Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Friday, September 15, 2006

Γραφή πρώτη- Ημέρα τρίτη του ημερολογίου

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου

Γεια. Δεν έγραψα το σαββατοκύριακο για τις φασαρίες που γίνηκαν. Δε μπορούσα με τους παπάδες να πηγαίνουνε και να ‘ρχονται με τα θυμιατήρια και τις ψαλμωδίες τους. Κάνανε αγιασμούς και μαλακίες, δεν ξέρω τι τους πιάνει κάθε Σάββατο. Κι ύστερα δεν μπορούσα να βγάλω το τετράδιο απ’ τα βρακιά, ο ξανθομαλάκας ήταν όλη την ώρα μπάστακας ο μαλάκας, κι έπαιζε ξαπλωμένος το γκεμπόι του. Ούτε βρακί δεν άλλαξα κι άμα με μυρίσει η Χρυσάνθη που όλο πλένει και σιδερώνει θα γίνει της πουτάνας. Γι’ αυτό την αποφεύγω αν και πολύ θα μου άρεζε να χαμουρευτώ μαζί της. Έχει κάτι βυζιά μπόμπες! Με τσάκωσαν στα σκουπίδια γι’ αυτό γινήκανε οι φασαρίες. Λέει άμα το ξανακάνω θα με κλειδώνουνε τη νύχτα αλλά ο άλλος δεν φταίει που άμα θέλει να κατουρήσει δεν θα μπορεί. Εγώ θα κατούραγα το κρεβάτι να μάθουν. Έτσι δεν θα κλειδώνουν, αλλά δεν πρέπει να το ξανακάνω. Θα σκεφτούν λέει άλλη τιμωρία. Ας ρωτήσουν τον πατέρα μου τι τιμωρία να βάλουν. Χε χε χε. Αυτός ξέρει τις καλύτερες, θα τις καταγράψω άλλη φορά και θα τους τις πω με τη σειρά μπας και ξεστραβωθούνε οι μαλάκες.

Καταγράφω τώρα τι βρήκα στα σκουπίδια που μου άρεζε. Ένα σπασμένο καθρεφτάκι που σκέφτηκα να το δώσω σ’ αυτήν με τα βυζιά. Ένα στυλό που δε γράφει αλλά σκέφτηκα ότι μπορώ να βουτήξω ανταλακτικό απ’ το γραφείο της προϊσταμένης την ώρα που η χοντρή πάει έξω τον κουβά. Ξέρω πότε το κάνει, κρατάω τσίλιες, όπως τότε με τη γριά. Ο μεγάλος ήθελε να ξέρει τι κάνει τα βράδια η γριά κι εγώ που ήμουνα τσακάλι που ‘λεγε, κάθε βράδυ κρυφοκοιτούσα απ’ το παράθυρο και την έβλεπα. Έβραζε κάτι στο μπρίκι και το βαζε στο γλυτζάνι και ύστερα καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά στο χαζοκούτι και το πινε γουλιά γουλιά κι έκανε κάτι σα φτ φτ φτ με τη γλώσσα της σα να καιγόταν. Ύστερα την έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στο χαζοκούτι. Δεν έβλεπα ποια εκπομπή κοιτούσε γιατί ήμουνα ανάποδα. Εγώ έπρεπε να μετράω πόση ώρα κοιμόταν για να ξέρουμε πότε θα κάνουμε το ντου. Κοιμόταν δυο ώρες. Ξεπάγιαζα έξω απ’ το παράθυρο χειμωνιάτικα να κρατάω τσίλιες αλλά ο μεγάλος δε σήκωνε κουβέντα. Κάθε βράδυ κοιμόταν δυο ώρες σα να ‘χε ρολόι η μαλακισμένη. Μετά ξύπναγε και ξαναπήγαινε να βράσει κι άλλο με το μπρίκι. Αυτά τα έβλεπα εγώ. Ο μικρός μου αδερφός φοβότανε, ένας χέστης και τότε που κάναμε το ντου εκείνος δε μπήκε μέσα. Κράταγε τότε τις τσίλιες. Σιγά τη δουλειά. Γι’ αυτό και δεν του δώσαμε μερτικό. Και κλαψούριζε το μαλακισμένο. Του ‘χωσε δυο στ’ αρχίδια ο μεγάλος και μούγκωσε. Όχι τι. Τώρα λέει αυτός θα τη γλυτώσει. Πρέπει να τη γλυτώσει; Δεν ξέρω. Εγώ πάντως δενβ θα πω τίποτα στον κύριο Ανέστη από αυτά. Γιατί ρωτάει για το μπαστούνι αλλά μήπως δεν ξέρω ότι θέλει να μάθει τα άλλα; Αυτά που μας ξυλοφόρτωσαν για να μάθουν κι οι μπάτσοι. Αλλά εγώ μούγκα. Μου-γκα. Μούγκα μούγκα μούγκα. Χε χε χε. Μαλάκες μαλάκες μαλάκες.

