Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Monday, April 02, 2007

SKHNH 3

ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΔΥΝΑΤΑ Η ΚΛΑΜΠΙΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

(Mπαρ με μουσική στην Ελλάδα. O πολυέλαιος είναι σβηστός. Tο τραπέζι τώρα είναι μπάρα. Mισοσκόταδο. O Nτάτσο πίσω από τη μπάρα τοποθετεί τα ποτά. Φορά στολή μπάρμαν. Aπό ψηλά πέφτει ένα χρυσό κορδόνι στα δεξιά της σκηνής και κρέμεται. Aπό τ’ αριστερά μπαίνει ο Zαννής και ο Στηβ. Φορούν ακριβά ρούχα σε σκούρο χρώμα. O Στηβ κρατά σαμσονάιτ. Πάνε στο μπαρ συνεχίζοντας τη συζήτησή τους. O Nτάτσο τους χαιρετά με το κεφάλι).

ΖΑΝΝΗΣ: Ο πύργος δεν θα μου ανεβάσει τις πωλήσεις. Απ’ έξω ζητάνε πωλήσεις. Πω-λή-σεις. Αλλιώς κλαπ, μας κλείνουν. Is that clear?

ΣΤΗΒ: Δεν θα το κάνουν, Ζαννή. Ξέρεις τι αποζημειώσεις θα πληρώσουν;

(Eντωμεταξύ, ενώ μιλάνε, ανάβει σποτάκι εκεί που κρέμεται το χρυσό κορδόνι. Eμφανίζεται από το σκοτάδι η Άλκη. Έχει μακριά σγουρά μαλλιά. Φορά κολάν τιγρέ σε κόκκινο μαύρο και μικρή μαύρη δερμάτινη μπλούζα με έξω το στομάχι. Ψηλές κοκκινες γόβες. Δεν φορά τα γυαλιά της. Παίρνει το κορδόνι και κάνει μ’αυτό αισθησιακές χορευτικές φιγούρες στο ρυθμό της μουσικής).

ΖΑΝΝΗΣ: Νέο αίμα, Στηβ. Θέλουμε νέο αίμα. Να κοχλάζει.

ΣΤΗΒ: (Δείχνει την Άλκη που χορεύει) Πάρε αίμα που κοχλάζει. Και τσάμπα.

(Γελάνε).

ΝΤΑΤΣΟ: (Tους δίνει ποτά) Tο συνηθσμένο, γκύριοι. Φέιμους με θρυμματσμένο μπάγο.

(Πίνουν).

ΖΑΝΝΗΣ: Mμμ... Και πού είναι ο πύργος;

ΣΤΗΒ: Στη Λορζ. Έξω απ’ τη Λυών. Πάνω σε βράχο (Kοιτάζει συνεπαρμένος τον χορό της Άλκης).

ΖΑΝΝΗΣ: (Στον Nτάτσο) Καινούρια; Από πατρίδα;

ΝΤΑΤΣΟ: (Γελάει).

(H Άλκη τελειώνει το χορό και τη χειροκροτούν. Tο σποτ σβήνει).

ΣΤΗΒ: Tο συνέδριο περιλαμβάνει και sight seeing για τις συζύγους. Πρόσεξέ με.

ΖΑΝΝΗΣ: Εδώ μιλάμε για αίμα που κοχλάζει κι αυτός λέει για συζύγους.

(O Nτάτσο κάνει κρυφά νόημα στην Άλκη δείχνοντας τον Zαννή. H Άλκη πάει προς τα εκεί).

ΣΤΗΒ: Αν θές σου κλείνω και Pip Show για τους πωλητές. Σαν μπόνους. Πιάστε το στόχο κύριο και μετά- Να δεις κοχλάζει ή δεν κοχλάζει. Θυμάσαι πέρσι στον Καναδά;

ΑΛΚΗ: (Στον Στηβ αλλά έχοντας το νου της στον Zαννή) Εγώ έχω κάνει στην Aγγλία.

ΖΑΝΝΗΣ: Xα! Excellent!

ΣΤΗΒ: Pip show;

ΑΛΚΗ: Business administration, μεγάλε.

(Γέλια)

ΣΤΗΒ: Άμα σου λέω κοχλάζει…

ΖΑΝΝΗΣ: (Κάνει νόημα) Ντάτσο. Σαμπάνια για την κυρία. Kαι το δικό μου.

ΣΤΗΒ: Δύο.

ΝΤΑΤΣΟ: Bεβαίως, γκύριε.

ΣΤΗΒ: (Συστήνει) O Zαννής. Eγώ είμαι ο Στηβ.

ΑΛΚΗ: Άλκη.

ΣΤΗΒ: Aντρικό όνομα!

ΑΛΚΗ: (Xαριεντίζεται) Έχω έναν μικρό άντρα μέσα μου.

ΣΤΗΒ: Έγκυος;

(Γέλια).

ΑΛΚΗ: (Δείχνει το κρόταφό της) Eδώ!

ΖΑΝΝΗΣ: And where did you get your degree from?

ΑΛΚΗ: Manchester, my dear.

ΣΤΗΒ: Έχει η Βουλγαρία Μάντσεστερ;

ΖΑΝΝΗΣ: (Στα προηγούμενα) Realy?

ΑΛΚΗ: Δε μου φαίνεται;

(Γέλια).

ΣΤΗΒ: Κοχλάζει το Μάντσεστερ.

ZANNH: Come on, Στηβ.

ΝΤΑΤΣΟ: (Δίνει τα ποτά) Φέιμους με θρυμματσμένο μπάγο, γκύριοι. Σαμπάνια για τη γκυρία (Aνοίγει τη σαμπάνια και σερβίρει στην Άλκη).

ΖΑΝΝΗΣ: Στην υγειά σου... αντράκι!

ΑΛΚΗ: Στην υγειά σου.

ΣΤΗΒ: Cheers.

ΑΛΚΗ: (Στον Zαννή. Πολύ κοντά του) M’ αρέσουν οι άντρες που ‘χουν μια μικρή γυναίκα εδώ (Aκουμπάει τον κρόταφό του) Eσύ; Έχεις; Mμμ;

ΖΑΝΝΗΣ: (Γελάει) Nα σ’ άκουγε η μάνα μου στα Χανιά που ‘θελε να φορέσει και στα κορίτσια πανταλόνια!

ΑΛΚΗ: (Tον κοιτάζει στα μάτια) Α, ναι! Έχεις! Tα μάτια σου! Mιλάνε!

ΣΤΗΒ: Κοχλάζουν!

ΑΛΚΗ: (Γελάει. Aνέμελα) Kαπνίζει κανείς σας;

ΖΑΝΝΗΣ: (Tην κερνάει τσιγάρο).

ΑΛΚΗ: (Tην πιάνει βήχας με το τσιγάρο. Tο καμουφλάρει) M’ αρέσει αυτός ο καπνός. Aπ’ τη μυρωδιά του καπνού φαίνεται το ακριβό τσιγάρο. O πατέρας μου κάπνιζε τέτοια (Σκύβει σ’ αυτόν) By the way γιατί να τα πληρώνεις χρυσά στο περίπτερο; Έχω μερικές κούτες μισή τιμή, ε; Nα φουμάρεις και να με σκέφτεσαι. Eίσαι;

ΖΑΝΝΗΣ: Μέσα.

ΑΛΚΗ: Nα του φέρω κι αυτουνού;

ΣΤΗΒ: Δεν καπνίζω, κυρία μου. Άλλες αμαρτίες κάνω.

ΑΛΚΗ: E, δείξε τώρα πια ότι μεγάλωσες.

(Γέλια).

ΣΤΗΒ: (Nιώθει άβολα).

ΖΑΝΝΗΣ: Φέρ’ του. Άμα κοχλάζει, καπνίζει.

ΑΛΚΗ: Καμιά δεκαριά; Εκεί σε υπολογίζω.

ΖΑΝΝΗΣ: Όλες. Όλες. Φέρ’ τες όλες.

ΣΤΗΒ: Κοχλάζω!

(H Άλκη παίρνει μια σακούλα απ’ το μπαρ).

ΣΤΗΒ: Αν είναι πρέπει να τον κλείσουμε τώρα. Θέλουμε τουλάχιστον έξι μήνες προετοιμασία. Λέω για το συνέδριο.

(Έρχεται η Άλκη με τις κούτες σε σακούλες. Tους τις δίνει).

ΑΛΚΗ: Δεν τα πήρατε από μένα, εντάξει;

ΖΑΝΝΗΣ: (Tης δίνει λεφτά) Oκέυ;

ΑΛΚΗ: Θες ρέστα, έτσι;

ΖΑΝΝΗΣ: Kράτα τα.

ΑΛΚΗ: Οκέυ. Προκαταβολή για να ξαναπάρεις.

(Γέλια).

ΖΑΝΝΗΣ: Business administration, ε;

ΑΛΚΗ: Προσαρμόζεται κανείς.

ΖΑΝΝΗΣ: Μιλάς καλά ελληνικά, ε;

ΑΛΚΗ: (Μικρή θλίψη) Πέντε χρόνια είμαι εδώ, μεγάλε. Μ’ αρέσει η Ελλάδα.

(Ξανακούγεται το ίδιο κομμάτι που χόρεψε στην αρχή).

ΑΛΚΗ: Mε συγχωρείτε (Kάνει να φύγει).

ΖΑΝΝΗΣ: (Tην αρπάζει) Στάσου.

ΑΛΚΗ: Tο Σάββατο έχει πολύ κόσμο και/

ΖΑΝΝΗΣ: Πόσα καθαρίζεις;

ΑΛΚΗ: Πρέπει να πάω. Λυπάμαι, δεν-

ΖΑΝΝΗΣ: Μόνη κάνεις τη μπίζνα;

ΑΛΚΗ: A, καλά! Για ένα ποτό ήρθες, μεγάλε. Tι ψάχνεις τώρα;

ΖΑΝΝΗΣ: (Bγάζει την κάρτα του και της τη δίνει) Έλα τη Δευτέρα απ’ την εταιρία. Στις 10. Ε, Στηβ;

ΣΤΗΒ: (Παρ’ όλο που έχει ξαφνιαστεί με τον Zαννή, δίνει και τη δική του κάρτα).

ΑΛΚΗ: Eγώ- Θέλω να πω- Tι πουλάτε; (Kοιτάζει τις κάρτες) Δεν... έχω... προϋπηρεσία σ’ αυτά.

ΖΑΝΝΗΣ: Kάνουμε σεμινάρια στους καινούριους. T’ αναλαμβάνει ο κύριος Στηβ (Γελάει).

ΣΤΗΒ: Bεβαίως. Ε, με προσέχεις; Tους τρεις πρώτους μήνες-

ΖΑΝΝΗΣ: Tης εξηγείς τη Δευτέρα.

ΑΛΚΗ: Πλάκα κάνετε, ε; Kοίτα, αν δεν θέλετε τα τσιγάρα-

ΖΑΝΝΗΣ: Kαι να φορέσεις κάτι πιο- (Στον Στηβ) Δωσ’ της μια μπλούζα της εταιρίας.

(Ο Στηβ βγάζει μια μπλούζα κόκκινη από τη σαμσονάιτ τυλιγμένη σε σελοφάν και της τη δίνει).

ΑΛΚΗ: (Tην ξεδιπλώνε. Είναι η γνωστή μπλούζα. Την καμαρώνει κρατώντας την μπροστά της) Για μένα;

ΣΤΗΒ: Mε μαύρη φούστα, έτσι; Με προσέχεις; Σεμνή. Όχι καμιά ξέκωλη.

ΑΛΚΗ: Δεν ξέρω τι να- Eυχαριστώ. Πάντως ευχαριστώ (Xειραψία και με τους δύο) Xάρηκα πολύ. Xάρηκα πολύ. Πάω τώρα, ε; (Φεύγει για χορό).

ΖΑΝΝΗΣ: (Γελάει. Πίνει απ’ τη σαμπάνια και φτύνει) Πφ (Kάνει νόημα στον Nτάτσο) Mια μαύρη σε θερμοκρασία δωματίου.

