Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ
Κεφάλαιο 1
(Συνέχεια)
Η Χρυσαυγή Αποσκίτη ήταν η ιδιοκτήτρια εκείνου του μικρού σπιτιού στα σύνορα της παλιάς με τη νέα πόλη εδώ και πενήντα χρόνια. Κανείς στη γύρω περιοχή δεν θυμόταν πότε ακριβώς είχε χτιστεί το σπίτι, ίσως γιατί κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτό θα έφτανε μια μέρα που θα είχε σημασία. Στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία αλλά επειδή ήταν το πιο παλιό σπίτι της περιοχής πολλοί δημοσιογράφοι ρωτούσαν για να το προσθέσουν μεγαλώνοντας και με άλλα στοιχεία το ρεπορτάζ τους. Η αλήθεια είναι ότι το σπίτι ήταν ρημαγμένο. Τα συρματόσκοινα στο φράχτη ήταν πεσμένα και μπαινόβγαιναν ελεύθερα τα αδέσποτα σκυλιά. Οι τοίχοι ήταν ξεφτισμένοι. Τα πατζούρια, ξύλινα καθώς ήταν, τα είχε σαπίσει η υγρασία. Ο αέρας σ’ αυτή την περιοχή έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια και οι κάτοικοι λένε ότι τα νιώθουν στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις τους τόσο έντονα που τους κάνουν να πονούν. Η Χρυσαυγή, ογδόντα ετών τότε, συνήθιζε να τυλίγει τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα για να τα προστατεύει από τους ρευματισμούς. Ακόμη συνήθιζε να πίνει ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή είχε βάλει ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Από χτες είχε παρακαλέσει τον αδελφό της να της φέρει κι άλλο γκάζι μην τελειώσει αλλά ακόμη δεν είχε φανεί.
Η Χρυσαυγή είχε μεγάλη αδυναμία στον αδελφό της. Στους τοίχους του μικρού σπιτιού της είχε κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες του από τότε που ήταν ο αστυνόμος του χωριού με τη στολή αλλά και άλλες επάνω στη βάρκα του κρατώντας με καμάρι ένα μεγάλο ψάρι. Η Χρυσαυγή δεν είχε παντρευτεί. Τον αδελφό της τον είχε σαν παιδί της. Ήταν δέκα χρόνια μικρότερος. Και τα παιδιά του τα είχε σαν δικά της, ιδιαίτερα τη Μαρία που τώρα ήταν παντρεμένη στη Γερμανία και της έστελνε χαιρετίσματα κάθε φορά που επικοινωνούσε με τον πατέρα της. Μάλιστα της είχε υποσχεθεί ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα ερχόταν στην Ελλάδα και θα την επισκεπτόταν. Θα έφερνε, είχε πει, και τον γιο της που ήταν δέκα ετών και ήθελε πολύ να τη γνωρίσει. Με αυτή την προσμονή η Χρυσαυγή είχε αποφασίσει να συγυρίσει λίγο το σπίτι της και είχε καλέσει μάλιστα και έναν νεαρό αλβανό να της βάψει το καθιστικό της στο ίδιο χρώμα το ροδί που της άρεσε. Τον περίμενε σε δυο μέρες, του είχε δώσει και χρήματα για να αγοράσει το χρώμα.
Η Χρυσαυγή εκείνο το βράδυ μετά από πολλά χρόνια έκανε κάποια σχέδια για τη μέρα των Χριστουγέννων. Την προηγούμενη που την είχε επισκεφτεί ο αδελφός της του είχε δώσει 200 ευρό, σχεδόν όλες τις οικονομίες της δηλαδή, για να αγοράσει δώρα για τη Μαρία και τον γιο της, γιατί δεν ήταν σωστό να έρθουν στην Ελλάδα και να γυρίσουν μετά πίσω με άδεια χέρια. Του είχε παραγγείλει να τους πάρει και δυο κιλά φυστίκια αιγίνης από τα καλά που έφερναν στο σούπερ μάρκετ.