Έγραφα για τη χοντρή. Θα μπουκάρω όταν βγάζει τον κωλοκουβά, τσακ παίρνω το ανταλλακτικό απ’ το ποτήρι, χοπ χοπ βγαίνω και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα έχω ένα στυλό να γράφω όχι μολύβι που όλο το ξύνεις και απάει η κωλομύτη. Η κυρία λέει μη ζουπάς τη μύτη στο χαρτί. Γι’ αυτό σπάει. Βρήκα και μια ξεποδαριασμένη μαλακισμένη μπάρμπι, αλλά δεν την πήρα, κορίτσι είμαι; Αν ήμουνα σπίτι θα την έπαιρνα για την Αννιέζα, είναι τριών και παίζει ακόμη με σαχλαμάρες, είναι και κορίτσι, δεν θα παίξει ποτέ με γκεμπόι γιατί μπόι είναι το αγόρι στα αγγλικά κι αυτή δεν θα γίνει ποτέ αγόρι, θα μείνει ένα μαλακισμένο κορίτσι. Και δεν έχει ούτε ψωλή. Κανένα κορίτσι δεν έχει, αυτές λέει κατουράνε απ’ αλλού. Απ’ τον κώλο; Δεν ξέρω. Στα σκουπίδια με βρήκε η κυρία Μερόπη. Δεν πρόλαβα να την κοπανήσω. Και δεν είχα και κάλτσες να βάλω στα χέρια μου, όπως τότε με τη γριά, μη μου βρούνε τα αποτυπώματα. Θα μας δώσουνε λέει κάλτσες άμα αρχίσει το κρύο. Τότε θα έχω. Αλλά δεν πιστεύω να φέρουν κωλόμπατσους για τα σκουπίδια. Για πέταμα τα ‘χουν. Με φοβέρισαν όμως, δηλαδή η χοντρή, γιατί η κυρία Μερόπη έκανε την καλή και μη το ξαναπείς της είπε αυτό στο Βασιλάκη, το παιδάκι είναι πληγωμένο, της είπε κρυφά αλλά το άκουσα και θα κακάριζα στα γέλια αλλά δεν ήθελα μπροστά της, κακαρίζω τώρα, χε χε χε χε χεεε. Μου πήρανε τα μαραφέτια που βούτηξα από τα σκουπίδια και η κυρία Μερόπη είπε αφού θέλω τόσο πολύ ένα στυλό θα μου χαρίσει ένα και να της υποσχεθώ ότι θα γράψω κάτι όμως. Κούνησα το κεφάλι μου κι αυτό μπορεί να είναι και ναι και όχι. Έτσι κάναμε εμείς πάντα. Το έκανε η μάνα μου και δεν ήξερες τι εννοούσε. Το κάνω κι εγώ. Τώρα σιγά μη μου δώσει στυλό. Λες να μου δώσει; Μπα. Δεν το πιστεύω. Α, μη ξεχάσω να γράψω ότι στα σκουπίδια δε βρήκα γόπες. Δε βρήκα ούτε μια κωλομαλακισμένη γόπα. Τι τις κάνουν; Πρέπει να φυλάξω τσίλιες να δω. Η χοντρή φουμάρει κρυφά. Α, να το γράψω κι αυτό, πήρε λέει τηλέφωνο η μάνα μου και θέλει να με δει. Μακάρι να την αφήσουν. Λες να την αφήσουν; Λες να πήγε και στον μεγάλο; Αλλά πώς θα ‘ρθει δώ πάνω; Ρε μάνα έλα γαμώ την μπανακόλα μου. Γαμώ τη γριά. Αν είχε πιο πολλά από είκοσι ευρό μπορεί και να την κάναμε και να μη μας έκαναν τσακωτούς οι μπατσάδες. Αυτή φταίει. Η κωλογριά, που αν δεν τα είχε βάλει με τη γάτα μου, εγώ δεν θα- Ωχ ακούω βήματα, γεια γεια γεια. Ούτε έναν πολλαπλασιασμό δεν πρόλαβα γεια γεια γεια. Το κρύβω στα βρακιά. Λες αύριο αυτή η γαμιόλα να μου δώσει στυλό;

10 comments:

Unknown said...

Απολαυστικότατο...
Aν δεν του δώσει στυλό η Μερόπη... δώστου εσύ, σε παρακαλώ...:Ο)
Καλησπέρα.

Anonymous said...

Διασκεδ.αζω με το Βασίλη. Συμποαθητικός .....τυπάς

Λεία Βιτάλη συγγραφέας said...

simon says
Καλησπέρα. Σίγουρα η Μερόπη θα του δώσει στυλό, μην ανησυχείς. Ξέρει από παιδιά και πώς να τους φερθεί. Το ερώτημα είναι ο Βασίλης τι θα το κάνει.
ρεσύ όταν ήσουν παιδί είχες κάποιον που στ' αλήθεια να τον γουστάρεις; Θυμάσαι τίποτα;

Λεία Βιτάλη συγγραφέας said...

