Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Tuesday, November 21, 2006

Η αναμονή

Τι είναι η αναμονή;

Όταν περιμένεις κάτι να έρθει που νομίζεις ότι το ξέρεις και συγχρόνως επίσης ξέρεις ότι σίγουρα θα έρθει. Αλλά για κάποιο λόγο αργεί. Και σε τυραννά!

Η αναμονή είναι προσδοκία!

Είναι εγκαρτέρηση!

Είναι τρόχισμα της ψυχραιμίας και της υπομονής.

Καυτή αδρεναλίνη που χύνεται αργά στο αίμα…

Η εγκυμοσύνη είναι αναμονή; Κατηγορηματικά όχι.

Η εγκυμοσύνη είναι τροφοδότηση αυτού που πρόκειται να δημιουργηθεί. Η εγκυμοσύνη είναι οργασμός που κορυφώνεται με ανακουφιστικό πόνο καθώς εκτοξεύεται το δημιούργημα στο φως.

Η αναμονή αρχίζει μετά. Λίγο μετά. Όταν το δημιούργημα έχει τελεστεί, έχει γεννηθεί, έχει φύγει από τα σπλάχνα του δημιουργού και βρίσκεται εκεί. Στο «άλλο δωμάτιο».

Και ετοιμάζεται. Και περιτυλίγεται. Και αφήνεται στα χέρια εκείνων που φροντίζουν τη σωστή του υποδοχή από την αληθινή ζωή.

Ο άλλος, ο «γονιός», αναμένει. Να αντικρίσει το δημιούργημά του. Να το εναγκαλιστει. Να μυρίσει το χάρτινο δέρμα του. Να αντικρίσει το μελανένιο αίμα του, που κάνει τη κρυφή ζωή του να αναβλύζει στα μάτια των τρίτων. Εκείνων που θα το αγγίξουν με αγάπη.

Ο «γονιός» αναμένει να γευτεί την πρώτη εντύπωση που δίνει το «μωρό» του. Ίσως το αγαπήσει ακόμη περισσότερο και ίσως αρχίσει να αδημονεί για τη στιγμή που θα ξανακάνει το ίδιο «λάθος». (Αν δεν έχει κιόλας αρχίσει να το κάνει μη αντέχοντας τη στέρηση). Ή μπορεί ακόμη να ορκιστεί ότι θα απέχει από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στο μέλλον.

Κι όλη αυτή η δοκιμασία-διαδικασία δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Είναι η δεύτερη. Είναι η τρίτη. Είναι η τέταρτη. Είναι η πολλοστή. Αλλά η αναμονή είναι η ίδια. Γεμάτη σασπένς. Ένα θρίλερ που επαναλαμβάνεται με άλλο κάθε φορά «μωρό». Και κάθε φορά είναι σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά.

Και κάθε φορά η αναμονή –που είναι προσδοκία και εγκαρτέρηση- σε διαλύει. Σε απίστευτα μικρά κομμάτια που στροβιλίζονται και χτυπιούνται τρελαμένα στους ασφυκτικά εφαπτόμενους τοίχους.

Σαν να είναι η πρώτη φορά, φίλε.

Σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά…

Friday, November 17, 2006

17 Νοέμβρη 1973

«…Ήταν σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, σχεδόν δύο επί δύο, γεμάτο με διάφορα εργαλεία περίεργου σχήματος. Όλοι εκεί μέσα, στο υπόγειο της Ιουλιανού, κρατούσαν ακόμη και την ανάσα τους…

Ο Στάθης ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μας σκηνές γεμάτες βρισιές, απειλές, αίμα, σπέρμα και τρέλα. Ανατρίχιαζα. Σχεδόν τις έβλεπα να εκτυλίσσονται μπροστά μου σαν θρίλερ. Αισθανόμουν σαν να ‘ταν τα δικά μου δάχτυλα που έχαναν τα νύχια τους, το κρανίο το δικό μου να συνθλίβεται, το αίμα μου καυτό ν’ ανοίγει αυλάκια στις σάρκες μου και το βιασμό να εκτινάσσεται πάνω στο δικό μου πρόσωπο, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσαν τα γέλια τους για τη μάνα μoυ την πουτάνα που ξεσκίζεται μ’ όλα τα αρσενικά της περιοχής…