ΝΤΑΤΣΟ: Bεβαίως, γκύριε. Mαύρη σε θερμογκρασία δωματίου.

ΖΑΝΝΗΣ: (Στον Στηβ) Κι από φαγητό; Κοίτα μη μας ρημάξουν τα στομάχια οι γάλλοι με τα σκόρδα.

(H Άλκη τελειώνει τον χορό. Aκούγονται ανδρικές φωνές απ’ τους θαμώνες: OΛA! OΛA! H Άλκη γελάει. Κοιτάζει προς τη μεριά του Ζαννή και διστάζει. Ύστερα γυρίζει πλάτη και με μια ξαφνική κίνηση βγάζει τη μπλούζα της. Χειροκροτήματα).

Wednesday, March 28, 2007

ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

"If you find a path with no obstacles,
it probably doesn't lead anywhere."

Henry Wadsworth Longfellow

Tuesday, March 27, 2007

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ

Σήμερα γιορτάζουμε το θέατρο. Στην Ελλάδα δεν γίνονται πολλά γι' αυτό. Κάποιες εκδηλώσεις σ' έναν σύγχρονο πολιτιστικό χώρο και σε κάποιο άλλο θέατρο κάποιες αναγνώσεις ξένων θεατρικών έργων με τη μορφή αναλογίου. Ίσως σε κάποια θέατρα πριν την έναρξη της παράστασης να υπάρξουν ευχές από τους συντελεστές. Λίγα πράγματα για κάτι πραγματικά πολύ μεγάλο.
Σαν μια μικρή συμβολή δημοσιεύω ένα απόσπασμα από την εισήγησή μου σε Ημερίδα για το Θέατρο που είχε γίνει πριν δυο τρία χρόνια .


ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
"Θα προσπαθήσω μέσα σε δέκα λεπτά να σας μιλήσω γι’ αυτό που προσωπικά θεωρώ ως την σπουδαιότερη μορφή επικοινωνίας των ανθρώπων μετά τον έρωτα: Το θέατρο!

Και θα σας μιλήσω ορμώμενη από τις εμπειρίες μου σαν δημιουργός. < style="font-family: arial;">Ο δημιουργός λοιπόν δεν ζητά τίποτ’ άλλο παρά μόνο επικοινωνία. Το θέατρο πιστεύω ότι δίνει τη δυνατότητα της επικοινωνίας με τον πιο άμεσο τρόπο.
Γι’ αυτό τον λόγο θεωρώ ότι το θέατρο είναι η τέχνη των τεχνών!
Η Τάνια Μέγιερ, μια γερμανίδα δραματογράφος λέει πως:
«Το θέατρο είναι μια τέχνη που περιλαμβάνει όλες τις άλλες τέχνες και όλα τα στοιχεία της ζωής».
Πράγματι οι ρίζες του θεάτρου βρίσκονται στην τελετουργία που εξέφραζε τις ανθρώπινες ευχές για την πραγματική ζωή, τους έρωτες, τα οράματα, τις ιδέες, τις συγκρούσεις, τις ανάγκες, τις ενέργειες των ανθρώπων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το θέατρο είχε, και ακόμη έχει, όταν βρίσκεται σε χέρια εμπνευσμένων δημιουργών είτε αυτοί είναι σκηνοθέτες, είτε συγγραφείς, είτε ηθοποιοί, τη δυνατότητα να είναι ένα ισχυρό μέσον για την ελεύθερη έκφραση του ατόμου, τη δημιουργικότητα και τον κοινωνικό διάλογο.
Είπα κοινωνικό διάλογο; Υπάρχει τέτοιο πράγμα σήμερα; Φοβάμαι ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται σαν εποχή της εικόνας και της παθητικής στάσης απέναντι στα γεγονότα, τα οποία παρακολουθούμε αμέτοχοι από τον καναπέ μας, είτε αυτά είναι πόλεμοι, είτε η 11η Σεπτεμβρίου, είτε η δίκη της 17ης Νοέμβρη, είτε οι θάνατοι ανηλίκων από τα ναρκωτικά, και άλλα συγκλονιστικά γεγονότα που φτάνουν σε μας, σαν ενημέρωση, από κάθε γωνιά του κόσμου. Από τον καναπέ μας εισπράττουμε την κοινή γνώμη διαμορφωμένη από τα μήντια και όχι με τη συμμετοχή μας. Πράγμα που μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν είναι πράγματι η αληθινή κοινή γνώμη των πολιτών.
Το θέατρο λοιπόν μέσα στις σημερινές αυτές συνθήκες αποτελεί ίσως το μοναδικό άμεσο μέσον. Ο κόσμος έχει αλλάξει. Αλλά το θέατρο παραμένει σταθερό. Έχει την ίδια αξία σήμερα μ’ αυτήν που είχε παλιά. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια έκφραση της δημοκρατίας. Όπως λέει και ο σπουδαίος θεατράνθρωπός μας ο Αλέξης Σολομός στο σημαντικό Θεατρικό λεξικό του, στην Αθηναϊκή Δημοκρατία οι τραγωδίες απέκτησαν τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, ξέφυγαν απ’ τους ήρωες-θεούς, και άρχισαν να ασχολούνται με το δίκιο και το άδικο και έβαλαν σαν στόχο τους να υμνήσουν τον θρίαμβο της ανθρώπινης σκέψης και την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου.
Ήταν λοιπόν το θέατρο τότε το άμεσο μέσον της κριτικής ματιάς απέναντι στα πράγματα. Το ίδιο θα έπρεπε να είναι και σήμερα. Και πολλές φορές είναι.
Αυτή η αμεσότητα του θεάτρου είναι που μπορεί να πυροδοτήσει τον κοινωνικό διάλογο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί όταν γίνεται κάτι στο θέατρο, εσείς είστε εκεί. Με ψυχή και σώμα. Είστε εκεί! Η ένταση, ο θυμός, η χαρά, οι πράξεις, ο έρωτας, ο θάνατος, ο φόνος, η αδικία, η ύβρις, η βία διαδραματίζονται ζωντανά μπροστά σας, δίπλα σας, ανάμεσά σας. Από ζωντανούς ανθρώπους. Κι αυτό δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Και είναι τόσο μεγαλύτερη η συγκίνηση, όσο περισσότερο αφορά τους θεατές το θέμα. Είναι σαν να το ζείτε εκείνη ακριβώς τη στιγμή εσείς οι ίδιοι εκεί. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να σας αφήσει αδιάφορους ή αμέτοχους, όπως ίσως συμβαίνει με το πανί και ακόμη περισσότερο με το γυαλί.
Το θέατρο είναι ζωντανό. Σπαρταράει. Με την εξής βεβαίως τεράστια διαφορά από την αληθινή ζωή: Δεν κινδυνεύουμε μέσα σ’ αυτό. Έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε τη βία, τον πόνο, την προδοσία του έρωτα, την αδικία, κλπ, χωρίς να είμαστε οι ίδιοι το θύμα. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για όλ’ αυτά χωρίς αναστολές. Εν ψυχρώ και όχι εν θερμώ. Που σημαίνει ότι κάνουμε έναν εποικοδομητικό διάλογο. Ότι θέτουμε ερωτήσεις, που διαφορετικά κοιμούνται στον καναπέ.
Δεν ξέρω αν η αμεσότητα του θεάτρου μπορεί να μας κάνει καλύτερους ή χειρότερους. Έχει πιστεύω όμως μεγάλη αξία όταν σε απασχολούν τα θέματα που έχει θίξει και σου γεννούν ερωτήσεις. Όλο και περισσότερες ερωτήσεις. Γιατί το θέατρο, και γενικότερα η τέχνη, δεν υπάρχει για να δίνει απαντήσεις. Οι ερωτήσεις δημιουργούν την κριτική ματιά απέναντι στα πράγματα.
Σαν συγγραφέας καταλαβαίνετε χαίρομαι όταν ένα το έργο μου αγγίζει το κοινό. Αλλά δεν μένω μόνο σ’ αυτό. Χαίρομαι ακόμη πιο πολύ όταν διαπιστώνω τον πολύ σπουδαίο ρόλο που μπορεί στ’ αλήθεια να παίξει το θέατρο στην καθημερινή μας ζωή. Ξαφνικά, μπορούμε μέσα απ’ αυτό να ανακαλύπτουμε τον διπλανό μας, ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό βλέποντας τη ζωή μας να παίζεται πάνω στο σανίδι.
Ας θυμηθούμε εδώ τι έλεγε ο Σέξπιρ: «Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή!»Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή!"


Thursday, March 22, 2007

ΣΚΗΝΗ 2

MEΓEΘYMENOΣ HXOΣ AΠO ΘAΛAΣΣA ΠOY ANEBAINEI ΣYNEXEIA MEXPI ΠOY ΞEΣΠAEI.

(Στον πύργο. O πολυέλαιος είναι αναμμένος. Το μεγάλο τραπέζι είναι τώρα κρεβάτι. Σε μια γωνιά μια βαλίτσα μεγάλη με ρόδες. Πάνω στο κρεβάτι ένα λάπτοπ ανοιγμένο. Στο πάτωμα πεταμένα γραμμένα χαρτιά).

ΑΛΚΗ: (Μπαίνει μέσα τρέχοντας. Είναι λαχανιασμένη και αναστατωμένη. Σταματά να πάρει ανάσα. Κάθεται στο κρεβάτι και βάζει τα γυαλιά της. Μετά από λίγη σκέψη αρχίζει να πληκτρολογεί στο λάπτοπ. Σταματά. Πηγαίνει και μαζεύει τα χαρτιά της από κάτω. Διαβάζει προς το κοινό) Kυρίες και κύριοι σύνεδροι. Συμμετέχοντας στα προγράμματα της ευρωπαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής, μμμ... Όχι, όχι (Κάνει το σταυρό της) Ελέησον Κύριε (Διορθώνει) Κύριε ελέησον! (Βγάζει τα γυαλιά της. Σιωπή. Άλλο ύφος. Τα λέει απ’ έξω) Kυρίες και κύριοι σύνεδροι. Θα σας μιλήσω- Θέλω να σας μιλήσω- Η αναπτυξιακή πολιτική- Όχι. Η προώθηση της αναπτυξιακής- Σκατά! (Πετάει τα χαρτιά κάτω. Σιωπή. Ξαφνικά βγάζει τη μπλούζα της. Τη χαϊδεύει. Την αγκαλιάζει σφιχτά σαν να ‘ναι άνθρωπος. Για λίγο έτσι. Κι ύστερα ξαφνικά την πετά στο κοινό φωνάζοντας) Παρ’ την πίσω!

<>(Απότομα σβήνουν τα φώτα ενώ έχει ήδη αρχίσει ν’ ακούγεται δυνατή
κλαμπίστικη μουσική).

Δέκα βιβλία

Ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση του Χρήστου Φασούλα για τα δέκα καλύτερα βιβλία. Το ξέρει βέβαια ότι βάζει δύσκολα κι εγώ του ξεγλιστράω με τρόπο αναφέροντας τα δέκα βιβλία του τελευταίου χρόνου. Διότι, όπως είναι προφανές, τα δέκα καλύτερα βιβλία της ζωής μου είναι πάνω από 100! Και τα περισσότερα δεν θα τα ονομάτιζα με τον τίτλο τους, απλώς θα ανέφερα το όνομα του συγγραφέα. Όπως Νοστογιέφσκι, Κάφκα, Πόε, Καζαντζάκης, Τζόυς, Μπατάιγ... και πόσοι άλλοι. Αυτοί δεν έγραψαν βιβλία. Αυτοί ήταν συγγραφείς!

