(Συνεχίζω πάντα στο πρώτο κεφάλαιο. Φυσικά ακόμη είναι η πρώτη γραφή και πιθανώς αρκετά να αλλάξουν αλλά αυτή μάλλον θα είναι η βασική μορφή της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Σκέφτηκα ότι ο Βασίλης θα έχει μια ιδιαιτερότητα. Θα μπορεί με πολύ μεγάλη ευκολία να κάνει λογαριασμούς με το μυαλό του. Αυτό θα τον ακολουθεί παντού. Και όλα τα συμβάντα στη ζωή του θα τα σκέφτεται με λογαριασμούς. Νομίζω ότι αυτό του προσθέτει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό και μια επιδεξιότητα που θα του βγει σε καλό τελικά στη ζωή του. Ο καθένας έχει ένα χάρισμα. Παρακάτω δημοσιεύω τη συνέχεια του μυθιστορήματος από την προηγούμενη φορά).
Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κρατούσε στο ένα του χέρι το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά μέσα στην τσέπη του τριμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού γυρνούσε το κεφάλι του και προσπαθούσε να διακρίνει την ταμία του τρίτου ταμείου από τη τζαμαρία. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.
Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.
Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά ρης ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα φορτηγό, «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Καλύτερα να τους πάταγε», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.
7 comments:
Καλημέρα.
Ωραία ξεκινά η μέρα σήμερα.
Κορυφαία η σκηνή με το ψωμάκι...
Κεφάλαιο που σε ...λιγώνει. Ευτυχώς είχα στη τσέπη κάτι σοκολατοκεράσματα από τον φίλο μου τον Άγγελο.
:Ο)
Σ' ευχαριστώ Simon.
Καλημέρα Λεία μου,
Τη Δευτέρα θα πάω για σόπινγκ. Ποιό είναι το βιβλίο σου που αγαπάς περισσότερο?
Γκερ σε πιρέ ρούτζι ρουσέτ νε μπινέτ, αφιταπράα τσεχάτα σεβέτ:
Τέλειο!!
Σε διαβάζω πάντα και ας μην αφήνω Κόμεντσ!
Καλό Σαββατοκύριακο
ange-ta
Καλησπέρα καλή μου. Χαίρομαι που με παρακολουθείς αλλά χαίρομαι ακόμη περισσότερο όταν αφήνεις το αποτύπωμά σου. Τ Αγαπώ όλα τα βιβλία μου αλλά ξεχωρίζω για κάποιους ανεξήγητους λόγους το "Παραμύθι του Μεγάλου Φόβου" και τις "Σκοτεινές Μητέρες". Επίσης αγφαπώ και άλλων βιβλία, ελληνικά και ξένα. Τελευταία διάβασα το "Σάββατο" του Ίαν Μακ Γιούαν και τα "Οπωροφόρα της Αθήνας" του Δημητρίου. Μου άρεσαν και τα δυο. Καλό σόπινγκ και πες μου τι αγόρασες.
Αυτό που σκεφτήκατε με την ικανότητα στους υπολογισμούς είναι πάρα πολύ καλή ιδέα. Χαρακτηρίζει τα παιδιά της πιάτσας. Έχουν στο χέρι τους ένα σωρό κέρματα και ξέρουν ακριβώς πόσα είναι. Η γραφή σας το έχω ξαναγράψει από την πρώτη στιγμή είναι άμεση και ρεαλιστική και μου αρέσει πολύ. Σκεφτήκατε να βάλετε και κάποια πιο παραστατική σκηνή τη στιγμή που περιμένει έξω από το σούπερ μάρκετ? π.χ. να προσπαθήσει να μετρήσει τα αυτοκίνητα που περνούν, τους πελάτες που μπαινοβγαίνουν ή τα χρήματα που θέλει/χρειάζεται/ ελπίζει ότι θα έχει;
so far
Είναι πολύ καλή ιδέα αυτό να μετρά τα αυτοκίνητα. Μπορεί να μετρά τα κόκκινα αυτοκίνητα που του αρέσει το χρώμα. Ή μπορεί να μετρά τις γάτες που βλέπει. Του αρέσει ακόμη να λέει την προπαίδεια. Αυτό το έχει γράψει στο ημερολόγιό του. Γενικά ασχολείται με τους λογαριασμούς. Κι ίσως αυτό αργότερα κάτι να το κάνει. Αλλά θα δούμε. Είναι ακόμη νωρίς. Θα βάλω αμέσως το μέτρημα με rewrite.
Πολύ ωραία!
Τις σκοτεινές μητέρες τις έχω διαβάσει και τις βρήκα υπέροχες, όπως ξέρεις. Πολύ ανεβασμένο να προτείνεις δύο δικά σου και δύο άλλων συγγραφέων. Καλό βράδυ.
Post a Comment