Η Χρυσαυγή -όλοι το ήξεραν εκεί γύρω κι ας τους έλεγε ότι είχε το κομπόδεμά της- στην πραγματικότητα τα έφερνε δύσκολα οικονομικά με τη μικρή σύνταξη που είχε κατορθώσει να της βγάλει ο αδελφός της σαν ανάπηρη, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου πια. Μόνο την τηλεόραση μπορούσε να δει γιατί ήταν δυνατό το φως που εξέπεμπε η συσκευή με έντονα χρώματα, αλλά κι αυτά τελευταία τη δυσκόλευαν, την άνοιγε όμως γιατί την είχε συνηθίσει και αναγνώριζε τις φωνές.
Όταν έφτιαξε το ζεστό της πήγε να μετρήσει τα χρήματα που της είχαν μείνει, να δει αν έφταναν για μερικά τσουρέκια και μελομακάρονα, όπως συνήθιζαν πάντα παλιά να έχουν τέτοιες μέρες στο σπίτι τους. Μπορεί και να δάκρυσε με τη νοσταλγία. Έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη που είχε αγοράσει πριν 30 χρόνια όταν είχε πάει στην αθήνα, και το άνοιξε. Καθώς δεν έβλεπε καλά, έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε είκοσι ευρό και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Αυτά για τα παλιόπαιδα», μονολόγισε. Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα σαράντα ευρό μέσα και το κουτί στη θέση του. Θα έδινε στον αδελφό της από αυτά για τα τσουρέκια και τα μελομακάρονα. Ίσως να του έλεγε να πάρει και κανά κονιάκ, αν έφταναν. Ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να είναι ξεχωριστά. Αμέσως μετά η Χρυσαυγή βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Ελσάκι από το καπή την είχε μαλώσει προχτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»
Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Κάθισε στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα της, ακούμπησε το ραγισμένο φλιτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα, όπως τον τελευταίο καιρό, και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Ελσάκι, καλή του ώρα. Θα τη σύστηνε και στη Μαρία όταν ερχόταν. Μπορεί να έκαναν και συντροφιά οι δυο τους. Οι τρεις μας, διόρθωσε καθώς της πέρασαν ευχάριστες σκέψεις απ’ το μυαλό.
Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, ένας άντρας που του έμοιαζε μπορεί να ήταν, μα πότε, πού, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
Σε λίγο θα την έπαιρνε ο ύπνος με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και καθώς αποκοιμιόταν σίγουρα θα σχεδίαζε πώς θα περνούσε τα Χριστούγεννα με τους αγαπημένους της μετά από τόσα χρόνια χωρίς να ξέρει βέβαια ότι αυτό το συγκεκριμένο βράδυ θα ήταν το τελευταίο της.
(συνεχίζεται)
7 comments:
pythia
Πολλά καλημεροφιλάκια και σε σένα. Και καλούς χρησμούς στο μπλογκ σου όπως αυτός που είδα.
Καλημέρα.
Ε, αφού έχουμε και την Πυθία με τους χρησμούς της από κοντά, πάμε καλά. Δεν μένει παρά να χτίσουμε τα "τείχη από λέξεις" που θα σώσουν την πόλη.
:Ο)
simon
Βέβαια αυτό που εγώ προσπαθώ να κάνω είναι αντιθέτως να τα... γκρεμίσω. Καταλαβαίνεις, έτσι;
Παρακολουθώ με ενδιαφέρον. Μοιάζει με ντοκιμαντέρ αν είναι να το παρομοιάσω με κάτι.
Καλημέρα και Καλή Βδομάδα και Καλό Χειμώνα.
Εδώ τουλάχιστον βρέχει-βρέχει-βρέχει... κι είν' ωραία.
:Ο)
simon
Κι εδώ βρέχει! Καλό χειμώνα σε όλους. Ελπίζω να μη μας κλείσει μέσα εντελώς.
sergios
Δεν είχα σκεφτεί τη λέξη ντοκιμαντέρ αλλά μπορεί τελικά να είναι έτσι. Θα χρησιμοποιήσω ωστόσο το ημερολόγιο του Βασίλη κι έτσι θα έχει μια πιο υποκειμενική μορφή. Γιατί αυτό με ενδιαφέρει: Να ψάξω τον Βασίλη μέσα στις συνθήκες φυσικά που τον διαμόρφωσαν.
Post a Comment