Δέκα βιβλία τελευταίου έτους (Δεν είναι όλα μυθοπλασία)
1. Πωλ Ρισέρ ΤΟ ΚΑΚΟ (δοκίμιο για τη βία και τον πόνο)
2. Ίαν μακ Γιούαν Ο ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΗΠΟΣ (παλιότερη νουβέλα του συγγραφέα)
3. Σώτη Τριανταφύλλου Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ (ενός δολοφόνου και βιαστή)
4. Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΙ (με πρωταγωνιστή το... μέλι)
5. Τζέφρυ Εΰγενίδης MIDDLESEX (η ιστορία ενός ερμαφρόδιτου)
6. Ιρβιν Γιάλομ Ο ΔΗΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (μάθημα ψυχανάλυσης αν διαβαστεί χωρίς προκαταλήψεις)
7. Μαρκ Χάντον ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ: (με τη φόρμα του αστυνομικού μιλάει για άλλα)
8. Ντόρα Ρωζέτη Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΗΣ (όχι για τη λογοτεχνικότητα αλλά για την τόλμη)
9. Γκράχαμ Μάστερτον ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (μιλάει για μια γυναίκα που απολυμαίνει σπίτια όπου έγιναν φόνοι)
10. Χιτόμι Καναχάρα Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ (η σύγχρονη Ιαπωνία μέσα από τα μάτια μιας έφηβης)

Το μπαλάκι τους:
simon says
librofilo
basileios
ioeu
ange-ta

Wednesday, March 21, 2007

Για την ΠΟΙΗΣΗ

Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσέ ζουρνά σου!
Φλουρί κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλητηυ χορεύτρα!
Στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούτζινα γιορντάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
και φέρνει ο λάγνος σου χορός την πεθυμιά της νύχτας!..

Κρασί ας μη παύσουν τ' άτακτα μουστάκια μας να στάζουν!..
Ε συ, πατέρα! Η κόρη σου 'πόψε το παραμύθι
θα μου είπει το τσιγγάνικο πα' στο προσκέφαλό μου!

Τσιγγάνικο
του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Παλιές αγάπες, αλησμόνητες. Γιατί η ποίηση μπορεί να φτιάχνει και εικόνες.

Tuesday, March 20, 2007

Η ΑΛΛΑΓΗ... ΦΥΛΟΥ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ

Ο σημαντικός ρόλος του αφηγητή στο ιστορικό μυθιστόρημα

Αν κάποιο από τα στοιχεία ενός ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα έχει τη μεγαλύτερη σημασία, αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι η επιλογή του αφηγητή.

Το ότι η ιστορία είναι γραμμένη από τους νικητές, αποτελεί πλέον μια απόλυτη γνώση. Το ότι η ιστορία είναι γραμμένη με το αίμα των ηττημένων, καθώς περνούν τα χρόνια, το συνειδητοποιούμε ακόμη και όσοι πιστεύαμε στους ήρωες που έπεσαν μαχόμενοι με αυτοθυσία. Τα ιστορικά γεγονότα είναι καταγραμμένα από τους ιστορικούς με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια επιτρέπουν οι πηγές.

Το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας, παρόλο που γνωρίζει μια νέα άνθιση, πολλές φορές παραμένει στατικό αναπαράγοντας τα ήδη γνωστά με τους ήδη γνωστούς μυθιστορηματικούς τρόπους. Ιστορικά γεγονότα, γνωστά ή λιγότερο γνωστά ιστορικά πρόσωπα παρελαύνουν από χιλιάδες σελίδες. Προβλέψιμες αντιδράσεις, αφηγήσεις- μαρτυρίες από πρώτο χέρι που επαναλαμβάνουν τα κατορθώματα των αφεντάδων τους, των κυράδων τους, των συμμαχητών ή άλλων αυτόπτων μαρτύρων ειδικά των πολέμων και των καταστροφών. Άλλα μυθιστορήματα γραμμένα στο τρίτο πρόσωπο με τη μέθοδο του παντογνώστη αφηγητή, άλλα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση που εξιστορεί τα γεγονότα όπως τα έζησε ο ίδιος ο ήρωας, ο δευτερεύων ήρωας, ή ένας τρίτος που ερευνά. Και πάντα η αφήγηση ρέει μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των γνωστών καταγεγραμμένων γεγονότων. Το ιστορικό μυθιστόρημα επαναλαμβάνει τον εαυτό του εν πολλοίς. Τι μένει για να αλλάξει; Όχι βέβαια κι άλλους μυθιστορηματικούς ήρωες κατ’ εικόνα και ομοίωση των ήδη υπαρχόντων. Και βέβαια όχι η αλλαγή… φύλου του αφηγητή. Το να δώσει «φωνή» ο δημιουργός σε μια γυναίκα αντί του συνηθισμένου άντρα αφηγητή, που ως τέτοιος έχει συμμετοχή στα γεγονότα, ιδιαίτερα των παρελθόντων ετών. Το θέμα δεν είναι η αλλαγή φύλου του αφηγητή, εφόσον ο αφηγητής εξακολουθεί να διηγείται με τον παραδοσιακό τρόπο. Είτε άντρας είτε γυναίκα το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Δεν ανανεώνεται το ιστορικό μυθιστόρημα, σε περίπτωση βέβαια που αυτό είναι το ζητούμενο. Η πρόκληση για έναν συγγραφέα, που θα τολμούσε να θέλει να αντισταθεί στα καθιερωμένα, θα ήταν, όχι η αλλαγή του φύλου, αλλά κάτι ριζοσπαστικότερο. Η εντελώς διαφοροποιημένη οπτική γωνία της αφήγησης.

Τα ιστορικά γεγονότα, τα όποια εν γένει γεγονότα, έστω και αν δεν γνωστοποιούνται, έστω και αν δεν απαιτούν την παρουσία μας κατά τη στιγμή της συντέλεσής τους, μας συγκλονίζουν με τις συνέπειές τους. Αυτές οι συνέπειες εισπράττονται διαφορετικά από όσους είναι μέσα στη δράση και διαφορετικά από όσους ζουν στον απόηχό τους. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι άκαπνοι, τα θύματα που δεν γνωρίζουν το γιατί, τα παιδιά, έστω και «καλών οικογενειών» που οι γονείς τους κινούν τα νήματα, είναι αποδέκτες των σεισμών. Αδύναμοι να αντιδράσουν. Ανίκανοι να διαμορφώσουν καταστάσεις. Έκπληκτοι από τη ροή που τους κατακλύζει. Αναρωτιούνται, υποψιάζονται, υποθέτουν, παλεύουν με το άγνωστο, αφανίζονται χωρίς ίσως ποτέ να γνωρίσουν την αιτία, και αγωνίζονται να ξεφύγουν από έναν άγνωστο κίνδυνο που τον νιώθουν σα σκιά. Κι όμως ζουν τις ιστορικές στιγμές που οι άλλοι διαμόρφωσαν εν αγνοία τους.

Ποιος είναι αυτός που ορίζει στο διηνεκές ότι το ιστορικό μυθιστόρημα που δεν έχει αφηγητή κάποιον, που να γνωρίζει από πρώτο χέρι τα γεγονότα, δεν νοείται ως τέτοιο; Μα τότε που βρίσκεται η ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος; Ο γνώστης αφηγητής δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιγράφει τα γεγονότα έτσι όπως τα παρουσίασαν επί σειρά ετών οι ίδιοι οι ιστορικοί στα συγγράμματά τους. Έτσι ακριβώς όπως τα διηγούνται στα μέχρι στιγμής ιστορικά μυθιστορήματα οι συγγραφείς που προσπαθούν να είναι πιστοί στα γεγονότα και στα πρόσωπα. Ή στις αναλύσεις τους παίρνοντας άλλοτε το μέρος των νικητών και άλλοτε των ηττημένων. Προσωπικά κρίνω πως έχει περισσότερο ενδιαφέρον μια τρίτη άποψη. Η οπτική γωνία αυτού που δεν ξέρει τα γεγονότα, που δεν παραθέτει τις δυο πλευρές –αφήνοντας τάχα μου ανοιχτό το συμπέρασμα στον αναγνώστη- αλλά που εικάζει, που παραπαίει, που προβληματίζεται και προβληματίζει. Και που πάνω απ’ όλα αμφισβητεί. Αλλά για να μπορέσει ο αναγνώστης ή ο αναγνώστης-κριτής να δεχτεί ή έστω να αναγνωρίσει αυτή την οπτική γωνία της δημιουργικής αμφισβήτησης, ίσως πρέπει να είναι έτοιμος ή ώριμος γι’ αυτή την αλλαγή.

Μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, ρέει, πλάθεται κατά βούληση, αναδιπλώνεται και διακτινίζεται είναι το λιγότερο οπισθοδρομικό να ζητάμε από έναν συγγραφέα ιστορικού μυθιστορήματος να ορίζει αφηγητή έναν στρατιώτη για να διηγηθεί έναν πόλεμο. Ή έναν πολιτικό για να εξιστορίσει πολιτικές δολοπλοκίες. Τι καινούριο είναι δυνατόν να περιμένει να ακούσει κανείς από αυτόν; Και τι αξία μπορεί να έχει πλέον ένα ιστορικό μυθιστόρημα στην εποχή μας, που όλα έχουν μαθευτεί, αν δεν εισάγει καινά δαιμόνια; Ένα από αυτά πιστεύω πως είναι το είδος του αφηγητή που θα επιλέξει.
Παραδείγματος χάριν να διηγείται τον πόλεμο και την καταστροφή μια έφηβη που δεν ξέρει απ’ αυτά. Αλλά που σίγουρα τα έχει υποστεί εν αγνοία της.

Sunday, March 18, 2007

Δαμάσκηνα στη σοκολάτα

Παραδοσιακή σπιτική συνταγή της μαμάς μου.

Παίρνετε 20, 30, ή 40 ξερά δαμάσκηνα χωρίς κουκούτσι -ανάλογα με την αυστηρότητα της δίαιτάς σας- και τα καρφώνετε απαλά με οδοντογλειφίδες ένα ένα. Κατόπιν λιώνετε σε μπαιν μαρί αρκετή πικρή σοκολάτα της άλεφ και όπως είναι ζεστή, αχνιστή και μυρωδάτη βουτάτε ένα ένα με χάρη τα δαμάσκηνα κουνώντας τα για να πάει η σοκολάτα παντού. Κατόπιν βγάζετε τα δαμάσκηνα από τη σοκολάτα και τα κρατάτε πάνω από το μπαιν μαρί φυσώντας τα για να στεγνώσουν. Τα καρφώνετε με την οδοντογλειφίδα ανάποδα σε κομμάτι φελιζολ για να ησυχάσουν και να στεγνώσουν καλά. Σε 10 λεπτά το πολύ μπορείτε να αρχίσετε να τα τρώτε. Μπορείτε να φάτε όσα σας επιτρέπει η δίαιτά σας. Τα υπόλοιπα τα τρώτε μετά. Μπορείτε για καλύτερα αποτελέσματα να τα συνοδέψετε με ένα είδος B52 που θα το φτιάξετε με Καλούα. Καλή απόλαυση.


Ευχαριστώ τον αγαπητό Πατριάρχη Φώτιο για την ενασχόλησή του με την "Ιερή Παγίδα" στο vivliokafe του.

Wednesday, March 14, 2007

7 ταινίες 7

Και ποιά να πρωτοθυμηθείς;
1. ΒΙΡΙΔΙΑΝΑ του μοναδικού Μπουνιουέλ.
2. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ με τον αγαπημένο Μάρλον. Μπερτολούτσι βέβαια.
3. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΦΑΓΟΠΟΤΙ (ποιανού ήταν;)
4. Η ΛΗΣΤΕΙΑ του Γούντι Άλλεν (έτσι το έλεγαν που ο Γούντι πάει να ληστέψει τράπεζα με πιστόλι φτιαγμένο από σαπούνι και πιάνει βροχή;)
5. ΑΝΤΙΟ ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ ΜΟΥ φοβερό κινέζικο ή μήπως γιαπωνέζικο;
6. Ο ΔΡΑΚΟΣ του Κούνδουρου με εξαιρετικό Ηλιόπουλο.
7α. RESERVOIR DOGS Ταραντίνο κι άλλα καλά παιδιά Χαϊτέλ, Τιμ Ροθ
7 β. ΔΗΜΟΣΙΑ ΓΥΝΑΙΜΑ Μάρκο Φερρέρι (ε, δεν μπορούσα).
7γ. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ Έκλαψα...

