(Η προετοιμασία)
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου.
Η πόλη είναι παραθαλάσσια. Ο αέρας έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια, τα νιώθεις στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις, σε κάνουν να πονάς. Η Χρυσαυγή Αποσκίτη, ογδόντα δυο ετών τότε, τύλιγε τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα και έπινε ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή έβαλε ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Έπρεπε να την κλείσει γιατί το γκάζι θα τελείωνε όπου να ‘ταν και ο αδελφός της δεν έδειχνε σημεία ζωής για να του ζητήσει να την αντικαταστήσει.
Η Χρυσαυγή σκέφτηκε να μετρήσει τα χρήματά της αν έφταναν για να παραγγείλει στον Παναγιώτη που έφερνε γκάζι με το μηχανάκι του στα γύρω απομακρυσμένα σπίτια, με λίγα ευρό παραπάνω. Η Χρυσαυγή έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη και το άνοιξε. Δεν έβλεπε καλά και έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε μερικά και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Για τα σκατόπαιδα», ψιθύρισε, «για κανά τσουρέκι μέρες που ‘ρχονται». Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα χρήματα και το κουτί στη θέση του. Καλύτερα να άφηνε τον αδελφό της να κάνει αυτή τη δουλειά με το γκάζι. Είχε μέρες να φανεί, όπου να ‘ταν θα ‘ρχόταν, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Ύστερα βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Μαράκι από το καπή -το τελευταίο πρόσωπο που την είχε δει ζωντανή- την είχε μαλώσει χτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»
Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Ακούμπησε το ραγισμένο φλυτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Μαράκι, καλή του ώρα. Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, δεν πείραζε όμως, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Τότε κοιμήθηκε ήσυχη με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και ούτε που της πέρασε η ιδέα, δεν έβλεπε άλλωστε και καλά εδώ και λίγα χρόνια, ότι εκεί, έξω από το παράθυρο αντίκρυ στη θάλασσα, δυο μάτια παρακολουθούσαν τις κινήσεις της μετρώντας με τον λεπτοδείκτη του ρολογιού τον χρόνο μέχρι να την πάρει ο ύπνος.
(Αργότερα θα προσθέσω και άλλα στοιχεία για την προσωπικότητα της Χρυσαυγής. Σ’ αυτή τη φάση χρειάζονται μόνο τα πολύ απαραίτητα για να διαμορφωθεί το μπακράουντ του στόρυ).
4 comments:
Ήταν άραγε ποτέ παντρεμένη η Χρυσαυγή; Είχε άραγε κάτι να θυμάται απ' τη ζωή της της ώρα που αποκοιμιόταν μπροστα στη τηλεόραση; Αν είχε κρεμασμέμη στο λαιμό της μια "καρδούλα"; Απ' αυτές που ανοίγουν και κλείνουν μέσα τους μια ιστορία.
Μπορεί λοιπόν, μια τέτοια καρδούλα να χάιδευε την ώρα που την έπαιρνε ο ύπνος στη πολυθρόνα.
Κι ο πιτσιρίκος πίσω απ' το παράθυρο... να σκέφτετε πότε θα έρθει η ώρα να την ταβήξει απ' το λαιμό της γριάς για να τη βάλει στη τσέπη του....
(Μια καρδούλα, που αργότερα, πολύ αργότερα θα μπορούσε να την "επιστρέψει" με κάποιο τρόπο)
...λέμε τώρα.
:Ο)
simon
Είναι ωραία ιδέα άλλωστε δεν έχει "κλείσει" ακόμη τίποτα. Κάτι προσπαθούσε η Χρυσαυγή να θυμηθεί κι ίσως μια καρδούλα ή κάτι παρόμοιο αλλά λιγότερο κοινό να της θύμιζε κάτι. Θα το βρούμε. Μ' αρέσει που πηγαίνεις τα πράγματα προς τα εκεί. Το διαπιστώνω και στα "σκυλιά". Αυτό το κάτι θα μπορούσε να το έχει πάρει ο πιτσιρίκος και να το έχει μαζί του. Να του θυμίζει ένα φόνο αλλά και κάτι άλλο που ο ίδιος ποτέ δεν είχε. Νομίζω είναι καλή ιδέα. σου.
Πολύ καλό αυτό με την τηλεόραση και τον κ. Μαμαλάκη. Αληθινό. Συνεχίστε έτσι.
sergios
Σ' ευχαριστώ. Με έχεις βοηθήσει αρκετά. Προσπαθώ να μπω στη θέση αυτής της γυναίκας που δεν έχει τίποτα. Αλλά έχει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα της από το παρελθόν. Πρέπει να είναι αληθινή πάνω απ' όλα. Και η τηλεόραση την αγγίζει με τη φωνή αυτού του ανθρώπου.
Post a Comment