Στο θολωμένο του μυαλό μια έμμονη ιδέα πήγαινε κι ερχόταν: Θα πεθάνω! Όμως το ήξερε, νεκρός θα τους ήταν άχρηστος. Ένα ελάχιστο φως στον εγκέφαλό του έσβησε κι ολόκληρη η ύπαρξή του αποσύρθηκε όσο εκείνοι χτυπούσαν με τον ήχο της μοτοσικλέτας στη διαπασών…»

(Απόσπασμα από την "Τρομοκρατία της Μνήμης" που γράφτηκε 20 χρόνια μετά).

ETΣΙ ΣΑΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Thursday, November 16, 2006

Απάντηση υπουργείου

Υπήρξε απάντηση από το Υπουργείο. Στο κείμενο αναφέρονται τα κακά οικονομικά που παρέλαβαν όταν ανέλαβαν το υπουργείο. Η σημερινή υπόσχεση -για να μη σας κουράζω- συνοψίζεται στο εξής:

«…Το Υπ. Παιδείας, τόσο με το αίτημά του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την αύξηση της ετήσιας επιχορήγησης του Οργανισμού, όσο και με την πρότασή του για σταθερή χρηματοδότηση του Οργανισμού με τα απαιτούμενα κονδύλια για το έτος 2006, δείχνει το ιδαίτερο ενδιαφέρον της Πολιτείας για τη συνέχιση του έργου του Οργανισμού. Οπωσδήποτε όμως απαιτούνται να γίνουν πολλές ενέργειες ακόμη για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Οργανισμού…»

Κρίνετε!

Wednesday, November 15, 2006

Λουκέτο στις παιδικές βιβλιοθήκες!

Ίσως το γνωρίζετε ίσως όχι. Και μένα με ενημέρωσε ο Μάνος Κοντολέων. Θεωρώ σημαντικό το γεγονός και γι' αυτό το αναφέρω. Νομίζω όλοι γνωρίζουμε ότι όταν κλείνουν οι όποιες εστίες πολιτισμού, δίνεται η "ευκαιρία" σε άλλες εστίες να καταβροχθίσουν τις παιδικές ορμητικές αναζητήσεις. Είναι μια καταγγελία.


"Την αναστολή της λειτουργίας του Οργανισμού Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων, ανακοίνωσε τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου η πρόεδρός του Αιμιλία Γερουλάνου.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι μπαίνει «λουκέτο» σε 28 παιδικές βιβλιοθήκες, σε όλη τη χώρα, παρά συνηθισμένες δημόσιες δηλώσεις επισήμων για τη σπουδαιότητα του βιβλίου στην ανατροφή των παιδιών.

Σύμφωνα με την κ. Γερουλάνου, ο Οργανισμός αδυνατεί να καταβάλει τα δεδουλευμένα των υπαλλήλων του και τα κοινόχρηστα των τελευταίων πέντε μηνών, καθώς τους τελευταίους μήνες δεν έχει λάβει κρατική ενίσχυση.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας καθυστερεί να διορίσει τέσσερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα αίτησης για την ετήσια επιχορήγηση.

Όσο για τα χρέη προς το ΙΚΑ, ο οργανισμός ζήτησε ευνοϊκή μεταχείριση («διακανονισμό που γίνεται σε ποδοσφαιρικές ομάδες και τεχνικές εταιρείες»), αλλά το αίτημα δεν έγινε δεκτό.

Σύμφωνα με το Βήμα, ο Oργανισμός έχει αναζητήσει υποστηρικτές και στον ιδιωτικό τομέα και ήδη έχουν βρεθεί έξι χορηγοί που υιοθέτησαν ισάριθμες βιβλιοθήκες. Ωστόσο, χωρίς τη στήριξη του υπουργείου Παιδείας δεν μπορούν να επαναλειτουργήσουν οι βιβλιοθήκες που έκλεισαν.