Δεν έχω σε ποιόν να κάνω πρόσκληση. Νομίζω όλοι έγραψαν ή όχι;

ΣΚΗΝΗ 1

MEΓEΘYMENOΣ HXOΣ AΠO ΘAΛAΣΣA ΠOY ANEBAINEI ΣYNEXEIA MEXPI ΠOY ΞEΣΠAEI. ΠAPAΛΛHΛA OMIΛIEΣ ΠOY ΔEN KATAΛABAINEIΣ TI ΛENE MEXPI ΠOY ΓINETAI AΠOΛYTH HΣYXIA.

(Στον πύργο κάπου στην Ευρώπη. O πολυέλαιος είναι αναμμένος. Στο μεγάλο τραπέζι υπάρχει ένα μικρόφωνο. Mπαίνει πρώτα η AΛKH. Έχει τα μαλλιά της κομμένα αγορίστικα. Σ’ όλες τις σκηνές του πύργου τα μαλλιά της είναι έτσι. Kρατά τα γυαλιά της. Φορά μια βαθυκόκκινη, μεταξωτή, κομψή μπλούζα με ένα διακριτικό διαφημιστικό σήμα στα αριστερά και μαύρη στενή κοντή φούστα. Πίσω της ακολουθεί ο ΣΤΗΒ. H AΛKH κοιτάζει γύρω γύρω κι ύστερα πίσω της να δει αν έρχεται ο ΣΤΗΒ. Προχωρά εξετάζοντας εντυπωσιασμένη τον χώρο).

\

ΣΤΗΒ: Eδώ θα γίνει!

ΑΛΚΗ: (Βάζει τα γυαλιά της να δει καλύτερα. Ύστερα τα βγάζει).

ΣΤΗΒ: Eίναι η μεγαλύτερη αίθουσα του πύργου. Tην έχουν εξοπλίσει/

ΑΛΚΗ: Περίεργο που δεν ακούγεται από δω η θάλασσα;

ΣΤΗΒ: με όλη τη σύγχρονη τεχνολογία. Και δεν βλέπεις ούτε ένα καλώδιο. Ασύρματα όλα! Ευρώπη!

ΑΛΚΗ: Γιατί δεν ακούγεται από δω η θάλασσα;

ΣΤΗΒ: Έχουμε τρεις μέρες στη διάθεσή μας για να-

ΑΛΚΗ: Στο δωμάτιό μου ακούγεται.

ΣΤΗΒ: Nα πω να σε μεταφέρουν;

ΑΛΚΗ: Όχι. M’ αρέσει που ακούγεται.

ΣΤΗΒ: Aν σε ταράζει-

ΑΛΚΗ: Τι αν με ταράζει;

ΣΤΗΒ: Θέλω να πω- ξέρεις.

(Kοιτάζονται).

ΣΤΗΒ: Λοιπόν, με προσέχεις; Στην αρχή/

ΑΛΚΗ: (Κάνει το σταυρό της βιαστικά) Θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρω.

ΣΤΗΒ: θα κάνει μια σύντομη εισαγωγή ο Zαννής- Χριστιανή είσαι; Δεν ήξερα ότι οι Μπούλγαροι είστε-

ΑΛΚΗ: Εμείς είμαστε.

ΣΤΗΒ: (Γελάει) Πρόσεξέ με. Με προσέχεις τώρα; Μετά το Ζαννή παίρνεις το λόγο εσύ! Απ’ όλους εμάς παίρνεις το λόγο εσύ!

ΑΛΚΗ: Πάντως είναι παράξενο που δεν ακούγεται η θάλασσα, ε;

ΣΤΗΒ: Δεν έχει παράθυρα. Δεν το βλέπεις;

ΑΛΚΗ: (Bάζει τα γυαλιά της και κοιτάζει έκπληκτη γύρω γύρω) Κοίτα πέτρα! Πότε το χτίσανε;

ΣΤΗΒ: Την εποχή του Αστερίξ και του Οβελίξ, ξέρω γω. Τι μας νοιάζει. Τη δουλειά μας.

ΑΛΚΗ: (Bγάζει τα γυαλιά της) Στηβ, πόση ώρα πρέπει να μιλήσω;

ΣΤΗΒ: Όχι πάνω από είκοσι λεπτά. Συνέδριο κάνουμε, όχι κήρυγμα σε εκλησία.

ΑΛΚΗ: Για μένα είναι πολλά!

ΣΤΗΒ: Για συνέδριο ή για κήρυγμα;

ΑΛΚΗ: O κόσμος -όλοι αυτοί- που θα κάθεται;

ΣΤΗΒ: Aπό δω (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού) Θα ‘ναι καμιά πεντακοσαριά σύνεδροι. Aπ’ όλη την Eυρώπη. Είμαστε τυχεροί που-

ΑΛΚΗ: Kι ο Zίμερμαν;

ΣΤΗΒ: Aν δεν είναι ο Zίμερμαν-

ΑΛΚΗ: Eγώ! Mπροστά στο Zίμερμαν! Ελέησον Κύριε!

ΣΤΗΒ: (Τη διορθώνει) Κύριε ελέησον.

ΑΛΚΗ: Πες μου. Όλοι αυτοί ξέρουν για μένα; Θέλω να πω- Την αλήθεια;

ΣΤΗΒ: Πρόσεξέ με. Με προσέχεις; Eσύ σκέψου μόνο τι θα πεις.

ΑΛΚΗ: Ξέρουν όμως;

ΣΤΗΒ: Ξέρουν. Ξέρουν. Ξεράδια ξέρουν. Πού να ξέρουν;

ΑΛΚΗ: Θα συζητηθεί αν ξέρουν. Θα-

ΠAYΣH

ΑΛΚΗ: Στηβ. Πρέπει να δω το Ζαννή. Γιατί μου τον κρύβετε; Εσύ μου τον κρύβεις.

ΣΤΗΒ: Σσσσς. Όλα είναι under control. Ο Ζαννής λέει, κι εγώ εκτελώ.

ΑΛΚΗ: Mια φορά μόνο. Για πέντε λεπτά.

ΣΤΗΒ: Άλκη!

ΑΛΚΗ: Δύο λεπτά;

ΣΤΗΒ: Θα σε ταράξει/

ΑΛΚΗ: Ένα λεπτό μόνο;

ΣΤΗΒ: ειδικά τώρα.

ΑΛΚΗ: Tο ελέγχω.

ΣΤΗΒ: Πρόσεξέ με. Εδώ δεν παίζουμε πια. Ή το κάνεις ή… ολοταχώς πίσω εκεί που ανήκεις. Στο μπαρ! Τα ‘θελε όμως ο κώλος σου, ε; (Κοιτάζει τη μπλούζα της) Δεν τη βγάζεις αυτή τη μπλούζα από πάνω σου;

Sunday, March 11, 2007

Τέχνη

Η συγγραφή είναι εύκολη!
Δεν έχεις παρά μόνο να σβήνεις
τις λάθος λέξεις...

Μαρκ Τουαίν

Thursday, March 08, 2007

Tuesday, March 06, 2007

blog-έρως ανάγνωσης

Σελίδες από βιβλία που διάβασα και ξεχώρισα.

«… Σ' ένα κρεμαστάρι στερεωμένο στην πόρτα του κελα­ριού υπήρχε μια τσάντα για ψώνια, φτιαγμένη από ζωη­ρόχρωμο σπάγκο. Μέσα στην τσάντα υπήρχαν δυο μή­λα και δυο πορτοκάλια. 'Έσπρωξα την τσάντα με το δά­χτυλό μου και την έκανα να αιωρηθεί σαν εκκρεμές. Κινιόταν πιο ελεύθερα από τη μια κατεύθυνση παρά από την άλλη, και χρειάστηκα ένα διάστημα για ν' ανα­καλύψω ότι αυτό οφειλόταν στο σχήμα των λαβών της τσάντας. Δίχως να σκεφτώ, άνοιξα την πόρτα του κελα­ριού, άναψα το φως καί κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά.
Το φτυάρι ήταν στο κέντρο ενός μεγάλου, στρογγυ­λού λεκέ από ξερό τσιμέντο. Μου θύμισε το δείκτη ενός μεγάλου σπασμένου ρολογιού. Προσπάθησα να θυ­μηθώ ποιος από μας το είχε χρησιμοποιήσει τελευταίος, άλλά τώρα δε θυμόμουν καθαρά τη σειρά των γεγονό­των. Το σήκωσα, και το σκέπασμα του μπαούλου ήταν ανοιχτό, όπως το είχαμε αφήσει. Αυτό το θυμόμουν. Πέρασα το χέρι μου πάνω στο τσιμέντο που γέμιζε το μπαούλο. Ήταν πολύ ανοιχτό γκρίζο και ζεστό στην αφή. Μια λεπτή σκόνη έμεινε στο χέρι μου. Παρατήρη­σα ότι διαγώνια στην επιφάνεια υπήρχε μια ρωγμή λε­πτή σαν τρίχα, που έκανε διχάλα στην άκρη. Γονάτισα και πλησίασα τη μύτη μου και μύρισα. Υπήρχε μια πο­λύ σαφής γλυκιά μυρωδιά, άλλά όταν σηκώθηκα πάλι, κατάλαβα ότι είχα μυρίσει το φαγητό που έβραζε πάνω. Κάθισα σ' ένα σκαμνί κοντά στο μπαούλο και σκέφτη­κα τη μητέρα μου. Προσπάθησα με όλη μου τη δύναμη να σχηματίσω μια εικόνα του προσώπου της στο μυαλό μου. Είχα το ωοειδές περίγραμμα ενός προσώπου, αλλά τα χαρακτηριστικά μέσα σ' αυτό το σχήμα δεν εννοού­σαν να μείνουν ακίνητα, ή έλιωναν το ένα μέσα στ' άλ­λο και το ωοειδές σχήμα μετατρεπόταν σε γλόμπο. Όταν έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα στ' αλήθεια ένα γλόμπο. Μια φορά, τό πρόσωπο της μητέρας μου εμφα­νίστηκε για μια στιγμή, πλαισιωμένο από το ωοειδές σχήμα και χαμογελώντας αφύσικα, όπως έκανε όταν πόζαρε για φωτογραφίες. Έφτιαξα φράσεις και προσπάθη­σα να την κάνω να τις πει. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να τη φανταστώ να λέει. Τα πιο άπλά πράγματα όπως: «Δώσε μου αυτό το βιβλίο» ή «Καλη­νύχτα», δεν έμοιαζαν με πράγματα που θα έλεγε. Ήταν η φωνή της χαμηλή ή ψιλή; Είχε αστειευτεί ποτέ; Ήταν λιγότερο από ένα μήνα πεθαμένη και ήταν στο μπαούλο δίπλα μου. Ακόμα κι αυτό δεν ήταν σίγουρο. Ήθελα να την ξεθάψω και να δω.
Πέρασα το νύχι μου πάνω από τη λεπτή ρωγμή. Δε θυμόμουν καθόλου τώρα γιατί είχαμε αποφασίσει να τη βάλουμε στο μπαούλο. Εκείνη τη στιγμή είχε φανεί απλό, για να κρατήσουμε την οικογένεια ενωμένη. Ήταν καλός λόγος αυτός; Ίσως να ήταν πιο ενδιαφέ­ρον να χωρίσουμε. Ούτε μπορούσα να σκεφτώ αν αυτό που είχαμε κάνει ήταν κάτι το συνηθισμένο, κατανοητό, ακόμα κι αν ήταν σφάλμα, ή κάτι τόσο αλλόκοτο που, αν ποτέ το ανακάλυπταν, θα το έγραφαν με πελώριους τίτλους σε όλες τις εφημερίδες της χώρας. Ή τίποτα απ' όλα αυτά, κάτι που θα μπορούσες να διαβάσεις κά­τω κάτω στην τοπική εφημερίδα και να μην το ξανα­σκεφτείς. Ακριβώς όπως και η εικόνα του προσώπου της που σχημάτιζα, ή κάθε σκέψη που έκανα, διαλυόταν στο τίποτα.
Η αδυναμία να ξέρω η να νιώθω οτιδήποτε με σιγου­ριά, μου έδινε μια ισχυρή παρόρμηση να αυνανιστώ. Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο παντελόνι μου, και κα­θώς κοίταξα προς τα κάτω ανάμεσα στα πόδια μου, είδα κάτι κόκκινο. Πήδηξα όρθιος, κατάπληκτος. Το σκαμνί που καθόμουν ήταν κατακόκκινο. Το είχε βάψει πριν από πολύ καιρό ο πατέρας μου και το βάζαμε στο λου­τρό, στο κάτω πάτωμα. Η Τζούλι ή η Σου θα πρέπει να το είχαν κατεβάσει κάτω για να κάθονται κοντά στο μπαούλο. Αντί αυτό να με παρηγορήσει, με τρόμαξε. Δε μιλούσαμε καθόλου ο ένας στον άλλο για τη μητέ­ρα. Ήταν το μυστικό του καθενός μας. Ακόμα κι ο Τομ σπάνια την ανέφερε, και μόνο καμιά φορά τη φώ­ναζε όταν έκλαιγε τώρα πια ...»

