(Ξαναδημοσιεύω το κείμενο του προηγούμενου ποστ προσθέτοντας μια ιδέα της so far. Και της το αφιερώνω)
Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κάθε τόσο έσκυβε το κεφάλι προς το δρόμο μπροστά του και έλεγε έναν αριθμό. Δύο. Ύστερα τρία. Μετά τέσσερα. Μετρούσε με λαχτάρα αυτοκίνητα. Όχι όλα. Μόνο τα κόκκινα. Πάντα το έκανε αυτό. Και είχε με τον καιρό διαπιστώσει ότι τα κόκκινα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα από τα λευκά ή τα γκρίζα ή τα άλλα χρώματα. Ο κόσμος έμοιαζε να μην αγαπά το κόκκινο χρώμα αλλά εκείνου ήταν το καλύτερό του. Και πάντα όταν ονειρευόταν ένα δικό του αυτοκίνητο το ονειρευόταν κόκκινο. Κατακόκκινο! Τώρα μέτρησε πέντε. Να κι ένα ακόμη έξι. Κρατούσε στο ένα του χέρι πάντα το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά -καθώς προσπαθούσε μη χάσει κανένα κόκκινο αυτοκίνητο- μέσα στην τσέπη του τριμμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε, απασχολημένος καθώς ήταν με τα αυτοκίνητα, και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού άφηνε το μέτρημα και γυρνούσε το κεφάλι του προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία την ταμία του τρίτου ταμείου. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.
Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.
Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Κι άρχισε πάλι να μετρά τα κόκκινα αυτοκίνητα. Είχε φτάσει τα εννιά όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά της ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.
Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα αυτοκίνητο- «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Ήταν ένα κόκκινο φορτηγό», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής. «Καλύτερα να τους πάταγε», συνέχισανη φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.
6 comments:
Καλημέρα σας και καλή εβδομάδα. Δεν έχω λόγια, τέτοια τιμή.... τί να πώ πολλά πολλά ευχαριστώ..
Ξέρετε σας έδωσα αυτή την ιδέα γιατί διαβάζοντας από την αρχή όσα έχετε γράψει, είδα - κατά την προσωπική μου άποψη πάντα - ότι υπάρχει κινηματογραφικός ρυθμός. Και το μέτρημα έμπαινε πολύ δυνατά, τουλάχιστον αυτό σκέφτηκα. Και πάλι καλημέρα σας και ευχαριστώ πολύ
Καλημέρα.
Πολύ δυνατό και δροσιστικό αυτό το κοκτέηλ. Μάλλον γιατί το πίνουμε παρέα.
:Ο)
Λεία, μακάρι να ήταν όλοι τόσο ανοιχτοί σε ιδέες!
So_far περιμένω ιδέες!
:))
so far
Κι εγώ σ' ευχαριστώ. Τώρα νομίζω άρχισε να λειτουργεί το πείραμα. Όταν οι φίλοι μπλόγκερς αισθάνονται ότι έχουν κάτι να πουν αυθόρμητα. Και μου το λένε είτε με σχόλια είτε με μέιλς. Τους ευχαριστώ όλους.
simon
Έχεις δίκιο. Η ίδια η παρέα είναι το κοκτέιλ!
Χρήστο
Οι ιδέες είναι για να κυκλοφορούν. Παίρνω ιδέες και συγχρόνως δίνω ιδέες. Γεννιούνται μόνο όταν τις καλλιεργείς και τις ανταλλάσσεις. Το μό πρόβλημα είναι ότι δεν ...εκβιάζονται. Αν επιχειρήσεις να το κάνεις απλώς τις... στομώνεις. Καλό βράδυ.
Post a Comment