφηνόμαστε να εκφράσουμε τη βία που έχουμε μέσα μας. Σε μια συνέντευξη που είχα δώσει παλιότερα στην "Αυγή" είχα θυμάμαι πει ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει... δολοφόνοι! Τι κουβέντες τώρα είναι αυτές μεσημεριάτικα αντί να λιαζόμαστε στις παραλίες!
Post a Comment