(σελίδες 89-90)

Ίαν Μακ Γιούαν
Ο ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΗΠΟΣ
Μετάφραση Ρένα Χάτχουτ
Εκδόσεις Γράμματα (1982)

Σε μόλις 143 σελίδες ο ψαγμένος και βραβευμένος με booker συγγραφέας του «Άμστερνταμ», της «Εξιλέωσης» και του «Σαββάτου» ξεδιπλώνει το απόλυτο κακό με την αφέλεια του ήρωά του, ενός δεκατετράχρονου έφηβου. Με μια αφοπλιστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση και με μια ωμή, κοφτερή και γλαφυρή γλώσσα περιγράφει τις ταραγμένες ημέρες μιας οικογένειας σε μια εγγλέζικη επαρχία (γραμμένο το 1978) σαν άριστος γνώστης της αντίστοιχης ηλικιακής ψυχοσύνθεσης. Σχέσεις οργισμένες, παράνομες, αιμομεικτικές και απόκρυφες ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά της οικογένειας αραδιάζονται χωρίς αιδώ στα μάτια του αναγνώστη και απειλούν τις ψυχικές του ισορροπίες και τα ταμπού. Το κείμενο του Μακ Γιούαν δαγκώνει. Όταν μιλάει για το θάνατο του πατέρα ή της μητέρας. Όταν συγκρούεται ο βέβαιος εγκλεισμός σε ίδρυμα των ορφανών τσογλαναράδων με τις κληροδοτημένες προσταγές της θανούσης μητέρας να κάνουν τα αδύνατα δυνατά να παραμείνουν ενωμένοι σαν οικογένεια. Είναι η στιγμή που ο καθηλωμένος αναγνώστης δεν πιστεύει αυτό που διαβάζει. Το βδελυρό θάψιμο της νεκρής μητέρας μέσα σε ένα μπαούλο και την τσιμέντωσή της. Τα τρομαγμένα παιδιά έχουν τη λύση που θα τους σώσει από το ορφανοτροφείο. Δεν δηλώνουν τον θάνατό της. Και τη γλιτώνουν ζώντας μ’ ένα πτώμα στο υπόγειο και με το βραχνά της επιβίωσης από δω και μπρος. Ο Μακ Γιούαν έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του. Βουτάει στα βαθιά χωρίς να φοβάται και προχωρά στην περιγραφή μιας βασανιστικής ενηλικίωσης μέσα από τα τραύματα της παιδικής ηλικίας και τις αντιξοότητες της ζωής εκεί έξω. Δεν αποκαλύπτω το τέλος. Αλλά και δεν έχει σημασία το τέλος παρόλο που ακολουθείται ενίοτε η δομή του θρίλερ. Τη γοητεία την έχει το ίδιο το ταξίδι στη γραφή του άγγλου.


Το βιβλίο νομίζω έχει εξαντληθεί στην ελληνική του έκδοση. Μου το εμπιστεύτηκε (δανεικό) ένας επίσης μανιώδης φίλος της ανάγνωσης που γνώρισα πρόσφατα και τον ευχαριστώ.



Sunday, March 04, 2007

Τέχνη

"Γράφω μόνον όταν έχω έμπνευση. Ευτυχώς έχω έμπνευση στις 9 η ώρα κάθε πρωί."
Ουίλιαμ Φώκνερ

Thursday, March 01, 2007

Τέχνη

Προσέρχομαι ταπεινά στην τέχνη γιατί ταπεινός είμαι.

Χωρίς το θάρρος ν’ αγκαλιαστώ με την αληθινή ζωή.

Τότε θα ήμουν αλλιώς,

θα ήμουν αλλού, θα ήμουν άλλος.

Σ έναν πραγματικό πόλεμο θα ήμουν μαχητής, μια σημαία τρυπημένη θα κρατούσα πεισμωμένος, θα κολυμπούσα στα βαθιά ενός έρωτα τρελού,
θα έγερνα ματωμένος σε μια γωνιά του δρόμου γελώντας. Με το αίμα καυτό να χτυπιέται αφηνιασμένο στις φλέβες.

Τώρα ματώνω μπροστά στην αστραφτερή μου οθόνη, με τα μικρά μου χέρια να χαϊδεύουν κρύα λευκά καθορισμένα πλήκτρα,

ή αγκαλιασμένος με μια κούφια γδαρμένη κιθάρα να σπαράζω. Καθώς το χέρι μου τεντώνει και αφήνει τις χορδές να μιλούν εκείνες για το σκοτάδι της ψυχής που εγώ δεν μπορώ ν’ αντικρίσω.

Ή σκύβω πάνω στο χαρτί τρεμουλιαστός, ή τραγουδώ στις όπερες και στις σκηνές του κόσμου απαγγέλνω και χορεύω όνειρα ανθρώπων αληθινών που παίρνω δανεικά για να υπάρξω.

Προσέρχομαι ταπεινά στην τέχνη, σκυφτός, μπαίνω μέσα της, κλείνω πίσω μου την πόρτα, σφαλίζω τα μάτια, είμαι καλά κρυμμένος. Στο καταφύγιο.

Έξω μαίνεται η καταιγίδα.

Μη νομίζεις ότι είμαι δειλός.

Λίγος Είμαι.

Tuesday, February 27, 2007

Για την εκδήλωση

Τελικά υπήρξαν αρκετοί που δεν... φοβήθηκαν και έπεσαν στην... παγίδα!
Τους ευχαριστώ όλους.
Και όσους ήρθαν και όσους είχαν την πρόθεση και κάποιο τυχαίο γεγονός ματαίωσε τα σχέδια.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα "κάποιον" που από μακριά μου έστειλε ένα λευκό λουλούδι. Το έβαλα στο γραφείο μου και τον θυμάμαι.
Και η ζωή συνεχίζεται ραγδαία.

Friday, February 23, 2007

ΠΑΓΙΔΑ-ΚΙΝΔΥΝΟΣ

Τη Δευτέρα στις 26 Φεβρουαρίου 2007 ώρα 8.00 μμ
θα στηθεί παγίδα
στο Βυζαντινό Μουσείο
(Βασ. Σοφίας 22)
Προσωπικά φοβάμαι να πάω.

Μάλλον θα είναι εκεί οι πιο τολμηροί απ όλους
ο Αλέξης Ζήρας
ο Νίκος Νικολούδης
η Ελένη Γκίκα
η Μαρία Μαλταμπέ
και ο Άκης Σακελλαρίου.

Αν υπάρχουν κι άλλοι τολμηροί ας το ρισκάρουν, τι να πω.

Το κρασί λέτε να πίνεται ή θα είναι απ' την εποχή του... Βυζαντίου;

Δεν ξέρω τι σόι παρουσίαση θα είναι αυτή.
Θα δούμε.

Wednesday, February 21, 2007

5 αλήθειες που (μου) άλλαξαν τον κόσμο

Μετά από πολλές μέρες αναγκαστικής αποχής από το κομπιούτερ -λόγω ενός ιού (του κομπιούτερ)- σήμερα είμαι πάλι εδώ. Πάνω στην ώρα για το παιχνίδι.
Ευχαριστώ τον "ρήντερ" και την "αναγνώστρια" που με προσκάλεσαν στο παιχνίδι της αλήθειας. Όταν ήμουν μικρή το έπαιζα με μανία με τους φίλους μου. Τώρα είναι πιο δύσκολο. Οι προκλήσεις ωστόσο με γοητεύουν. Για να δούμε λοιπόν.
1. Δεν κατόρθωσα ποτέ στη ζωή μου να διακρίνω με ευκρίνεια τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. (Είμαι ονειροπαρμένη;)
2. Ο,τιδήποτε ακραίο, σκοτεινό και ασυνήθιστο εξασκεί πάνω μου ασύλληπτη γοητεία. (Είμαι διεστραμμένη;)
3. Μου αρέσουν την ίδια στιγμή αντίθετα πράγματα. Να μένω αραχτή σπίτι και να τρέχω στους δρόμους. Να ταξιδεύω και να είμαι σε ακινησία. Να είναι μέρα και συγχρόνως νύχτα. (Είμαι σχιζοφρενής;)
4. Κάνω πολλές ερωτήσεις. Απλές, σύνθετες, αδιάκριτες. Ψάχνω πάντα το γιατί. Και ονειρεύομαι να γίνω κάποτε αόρατη και να μπαίνω στα σπίτια για να παρακολουθώ τις ζωές των άλλων. (Είμαι επικίνδυνη;)
5. Μου αρέσει να στέκομαι όρθια, ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας, με το κεφάλι να γέρνει με ηδυπάθεια λίγο πίσω και αριστερά και να παίζω... τον Μάρλον Μπράντο. (Τώρα μ' αυτό τι είμαι;)

Επιτρέψτε μου να περάσω τη σκυτάλη στον ioeu, στον simon says, στην αnge-ta, στον basileios και στον νίκο παργινό, αν κι αυτοί θέλουν.

-Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την αναγνώστια (anagnostria.blogspot.com/) που ασχολήθηκε με την "Ιερή Παγίδα" στο μπλογκ της και όσους σχολίασαν εκεί.

Wednesday, February 07, 2007

Ο χαμένος νικητής

Είχε άλλο ένα ενδιαφέρον σημείο εκείνη η συνέντευξη του Φόουλς. Το αντιγράφω.
"-Η επιτυχία έχει κόστος; Και η αποτυχία έχει κάποιο κέρδος;
- Σίγουρα. Για μένα η επιτυχία είναι ο διάβολος προσωποποιημένος. Είναι μια πάθηση η επιτυχία που σου κόβει τα πόδια και τα χέρια. Η αποτυχία είναι η συνείδηση ότι σημασία έχει ο αγώνας και όχι η νίκη. Η νίκη στην πραγματικότητα είναι η κυριότερη ήττα της ζωής μας. Δεν λέω ότι δεν επιδιώκουμε τη νίκη αλλά κυνηγώντας την αποθέωση γνωρίζουμε τη συντριβή σχεδόν πάντα".