4oceans
Χαίρομαι που διασκεδάζεις. Άντρας είσαι ή γυναίκα; Το έχουμε πει; Θα μ' ενδιέφερε αν δεν σε πειράζει.

Unknown said...

Βέβαια είχα. Την μεγάλη μου αδερφή (ακόμα κι όταν το πήρα απόφαση ότι δεν ήταν η μάνα μου). Πριν από αυτό όμως, τώρα που το σκέφτομαι, υπήρχε ο νουνός μου στο χωριό. Κάθε βράδυ που άκουγα το κάρο να περνάει μπροστά απο το σπίτι (πήγαινε να "σπάσει καπνό", να μαζέψει καπνό σα να λέμε), άνοιγα το παράθυρο κι αυτός μου πετούσε μια δεκάρα -τρεις καραμέλες (κόκος) έπαιρνα με μια δεκάρα.

...ω, ΘΕΕ μου!
Γουστάριζα όποιον με τάιζε...

Καλημέρα και καλό διήμερο

Υ.Γ. Δεν λέω κουβέντα για τον παππού μου γιατί θα πρέπει να γράψω βιβλίο. :Ο)

Anonymous said...

Ανέκαθεν διασκέδαζα με την απλότητα, τον αυθορμητισμό και την αυθεντικοτητα των παιδιών. Ούσα μοναχοκόρη έφτιαξα ....ωκεανούς. Δεν μεγαλώνουν αβασάνιστα, όμως με το σύντροφό μου αντιμετωπίσαμε τα πάντα και συνεχίζουμε διακριτικά (μεγάλωσαν βλέπεις), να βρισκόμαστε στο πλάϊ τους.
Υ.Γ Ο Simon άναψε....φωτιές με την αναφορά του στον παππου του. Είχα κι' εγώ ένα λεβέντη παππού.
Α, το άλλο; με 1 δρχ. 10 φυστίκια Αιγίνης από τον πλανόδιο στραγαλατζη (γλύφαμε και τα ....τσόφλια- όλο πίσω γυρίζουμε, είδες;)

Λεία Βιτάλη συγγραφέας said...

simon says
Ήταν όμορφο αυτό που διηγήθηκες. Θα χαιρόμουν ν' ακούσω κι άλλα. Ιδιίτερα για τον παπού που εγώ δεν έχω αναμνήσεις.

Λεία Βιτάλη συγγραφέας said...

4oceans
Είσαι κορίτσι λοιπόν, χαίρομαι. Εμπρός λοιπον, προς τα πίσω ολοταχώς. Αυτοί είμαστε. Κι όσο πιο πίσω γυρνάμε τόσο πιο αληθινοί. Έχοντας πάντα το νου μας προς τα εμπρός. Το πίσω μας βοηθάει να πάμε εμπρός! Ίσως γιατί μόνο τότε ξέρουμε πού πάμε...

Unknown said...

Δεν είναι και τόσο εύκολο.
Ψευταράς, παραμυθάς και... κλανιάρης -"κλαντζάς" ήταν το παρατσούκλι του κι έτσι τον φώναζαν στο χωριό γιατί είχε το θείο χάρισμα να "κλάνει" κατά βούληση. Στο καφενείο έριχνε δίπλα στη καρέκλα του δεκάρες και "πυροβολούσε" αλύπητα όποιον τολμούσε να σκύψει να την πάρει. :Ο)
Ήταν και "λίξουρος" (του άρεσε να τσιμπολογάει ότι φαγώσιμο έβλεπε μπροστά του). Λίγο πριν φύγει, όταν οι γιατροί του απαγόρτεψαν το ούζο. έκανε συμφωνία με τον καφετζή να του βάζει κρυφά νεράκι στο ουζοπότηρο για να μην χάνει το ΜΕΖΕ.
Τις περισσότερες ιστορίες γι' αυτόν τις μαθαίνω πια από του παλιούς που τον είχαν γνωρίσει στα νιάτα τους. Είναι όμως μεγάλούτσικες και καλύτερα να μην το κάνουμε σεντόνι εδώ πέρα.
Τον αγαπούσα πολύ.
Ευτυχώς μου έμεινε μια φωτογραφία του να τον κοιτάω που και που.
Καλησπέρα.
:Ο)

Λεία Βιτάλη συγγραφέας said...

simon says
Έχεις βλέπω μοναδικές αναμνήσεις και πολύ χαρακτηριστικές. Δεν μας πειράζει να το κάνουμε σεντόνι όταν έχουμε να πούμε ενδιαφέροντα πράγματα. Σ' ακούμε φιλε μου, αρκεί εσύ να θες να πεις. Λατρεύω τους ανθρώπους που ξεδιπλώνονται χωρίς να φοβούνται. Φυσικά μεγάλος εχθρός όλων μας σ' αυτά τα πράγματα είναι ο χρόνος που όλο και μας κάνει να ρίχνουμε πίσω τις χαλαρές και φαινομενικά χωρίς νόημα συζητήσεις.