Ο Oργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών ιδρύθηκε το 1979 και από τα τελευταία στοιχεία προκύπτει πως κατά μέσον όρο 2.400 παιδιά την ημέρα ζητούσαν να εξυπηρετηθούν από αυτόν, και μάλιστα σε περιοχές όπου η πρόσβαση στο βιβλίο δεν είναι αυτονόητη (Κύθηρα, Σέρρες, Ηλεία, Καρδίτσα).

«Είναι κρίμα που αναστέλλουμε τη λειτουργία μας όταν τα λειτουργικά έξοδα για τις 28 βιβλιοθήκες δεν ξεπερνούν τις 700.000 ευρώ» επισήμανε η κ. Γερουλάνου."

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω αγαπητή κυρία;

Tuesday, November 14, 2006

Τα "σοβαρά" σχόλια!

Θα ήθελα να θίξω ένα θέμα για τη φύση των σχολίων. Είναι ένα θέμα που με απασχόλησε πρόσφατα στα ποστς. Κάποιοι καλοί φίλοι, που σχολιάζουν σπάνια, μου στέλνουν μέιλς λέγοντας πως διαβάζουν τα ποστς αλλά δεν έχουν τι να πουν και δεν σχολιάζουν. Θεωρούν ότι η συγγραφή του μυθιστορήματος που κάνω στο μπλογκ είναι μια τελική εργασία που δεν επιδέχεται σχολιασμό. Και προτιμούν να διαβάζουν και να σιωπούν. Πάντα το ίδιο δίλημμα: To comment or not to comment! Η so far τόλμησε να σχολιάσει και να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, όπως παλιότερα έκανε και ο simon ή και κάποιοι άλλοι φίλοι μπλόγκερς. Σε ένα μυθιστόρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη κάθε σχόλιο είναι καλοδεχούμενο. Μπορεί να συμβάλει, να διαφοροποιήσει, ακόμη και να ανατρέψει δεδομένα. Γιατί όχι; Και νομίζω ότι έχω δηλώσει πως είμαι ανοιχτή σε όλα αυτά τα "τρελά" και τα καινούρια. Τα αποζητώ κιόλας. Δείχνω υπερβολικά "σοβαρή", μου παραπονέθηκε κάποιος φίλος! Θεέ μου, πώς μπορεί να έχει γίνει τέτοιο σοβαρό λάθος; Τι κοντεύω να πάθω! (Γέλια) Νομίζω ότι θεωρώ τον εαυτό μου τουλάχιστον θιγμένο όταν κάποιος με αποκαλεί "σοβαρή". Δηλαδή τι σοβαρή; "Απρόσιτη"; Δηλαδή "κλειστή"; Δηλαδή τι ακριβώς σημαίνει αυτό το "σοβαρή"; Για να συνέλθουμε λιγάκι. Ποιός σοβαρός άνθρωπος κάνει τέτοια πράγματα στα φανερά; Μα σοβαρά είστε σοβαροί όταν με λέτε σοβαρή; Για να σοβαρευτούμε! Τα φαινόμενα, λέει, απατούν. Μπρρρρ. Κόντεψα να μην αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Κάθε σχόλιο δεκτό. Ακόμη και τα σοβαρά...

Sunday, November 12, 2006

Rewrite του προηγούμενου κειμένου

(Ξαναδημοσιεύω το κείμενο του προηγούμενου ποστ προσθέτοντας μια ιδέα της so far. Και της το αφιερώνω)


Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κάθε τόσο έσκυβε το κεφάλι προς το δρόμο μπροστά του και έλεγε έναν αριθμό. Δύο. Ύστερα τρία. Μετά τέσσερα. Μετρούσε με λαχτάρα αυτοκίνητα. Όχι όλα. Μόνο τα κόκκινα. Πάντα το έκανε αυτό. Και είχε με τον καιρό διαπιστώσει ότι τα κόκκινα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα από τα λευκά ή τα γκρίζα ή τα άλλα χρώματα. Ο κόσμος έμοιαζε να μην αγαπά το κόκκινο χρώμα αλλά εκείνου ήταν το καλύτερό του. Και πάντα όταν ονειρευόταν ένα δικό του αυτοκίνητο το ονειρευόταν κόκκινο. Κατακόκκινο! Τώρα μέτρησε πέντε. Να κι ένα ακόμη έξι. Κρατούσε στο ένα του χέρι πάντα το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά -καθώς προσπαθούσε μη χάσει κανένα κόκκινο αυτοκίνητο- μέσα στην τσέπη του τριμμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε, απασχολημένος καθώς ήταν με τα αυτοκίνητα, και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού άφηνε το μέτρημα και γυρνούσε το κεφάλι του προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία την ταμία του τρίτου ταμείου. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.

Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.

Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Κι άρχισε πάλι να μετρά τα κόκκινα αυτοκίνητα. Είχε φτάσει τα εννιά όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά της ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα αυτοκίνητο- «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Ήταν ένα κόκκινο φορτηγό», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής. «Καλύτερα να τους πάταγε», συνέχισανη φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.

Wednesday, November 08, 2006

"Ο ανήλικος" (3)

(Συνεχίζω πάντα στο πρώτο κεφάλαιο. Φυσικά ακόμη είναι η πρώτη γραφή και πιθανώς αρκετά να αλλάξουν αλλά αυτή μάλλον θα είναι η βασική μορφή της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Σκέφτηκα ότι ο Βασίλης θα έχει μια ιδιαιτερότητα. Θα μπορεί με πολύ μεγάλη ευκολία να κάνει λογαριασμούς με το μυαλό του. Αυτό θα τον ακολουθεί παντού. Και όλα τα συμβάντα στη ζωή του θα τα σκέφτεται με λογαριασμούς. Νομίζω ότι αυτό του προσθέτει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό και μια επιδεξιότητα που θα του βγει σε καλό τελικά στη ζωή του. Ο καθένας έχει ένα χάρισμα. Παρακάτω δημοσιεύω τη συνέχεια του μυθιστορήματος από την προηγούμενη φορά).


Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κρατούσε στο ένα του χέρι το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά μέσα στην τσέπη του τριμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού γυρνούσε το κεφάλι του και προσπαθούσε να διακρίνει την ταμία του τρίτου ταμείου από τη τζαμαρία. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.

Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.

Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά ρης ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα φορτηγό, «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Καλύτερα να τους πάταγε», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.

Monday, November 06, 2006

Αξίζει τον κόπο;

"Προτιμώ την τέχνη που με ξεβολεύει, αυτήν που ανατρέπει ό,τι θεωρώ δεδομένο".
Λούσιαν Φρόυντ
(ο ζωγράφος που αγαπώ και που δεν διστάζει να απογυμνώσει στα έργα του το ανθρώπινο κορμί από ό,τι θεωρείται "ανθρώπινο").

-Πόση δύναμη χρειάζεται άραγε να διαθέτεις σαν καλλιτέχνης για να μπορέσεις να πετύχεις αυτό το "ξεβόλεμα"! Θα έλεγα ότι αγγίζει τα όρια της ύβρης. Ακόμη και σαν θεατής ή αναγνώστης θέλει να έχεις τα κότσια να το αποδεχτείς. Ποιός αντέχει να είναι τόσο γενναίος για να πετάξει από την ασφάλεια μιας αγκαλιάς που γνωρίζει; Να μείνει γυμνός, νηστικός και να κρυώνει μόνος στο χάος; Αυτό είναι καλλιτέχνης; Ναι; Και στ' αλήθεια αξίζει τον κόπο;
Βέβαια ο Φρόυντ βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Εκεί που δεν χρειάζεται να μείνεις μόνος, γυμνός και νηστικός. Εκεί που ό,τι κι αν κάνεις δεν μπορεί παρά να γίνεις αποδεκτός καθώς σέρνεις πίσω σου την ασφάλεια από ένα "βαρύ" όνομα. Που μπορεί να σε πιέζει ψυχολογικά αλλά είναι και διαβατήριο για το ταξίδι. Κι αν στ' αλήθεια είσαι "γεννημένος" καλλιτέχνης ταξιδεύεις με το κεφάλι ψηλά. Οι άλλοι, οι ανώνυμοι, χρειάζεται να παλεύουν χρόνια κολυμπώντας στον πολτό. Από τους Έλληνες ζωγράφους την ίδια αδρή, στυβαρή πινελιά με την ίδια προτίμηση στο ανθρώπινο κορμί είχε ο Δημήτρης Μπισκίνης. Τον ξέρει κανείς;
Ό,τι ισχύει για τους καλλιτέχνες το ίδιο θαρρώ ισχύει και για τους συγγραφείς. Ή κάνω λάθος;