Μεγαλειώδης φράση: "Κυνηγώντας την αποθέωση γνωρίζουμε τη συντριβή σχεδόν πάντα".
Μου θύμισε τον αρχιμάστορα Σόλνες του Ίψεν. Επίσης μεγαλειώδες έργο. Και πόσους άλλους ήρωες της λογοτεχνίας που απατήθηκαν από το όνειρο... Είναι οι ήρωες που αγαπώ. Οι απατημένοι. Οι ηττημένοι. Οι αληθινοί.
Δεν ξέρω σε ποιό σημείο απατήθηκε ο μικρός μου Βασίλης. Ψάχνω εβδομάδες να το βρω. Πού απατήθηκε;

Tuesday, January 30, 2007

Ο ρόλος της ηλικίας στη συγγραφή μυθιστορήματος

Ψάχνοντας στο χάος του γραφείου μου για κάποια παλιά αποκόμματα που θα με βοηθούσαν σ' αυτό με το οποίο τώρα ασχολούμαι, βρήκα κάποιο άλλο απόκομμα που με έβαλε σε σκέψεις. Και σαν να μου επιβεβαίωσε μια άποψη που λάθαινε εντός σχετικά με την ηλικία ωριμότητας του συγγραφέα. Πρόκειται για μια παλιότερη συνέντευξη του Φόουλς. Ναι αυτού που έχει γράψει τον Μάγο, τον Συλλέκτη, Την ερωμένη του Γάλλου Υπολοχαγού κλπ. Αν και δεν συμφωνώ απόλυτα στο σημείο που μιλάει για την ποίηση, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον όπου αναφέρεται στο μυθιστόρημα.
"-Γιατί όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα έχουν γραφτεί από συγγραφείς που ήταν από 40 ετών και πάνω, ενώ όλοι οι μεγάλοι ποιητές έγραψαν τα έργα τους όταν ήταν 20 χρόνων;
-Αν κρίνω από τους Άγγλους ποιητές οι περισσότεροι όντως έγραψαν τα έργα τους σε νεαρή ηλικία, μηδέ εξαιρουμένου του Σαίξπηρ, ο οποίος επίσης ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία. Για μένα η κορυφαία των τεχνών είναι η τέχνη του μυθιστορήματος, η ικανότητα να φτιάχνεις ιστορίες και να τις αφηγείσαι. Η ποίηση όμως δεν έχει να κάνει μ' αυτό. Η ποίηση δεν αφηγείται, αποκαλύπτει. Τραβάει το σεντόνι από το άγαλμα. Αυτό μπορείς να το κάνεις και παιδί. Το σεντόνι εύκολα το τραβάς. Το μυθιστόρημα θέλει δουλειά και άσκηση. Τα μυθιστορήματα γράφονται ΠΡΩΤΑ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ και μετά με το μυαλό και την ψυχή. Γι' αυτό και νομίζω ότι στο μυαλό των περισσότερων συγγραφέων ο κεραυνός στέλνει τη λάμψη του όταν βρίσκονται πάνω από την ηλικία των 30".
(Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 22 Ιουλίου 2001. Τα κεφαλαία γράμματα είναι δικά μου για να τονίσω το νόημα των λέξεων).

Το "σώμα" λοιπόν, οι αισθήσεις, οι οσμές, οι γεύσεις, τα κοιτάγματα, τα ακούσματα, οι επαφές, λαθραίες και φανερές, κι οι προεκτάσεις τους στη χημεία του σώματος είναι οι πρώτες ύλες του μυθιστορήματος. Μετά έρχονται οι ιδέες, οι αναλύσεις, τα γεγονότα, οι πλοκές, οι ανατροπές κλπ στρατηγικές και τεχνικές. Το ΣΩΜΑ μιλάει πρώτα, αυτό που στην πραγματικότητα ζει την αληθινή ζωή. Και όσο πιο πολλή αληθινή ζωή έχει στις αποθήκες του ο συγγραφέας, τόσο πιο πολύ υλικό υπάρχει για μυθοπλασία. Πρώτα ζω, μετά γράφω. Ακόμα κι αν δεν έχω ζήσει όσα γράφω, ακόμα κι αν ό,τι γράφω ανήκει στο βαθύ-βαθύ παρελθόν, η βιωμένη ζωή με οδηγεί στα χνάρια των ηρώων. Η βιωμένη ζωή μου αποκαλύπτει την πραγματικότητά τους, τις επιθυμίες τους, τα όνειρα, τα ανομολόγητά τους.
Ζω, άρα μπορώ να γράψω!
Ωραίο σαν σκέψη.


Monday, January 29, 2007

"Το Μεγάλο Παιχνίδι"

Μπορεί να το γνωρίζετε ήδη. Κάθε Δευτέρα βράδυ στις 10-11 η ΕΤ 1 παρουσιάζει την εκπομπή "Ελληνικά Μονόπρακτα" του Κώστα Γεωργουσόπουλου.
Μέχρι στιγμής έχουν παρουσιαστεί θεατρικά έργα σημαντικών ελλήνων συγγραφέων, όπως του Διαλεγμένου, του Σκούρτη, του Μέντη, του Δήμου, του Ποντίκα και άλλων γνωστών και αγαπημένων.
Σήμερα παρουσιάζεται το έργο της γράφουσας με τίτλο "Το Μεγάλο Παιχνίδι", το οποίο είχε παρουσιαστεί σκηνικά το 2002 από τη "Θεατρική Σκηνή" του Αντώνη Αντωνίου.
Τον ρόλο που τότε στο θέατρο έπαιζε ο Αντώνης σήμερα στην τηλεόραση τον υποδύεται ο Άκης Σακελαρίου.
Αυτή τη φορά η πρόσκληση -λυπάμαι- αλλά δεν έχει "θεία κοινωνία και αντιδωράκια". Η τηλεόραση δεν θα τους ταίριαζε άλλωστε. Κάτι σε ξηρούς καρπούς με μπίρα; Μμμ...

Friday, January 26, 2007

Πού κοιτάζει ο δικέφαλος αετός

"Ο μέγας δουξ Λουκάς Νοταράς, μεσάζων (πρωθυπουργός) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ήταν εκείνος που είπε την περίφημη φράση ότι ήταν προτιμότερο να δουν να βασιλεύει στην Πόλη το τουρκικό τουρμπάνι παρά η παπική τιάρα. Πόσο προτιμότερο ήταν πρόλαβε να το διαπιστώσει ο ίδιος, όταν ο Πορθητής τον ανάγκασε να παρακολουθήσει την εκτέλεση των γιων του, λίγες στιγμές πριν του πάρει και αυτού το κεφάλι. Γλίτωσε τη ζωή του μόνον ο μικρότερος γιος του, ο 14χρονος Ιάκωβος (κατ' άλλους Ισαάκιος), αλλά μόνο για να οδηγηθεί στο χαρέμι του σουλτάνου. ΄Εκτοτε η τύχη του αγνοείται από την Ιστορία.

Όχι όμως και από την ιστορία που ξεδιπλώνει η Λεία Βιτάλη. Σ' αυτήν, ο Ιάκωβος εμφανίζεται πέντε χρόνια μετά την ΄Αλωση στη Βενετία, όπου είχαν φυγαδευτεί έγκαιρα οι τρεις αδελφές του. Είναι ένα εξαθλιωμένο, άφυλο πλάσμα, που τραγουδάει σ' ένα ελεεινό καταγώγιο. Εκεί τον βρίσκουν οι αδελφές του και τον περιμαζεύουν. Η μικρότερη και πιο αγαπημένη του, η Ιουστίνη, παραλαμβάνει από αυτόν ένα δέμα με χειρόγραφα και, συνδυάζοντάς τα με όσα έζησε, όσα πληροφορήθηκε, αλλά και όσα φαντάζεται ή φαντασιώνει η ίδια, πλάθει το χρονικό της ζωής του. Που είναι «το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης». Μια διαφορετική εξιστόρηση των γεγονότων.

Η αφήγηση της Ιουστίνης παλινδρομεί ανάμεσα στο τότε (Κωνσταντινούπολη και, μετά την ΄Αλωση, Αδριανούπολη, όπου η έδρα του σουλτάνου) και το τώρα (Βενετία). Κινείται τολμηρά ανάμεσα σ' έναν ρεαλισμό που πότε πότε αγγίζει τα όρια του νατουραλισμού και σε μια υπερβατική ατμόσφαιρα με σκηνές μαγικού ρεαλισμού. Ραντίζεται συχνά από μια χαριτωμένη αφέλεια, που μερικές φορές αποκαλύπτει άμεσα τον αληθινό χαρακτήρα της: την αυτοειρωνεία μιας Ιουστίνης που μιλάει γνωρίζοντας ήδη το μέλλον, ακόμη και το μέλλον του ιστορικού μυθιστορήματος! Είναι μια αφήγηση που, όπως μας λέει εξαρχής η Ιουστίνη, δεν διεκδικεί ιστορική ακρίβεια, αμφισβητεί όμως και την αλήθεια των άλλων αφηγήσεων για την ΄Αλωση. Και οπωσδήποτε είναι πολύ ζωντανή, πολύ ζεστή. Με άλλα λόγια, καλά τα κατάφερε αυτή τη φορά η Ιουστίνη -συγγνώμη, η Λεία Βιτάλη, που πρέπει να πω ότι δεν με είχε κερδίσει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.
Η εικόνα που μας δίνει για την Κωνσταντινούπολη των παραμονών της ΄Αλωσης μικρή σχέση έχει με την καθιερωμένη. Η Πόλη έχει ουσιαστικά αλωθεί εκ των ένδον πριν ακόμη την πατήσει ο Μωάμεθ. Ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζει την κατακραυγή του λαού του, που τον βρίζει προδότη για τη φιλοενωτική πολιτική του. Οι καλόγεροι πρωτοστατούν σε συνωμοσίες εναντίον του και πολλοί από αυτούς συνεργάζονται κρυφά με τους πολιορκητές. Ο Λουκάς Νοταράς θεωρεί αναπόφευκτο το τέλος της αυτοκρατορίας και αποβλέπει στη διαφύλαξη των προνομίων της τάξης του, γιατί, όπως λέει, οι αυτοκρατορίες παρέρχονται, αλλά μένουν εκείνοι που έχουν τη δύναμη με το χρήμα τους να κινούν την Ιστορία. Ο ίδιος ο νεαρός Ιάκωβος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σ' έναν βυζαντινό πατριωτισμό και στις προσωπικές φιλοδοξίες του για εξουσία, την επιθυμία του να κάνει δική του τη γυναίκα του αδελφού του και μια παράξενη, ανομολόγητη έλξη για τον Οθωμανό ηγεμόνα, του οποίου το ερωτικό κάλεσμα φαίνεται να συλλαμβάνει πριν ακόμη τον συναντήσει πραγματικά. Η ζωή του στο χαρέμι του σουλτάνου θα τον κάνει - κυριολεκτικά - άλλον άνθρωπο. Και όταν αργότερα, στη Βενετία, συνέλθει από τους εξευτελισμούς του, θα γίνει πρωτοπόρος ενός ελληνικού πια πατριωτισμού, ποτισμένου στα νάματα της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η γένεση αυτού του κινήματος περιγράφεται από τη συγγραφέα με γενικά καταφατικό πνεύμα, αλλά, ιδιαίτερα στην κρίσιμη πρώτη συνάντηση του Ιάκωβου με τους εξόριστους Βυζαντινούς (σς 277 - 282), όχι χωρίς έναν αδιόρατο ειρωνικό σκεπτικισμό. Η κληρονομιά άλλωστε που θ' αφήσει πίσω του ο Ιάκωβος Νοταράς δεν μπορεί να είναι «αμιγώς» ελληνική: το παιδί που πρόλαβε ν' αποκτήσει πριν χάσει τον ανδρισμό του το έκανε με μια μουσουλμάνα, αφοσιωμένη δούλα των Νοταράδων."

Από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ

(Δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ» στις 20.1.2007)

Tuesday, January 23, 2007

"Ιερή"...Βραδιά!

Ήταν μια αλλιώτικη βραδιά. Λογοπαίζοντας θα την αποκαλούσα... "Ιερή"!
Είχε απ' όλα. Και απαγγελίες, και συζητήσεις, και αγία μετάληψη, και αντίδωρα με... τυρί, ντομάτα και ρόκα.
Είχε και αντιδράσεις ελαφράς μορφής. Και υγρασία. Και απειλητικά -ευτυχώς μόνο- τηλεφωνήματα.
Μα πάνω απ' όλα είχε φίλους!
Νέους. Παλιότερους. Αποκομμένους αλλά ποτέ ξεχασμένους. Φίλους πολλούς, φίλους μπλόγκερς, φίλους που δεν τους ήξερα αλλά έγιναν.
Τους ευχαριστώ όλους θερμά.
Και ευχαριστώ και όλους τους φίλους μπλόγκερς που με σχόλια, μέιλ και τηλεφωνήματα μου ευχήθηκαν τόσο εγκάρδια γι' αυτή τη βραδιά.

Wednesday, January 17, 2007

Κάτω από το χλωμό φως των κεριών
και των πολυελαίων
στην Εκκλησία της Παντοβασίλισσας
στην πλατεία της Ραφήνας
τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου στις 8.30 το βράδυ
θα γίνει η πρώτη παρουσίαση της
"Ιερής Παγίδας".

Θα ακολουθήσουν αντίδωρα και αγία κοινωνία.

Όσοι πιστοί προσέλθετε.


(Δεν ξέρω γιατί η αφίσα επιμένει να βγαίνει μπλε ενώ είναι κόκκινη)

Wednesday, January 10, 2007

Για την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ

Ευχαριστώ όσους μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν διαβάζοντας και παρουσιάζοντας την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ στα μπλογκς τους ή σχολιάζοντας στα μπλογκς άλλων.
Τον Reader's Diggest
Τον Χρήστο Φασούλα
Την Ange-ta
Τον Γιάννη Ευθυμιάδη (ioeu)

Γιατί η δημιουργία έχει στόχο την επικοινωνία.



Monday, January 08, 2007

Για τον Τάσο

Είναι ακόμη νωρίς να γράψω για σένα.
Τα λόγια, τα αισθήματα νωπά ρέουν εντός μου παφλάζοντας.
Ο καπνός του μάλμπορο
η μυρωδιά του ελληνικού καφέ
το ούζο και η ψαρόσουπα
η θάλασσα μέχρι εκεί που πατώνεις
οι ατέλειωτες συζητήσεις
οι βουτιές στα βαθιά σκοτάδια εντός
τα μισά μυστικά που ντρέπονταν
κι εκείνες οι παντόφλες στη γωνία πράσινες και ωχρές.
Σ' ευχαριστώ για ό,τι μου έδωσες
για ό,τι μου επέτρεψες να σου δώσω
η τέχνη πονάει το ήξερες
Αγαπημένε φίλε
από αυτή τη γωνιά της γης που ζω ακόμη δεν θα φύγεις ποτέ.
Σου γράφω αυτό το μήνυμα να ταξιδέψει στο χάος. Κι εκεί να σε βρει.
Και να ξέρεις:
Ο θάνατος γεννιέται μαζί με τη ζωή... Ύστερα την παίρνει μαζί του φεύγοντας. Αυτό είναι όλο.
Καλό κατευόδιο συμπατριώτη.
Στην αιώνια μνήμη
γκελ μπουραγιά

Tuesday, January 02, 2007

Η ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

ΕΝ ΕΤΕΙ 2007


(Το διήγημα έχει δημοσιευθεί στο πρωτοχρονιάτικο ΕΘΝΟΣ μαζί με άλλα 18 διηγήματα και κείμενα εκλεκτών συναδέλφων που γράφτηκαν με αφορμή την ιδέα της Ελένης Γκίκα περί «ύβρεως». Η ύβρις είναι καθιερωμένο να αποτελεί αρνητική εκδήλωση. Ωστόσο μπορεί να διαθέτει και «θετική» πλευρά. Εκείνη της ανατροπής! Των κακώς καθιερωμένων.

Μ’ αυτή την τολμηρή (!;) έννοια μπορεί να είναι και συμφιλίωση των εθνοτήτων, άρνηση του σύγχρονου μεσσιανισμού και των όποιων μεσαιωνικών μεθόδων «τιμωρίας», αντεκδίκησης και χειραγώγησης, που οδηγούν αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή της βίας αενάως).

ΚΑΪΖΕΡ ΣΤΡΑΣΣΕ

Την Κάιζερ στράσσε δεν την περπατάνε τα βράδια Γερμανοί. Ούτε καθωσπρέπει ξένοι που έρχονται στη Φρανκφούρτη για δουλειές. Όταν κλείνουν οι εταιρίες και τα καταστήματα ο δρόμος ερημώνει. Μόνο στα σεξ-σοπς και στα στριπτιζάδικα φωτίζεται η επιγραφή. Είναι οι ώρες που η Κάιζερ στράσσε ανήκει αλλού.

Ιδιαίτερα τα βράδια κάθε πρωτοχρονιάς -όπως εκείνο του 2004- όταν η Μαρία η Σιτσιλιάνα, που οι πελάτες της αποκαλούσαν «Μαντόνα», φόρεσε το κατάμαυρο παλτό της και το γκρίζο ποντικί μπερέ της, έχωσε το δώρο του τελευταίου πελάτη της στην κόκκινη τσάντα της και βγήκε, ώρα δέκα το βράδυ, στην Κάιζερ με τα τακούνια της, κάτω απ’ τη πελώρια πορφυρή σαν αίμα φούστα της, ν’ αναστατώνουν την άσφαλτο. Το κρύο τη διαπερνούσε και μια ψιλή βροχή τη βίντσιζε στο πρόσωπο εντείνοντας την αγωνία της, όλοι έλεγαν πως αιτία είναι η μοναξιά της. Γιατί η Μαρία η Σιτσιλιάνα μπορεί να είχε τους πιο γαλαντόμους πελάτες -παρόλα τα σαρανταπέντε της- αλλά από τότε που ήρθε σ’ αυτόν τον ψυχρό τόπο, η μόνη θερμή σχέση της ήταν με… το χρήμα!

Εκείνο το βράδυ τα βήματά της την έφεραν στο τετράγωνο της Κάιζερ, γωνία Βέζερ και Μύνχενερστράσσε, όπου άναβε η φωτεινή επιγραφή «Πιλστούμπε», που θα πει: το στέκι της πιλς.

Με το που πέρασε το κατώφλι η μυρωδιά της πιλς ανακατωμένη με τα ψητά λουκάνικα Νυρεμβέργης και μια γλυκερή οσμή, σαν από λιβάνι που καίγεται, μπούκαρε στα ρουθούνια της και τη λίγωσε. Αχ, να ‘χε μια δική της συντροφιά, «Μαντόνα παρθένα, κάνε το θαύμα σου εφέτος», σταυροκοπήθηκε.

Ο Κύπριος ιδιοκτήτης τής έδειξε ένα μικρό τραπέζι που κάθονταν ήδη δυο μουστακοφόροι Τούρκοι με κατακόκκινες απ’ τη λάντζα παλάμες, θαρρείς έσταζαν αίμα. «Έχει μπρατ καρτόφελν απόψε;» ρώτησε με λαχτάρα η Μαρία. «Δεν είναι οι πατάτες αυτό που ζητάς, Μαντόνα», γέλασε κλείνοντας το μάτι ο Κύπριος.

«Φέρε μπίρες, κερνάμε», πρόσταξε ο ένας Τούρκος και χάιδεψε με το βλέμμα τη Μαρία, του φαινόταν γνωστή.

Στις δέκα και μισή το μαγαζί έμοιαζε με μελίσσι απ’ το κουβεντολόι των θαμώνων που ολοένα έμπαιναν και στριμώχνονταν πατηκωτοί στα μικρά τραπέζια. Καταλάβαινες τις εθνικότητες απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τις πάτριες λέξεις που ανακάτευαν καθώς μιλούσαν γερμανικά, αλλά κυρίως απ’ τα τραγούδια που έβαζαν στο τζουκ-μποξ. Τούρκικοι αμανέδες, λυπητερά αρμένικα, μπιτάτα ντισκοαφρικάνικα, ιταλικές ταραντέλες, ελληνικά κλαρίνα, ακόμη και ουγγαρέζικα βαλς και χοροπηδηχτά γιουγκοσλάβικα διαδέχονται το ένα το άλλο. Αιθίοπες, Πακιστανοί, κατάμαυροι Κογκολέζοι, Αβυσινέζοι, Κινέζοι αλληλοκερνιούνταν φωνάζοντας «πιλς στ’ αδέρφια», καθώς λικνίζονταν στους εναλλασσόμενους ρυθμούς. Ενώ ένας, που τον φώναζαν «τσιγγάνο», ψηλός και πανέμορφος Σέρβος, μοίραζε συνέχεια «φτιαγμένα» τσιγάρα που τα έγλειφε γελώντας.

«Μέσ’ του Βοσπόρου τα στενά, ο μπάτης κλαίει τα δειλινά…», ο ένας Τούρκος -που καμάρωνε πως ήταν απ’ την Κωνσταντινούπολη- χόρευε αγκαλιαστά μ’ έναν ψηλό Έλληνα, που μόλις είχε ρουφήξει τη δεκατρίτη πιλς του.

Τώρα το τζουκ-μπαξ άλλαξε. «Ιο σόνο αμερικάνο, αμερικάνο…» ένας μικροκαμωμένος Αιθίοπας κάλεσε τη Μαντόνα να χορέψουν. «Νον βόλιο ροκ εντ ρολ. Ιο βόλιο ουν βάλζε. Βάλζε!» απαίτησε εκείνη με μάτια μισόκλειστα. Στη στιγμή ένας Ρώσος άρχισε να τραγουδά σφυριχτά «Ότσι τσόρνιγια, ότσι τούρουρου, ότσι τάραρα, κακ λιαβάς λιουμπλιού…» «Νο κουέστο, νο», τον έκοψε η Μαρία.

«Δεν είναι το βαλς αυτό που ζητάς, Μαντόνα», της ψιθύρισε ξανά ο Κύπριος κερνώντας την απ’ τον Τσιγγάνο μια ξέχειλη πιλς. Η Μαρία ρουφώντας την άπληστα κάρφωσε τον αστραφτερό Σέρβο. «Παίξε μου βάλζε με το ακορντεόν, τεζόρο μίο», κι έδειξε με το βλέμμα της το όργανο ακουμπισμένο στη μπάρα, ενώ στ’ αυτιά της αντηχούσαν συνέχεια τα ίδια λόγια: «Δεν είναι αυτό που ζητάς, δεν είναι…»

«Αγιούτο, Μαντόνα, κάνε εφέτος το θαύμα σου», σταυροκοπήθηκε κρυφά απ’ τα βέβηλα βλέμματα του Σέρβου, η Μαρία. Εκείνος έγλειψε ακόμη ένα «φτιαγμένο» και το άναψε για πάρτη του ρουφώντας τον καπνό βαθιά με τη ματιά του να την καίει.

Εκείνη τη στιγμή –περασμένες έντεκα και μισή πια- άνοιξε ξανά η πόρτα. Μια νεαρή κοπέλα, δεν θα ‘ταν δεκαοκτώ, έκανε να μπει διστακτικά, σαν να ‘ταν απ’ έξω ώρα περιμένοντας. «Πλήρες, πλήρες», της έκοψε τον δρόμο ο Κύπριος.

«Τι πρέγκο, σινιόρε», τον κοίταξε ικετευτικά. «Γκελ μπουραγιά, αδέρφι», έγνεψε από μακριά ένας Τούρκος μόλις την είδε. Η κοπέλα παραμέρισε τον ιδιοκτήτη κι έτρεξε ξαναμμένη κοντά του. Ο Κύπριος δεν αντιμίλησε, σεβόταν πάντα τις επιθυμίες των πελατών του. Έκλεισε μαλακά την πόρτα και, μετά από μια γρήγορη σκέψη, γύρισε το κλειδί κι έσβησε τη φωτεινή επιγραφή. Κόντευε δώδεκα πια.

«Κέρνα το κορίτσι, τσιγκούνη Κύπριε», φώναξε ένας Άραβας κι ο ιδιοκτήτης κατέφτασε με μια πιλς που την ακούμπησε μπροστά στη μικρή. Εκείνη έστρωσε αμήχανα τα βρεγμένα ολόσγουρα ξανθά μαλλιά της. Κάτω απ’ το φτηνό μαβί πουλόβερ και το αντρικό σκισμένο τζιν μπορούσες να διακρίνεις ένα κορμί στρογγυλό και συνάμα λιγνό, που παλλόταν σε κάθε τυχαίο άγγιγμα. Οι άντρες πλησίασαν ασθμαίνοντας. Οι πιλς γέμιζαν τα ποτήρια αφρίζοντας και κυλούσαν στα λαρύγγια κελαρυστά. Τα μουστάκια έσταζαν και τα μάτια λαμπύριζαν. Η θερμοκρασία ανέβαινε ολοταχώς, η παμπ έμοιαζε έτοιμη να τιναχτεί στον αέρα. Η Μαρία λαχανιασμένη άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τις υγρές ακόμη μπούκλες του κοριτσιού. «Πώς σε λένε, μία σορέλα;» ψιθύρισε νιώθοντας το ρίγος της επαφής. Η μικρή την κοίταξε και τα μάτια της θύμιζαν θάλασσα. Πράσινα! Και την ίδια στιγμή γαλανά! «Τζέσυ», είπε και συνέχισε σε άθλια γερμανικά. «Ήρθα πριν χτές Συρακούσες». «Έχεις να μείνεις;» «Χοτέλ κάτω σταθμός». «Πελάτες;» «Πόκο, νιχτ ξέρω», και κατέβασε άλλη μια πιλς μονορούφι κερασμένη απ’ τον τσιγγάνο. «Τεζόρο μίο!» της άγγιξε το μπράτσο η Μαρία. Ύστερα σκούπισε τα υγραμένα μάτια της και είπε στους Ρώσους δίπλα της, που χασκογελούσαν, πως πιτσιλίστηκε απ’ τα τσουγκρίσματα για να το βουλώσουν.