Wednesday, November 01, 2006

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (περίγραμμα)

Η Εκδίκηση είναι η Δικαιοσύνη της Δυστυχίας;;; (!)

Ψάχνω την απάντηση στα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
1. ΜΥΡΙΑΝΘΙΝΑ η μητέρα, γύρω στα 30-35, όμορφη γυναίκα με πράσινα λαμπερά μάτια. Κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι ως αποτέλεσμα παλιάς κακοποίησης.
2. ΓΙΩΡΓΗΣ ο πατέρας, γύρω στα 40-45, με αναπνευστικά προβλήματα, καπνίζει ασταμάτητα ό,τι βρει.
3. ΑΝΕΣΤΗΣ ο δικηγόρος, εντεταλμένος από την πολιτεία, απίστευτα κοντός και φαλακρός με δυσανάλογο μουστάκι.
4. ΜΕΡΟΠΗ η κοινωνική λειτουργός, γύρω στα 40, ιδρυματικό παιδί, ανύπαντρη, εργάζεται και στα καπή, έχει υποστεί κακοποίηση.
5. ΒΑΣΙΛΗΣ 10 ετών, πανέμορφος, βήχει από άσθμα, καπνίζει.
6. ΡΟΔΟΥΛΑ 5 ετών, αδελφή του, πολύ αδύνατη.
7. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο μεγάλος αδελφός 15 ετών πάνω κάτω, το μισό του πρόσωπο καμμένο, μικροντήλερ.
8. ΛΕΦΤΕΡΗΣ ο μεσαίος αδελφός, γύρω στα 12, δουλεύει στην αγορά.
9. ΝΙΚΟΣ ο μικρότερος αδελφός, 7 ετών, φοβάται πολύ.
10. ΧΡΥΣΑΥΓΗ η ηλικιωμένη γυναίκα 80 ετών, το θύμα.
11. ΕΥΑΓΟΡΑΣ ο αδελφός της, γύρω στα 70.
12. ΓΙΟΝΑ νεαρή αλβανίδα, γύρω στα 16, επτά χρόνια στην Ελλάδα, ταμίας στο σούπερ μάρκετ.

Αυτή είναι μια πρώτη περιγραφή τους. Θα υπάρξει μεγαλύτερη ανάλυση των χαρακτήρων αργότερα. Όλοι λίγο ως πολύ είναι μπλεγμένοι στην υπόθεση. Δεν αναφέρω αστυνομικούς και λοιπούς "περαστικούς" διότι δεν έχουν σημασία στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης ιστορίας. Εκείνοι που έχουν υπευθυνότητα δεν είναι φανεροί. Είναι διάχυτοι ανάμεσα σε όλους μας και αποτελούν φυσικά ένα πλέγμα που διαμορφώνει τις καταστάσεις. Εδώ μας ενδιαφέρουν αυτά τα συγκεκριμένα άτομα και η μεμονωμένη ιστορία. Που δεν είναι μόνο τοπική, δεν είναι μόνο συγκεκριμένη, αλλά αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης εκδοχής του "πλούσιοι και φτωχοί" του κόσμου. Θα δούμε πώς θα πάει.