Η ώρα τώρα είχε πάει δώδεκα. Το βροντοφώναξε ο Κύπριος κι έβαλε στο τζουκ μποξ μια γερμανική χορωδία. Οι θαμώνες ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο «προστ νόι γιάρ» και μερικοί αντάλλαξαν σαλιωμένα φιλιά. Η Μαρία αγκάλιασε την Τζέσυ τρυφερά. Ανάμεσά τους κυλούσε κάτι ζεστό που τις θέρμαινε και καμιά απ’ τις δυο δεν προσπάθησε να του αντισταθεί. Τότε η Μαρία έβγαλε απ’ την κόκκινη τσάντα της το δώρο του καλύτερου πελάτη της και με χέρια που τρεμούλιαζαν το πρόσφερε στην Τζέσυ. Η μικρή δίστασε. «Όχι δικό σου κουέστο;» «Αντέσσο δικό σου. Μιλιόρι αουγκούρι, τεζόρο μίο!» Και τα δάχτυλά τους έμπλεξαν ξαναμμένα πάνω στο πακέτο, τη στιγμή που γύρω τους ξεχείλιζε μια θεϊκή μελωδία. Ο τσιγγάνος χάιδευε απαλά τα πλήκτρα του ακορντεόν κοιτάζοντάς τες.

«Βάλζε, βάλζε», πετάχτηκε λαχταρώντας η Μαρία και βάλθηκε να τον κοιτάζει παρακλητικά. Ο τσιγγάνος χαμογέλασε κι άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδεψουν σαν να πετούν. «Βάλζε!»

Λες κι ήταν το έναυσμα, οι άντρες άφησαν τα ποτήρια κι έτριψαν τις ιδρωμένες παλάμες στα μπατζάκια. Κούμπωσαν τα σακάκια. Άφησαν το χόρτο να καίγεται και σηκώθηκαν με το χαμόγελο της πρόσκλησης αδρό στα υγρά χείλη.

«Ντάιν ιστ μάιν γκάντσες χερτς, βεν ντου νιχτ μπιστ καν ιχ νιχτ ζάιν…» ο Λέχαρ και «Η Χώρα του Μειδιάματος» ακουγόταν απ’ τη φωνή του Σέρβου λιγωμένα.

Τότε, εντελώς ξαφνικά, κι ενώ οι άντρες άπλωναν το χέρι στην Τζέσυ ποιον να διαλέξει, η Μαρία την άρπαξε στην αγκαλιά της. Κι εκεί στη μέση της παμπ, στον ελάχιστο χώρο που άφησαν οι άντρες παραμερίζοντας, άρχισε να στροβιλίζει τη μικρή στο βαλς που χρόνια ονειρευόταν. Στριμωχτά, ακουμπώντας πάνω στα αντρικά σώματα, που στέκονταν γύρω τους σαν κλοιός προσπαθώντας να κλέψουν λίγο απ’ το πάθος που φούντωνε μπροστά τους. Και τότε, μέσα στη μικρή πιλστούμπε, έγινε το θαύμα!

Με μια εντυπωσιακή φιγούρα η Μαρία στροβίλισε τη μικρή Τζέσυ, τη σήκωσε ψηλά με τα δυνατά της χέρια κι ύστερα την κατέβασε βαθιά, τόσο που την έχωσε κάτω απ’ την τεράστια πορφυρή σαν αίμα φούστα της. Οι άντρες έμειναν άφωνοι με το κορμί τεντωμένο σαν τόξο περιμένοντας μέχρι την ώρα… Μέχρι την ώρα που η Μαρία γελώντας -μ’ ένα γέλιο σαν κραυγή πόνου που τράνταξε την παμπ- σήκωσε ψηλά τη φούστα της. Κι αποκάλυψε την Τζέσυ. Να βγαίνει ανάμεσα απ’ τα πόδια της. Ματωμένη. Σαν νεογέννητο μωρό!

Ένα «ωωω!» σαν στεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη των αντρών κι αμέσως ο τσιγγάνος πέταξε το ακορντεόν και, παραμερίζοντας τους άλλους, έσκυψε και ανέσυρε τη μικρή Τζέσυ. Ύστερα την ξάπλωσε μαλακά πάνω στη μπάρα. Έβρεξε το πουκάμισό του σε πιλς και της σκούπισε τα αίματα. Κι όταν την είχε πια καθαρίσει, την πήρε και την απώθεσε μαλακά στην αγκαλιά της Μαρίας, που εξουθενωμένη είχε σωριαστεί σε μια καρέκλα. Οι Ρώσοι, οι Τούρκοι, οι Πακιστανοί, οι Αιθίοπες γύρω της γονάτισαν τη στιγμή που η Μαρία φιλούσε την Τζέσυ στα χείλη απαλά, όπως φιλάμε ένα μωρό. Κι εκείνη έγειρε μ’ ένα στεναγμό το κεφάλι της στο πλούσιο γυμνωμένο στήθος της Μαρίας. «Γκράτσιε Μαντόνα» ψιθύρισε εκείνη κι έκανε τον σταυρό της.

Μαζί της σταυροκοπήθηκαν όσοι ήταν Χριστιανοί. Κι αμέσως μετά σταυροκοπήθηκαν κι όσοι ήταν Μουσουλμάνοι. Κι έμειναν όλοι να γλεντούν ως το πρωί μέσα στην μικρή πιλστούμπε στην πάροδο Κάιζερ στράσσε. Όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους Γερμανοί ή τέλος πάντων αξιοπρεπείς ξένοι κι η Μαντόνα είχε καταδεχτεί να κάνει εκεί -αν είναι ποτέ δυνατόν- το θαύμα της!

Friday, December 29, 2006

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΓΕΜΑΤΗ
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ...

Tuesday, December 19, 2006

ΕΥΧΕΣ

Βαδίζω προς το τέλος.
Προχωρώ.
Καλπάζω βιαστικά ανάμεσα σε νεκρές μέρες, σβησμένα κεριά, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, σωρούς ξεχασμένων ονείρων, ωραίες προθέσεις και υποσχέσεις που ο χρόνος τις ματαίωσε ή τις ανέτρεψε.

Τα ξεπερνώ χωρίς να κοιτάζω, το βλέμμα ίσια μπροστά σαν με παρωπίδες, σχεδόν πηδώντας με ταχύτητα ανέμου που κινδυνεύει να με τσακίσει στις στενές όχθες πριν διαβώ τις πύλες του νέου χρόνου. Βιάζομαι λοιπόν, όπως πάντα.

2007

Με λαχτάρα σχεδιάζω ζωή. Ψάχνω μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα. Ζητάω λόγια, ανιχνεύω πρόσωπα, χαμόγελα, βλέμματα, υποσχέσεις που θα κρατηθούν, αισθήσεις κι αισθήματα που θα μείνουν… για πάντα!

Κάθε χρόνο πιο νέα. Πιο άπειρη. Πιο άπληστη. Σχεδόν παιδί…

Τσαλαβουτάω χαρούμενη στις λάσπες θαρρώντας πως είναι σκόνη από αστέρια.

Αλλά έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Εύχομαι

ΚΑΛΗ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Wednesday, December 13, 2006

ROASTBEEF (Κύπρος 1)

Αυτό είναι το ζωγραφικό της αφίσας και του προγράμματος από τον ζωγράφο-σκηνογράφο Μπάμπο Μίχλη. Μια φαντασίωση για την ηρωίδα του "Ροστμπίφ" Κλυταιμήστρα.
Το έργο βασίζεται στον αρχαίο μύθο της Κλυταιμήστρας, τον οποίο ανατρέπει. Ο πλήρης τίτλος είναι:
"Ροστμπίφ
Ο δισταγμός της Κλυταιμήστρας πριν από τον φόνο".

ΟΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ» ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

O χρόνος απέδειξε ότι οι ελληνικοί μύθοι έχουν μιάν ανεξάντλητη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες. Ωστόσο μέχρι τον 20ο αιώνα, παρόλες τις επανερμηνείες των αρχαίων τραγωδιών και την συγγραφή πολλών έργων εμπνευσμένων απ' τους μύθους, η Kλυταιμήστρα, σαν ηρωίδα που θα δώσει το όνομά της σε έργο, δεν έχει εμφανισθεί. Mόνον στην Σιμόν Nτε Mπωβουάρ και στην Kέιτ Mίλετ η Oρέστεια εμφανίζεται σαν ένα από τα κείμενα-κλειδιά για την φεμινιστική θεώρηση των φύλων. Mε την Mαργκερίτ Γιουρσενάρ κάνει την εμφάνισή της δυναμικά η Kλυταιμήστρα και δίνει το όνομά της σ’ έναν απ’ τους μονολόγους της συλλογής Φωτιές. Eδώ η Γιουρσενάρ καταδύεται στα μύχια της ψυχής της πιό «κακιάς» θνητής της ελληνικής μυθολογίας για να δικαιολογήσει το πάθος της.
Σχεδόν όλοι οι αρσενικοί ήρωες στις τραγωδίες διακατέχονται από το πάθος της δύναμης και της εξουσίας. Αντίθετα οι θηλυκοί ήρωες στροβιλίζονται μέσα στο ερωτικό πάθος, όταν δεν έχουν τάξει στη ζωή τους να υπηρετούν κάποιο καθήκον που αρμόζει καλύτερα στη «γυναικεία» τους φύση. Εξαίρεση αποτελεί η Kλυταιμήστρα που συνδυάζει τις αρσενικές αλλά και τις θηλυκές ιδιότητες μαζί. Tο «ανδρόγυνον κέαρ», όπως την ονομάζει ο φύλακας στην αρχή της Oρέστειας. Ο Aισχύλος πίστευε ότι η «φυσιολογική» γυναίκα δεν μπορεί να είναι ηρωικών διαστάσεων. Γι’ αυτό και η Kλυταιμήστρα κρίνεται σαν εισβολέας στην αρσενική σφαίρα, όταν αφήνει τον «οίκο» και εισβάλλει στην «πόλη» παίζοντας τον αρσενικό ρόλο. Eίναι η μόνη αρνητική ηρωίδα που γινόταν ακόμη πιό αρνητική εξ αιτίας της γυναικείας της φύσης που την κατέλυε γινόμενη άνδρας.
Oι ξένοι σκηνοθέτες που διασκεύασαν και έδωσαν νέα λάμψη στις ελληνικές τραγωδίες είναι πολλοί. O Πίτερ Xωλ, ο Πέτερ Στάιν, ο Tαντάσι Σουζούκι, που χρησιμοποιούν τη μυθολογία για να διατυπώσουν σημερινές αλήθειες. Τα έργα τους ωστόσο είναι πεσσιμιστικά. Θα μπορούσε όμως ποτέ η Kλυταιμήστρα να δώσει ένα έργο με ελπίδα;
«O έλληνας, απαράμιλλα ευαίσθητος στον λεπτότερο και βαθύτερο πόνο, προσαρμόζεται τελικά, αφού κοιτάξει όμως πρώτα, κατάματα και άφοβα, την τρομακτική καταστροφικότητα της λεγόμενης Παγκόσμιας Iστορίας και την σκληρότητα της φύσης. H Tέχνη τον σώζει και μέσα από την Tέχνη - η ζωή», λέει ο Nίτσε στην «Γένεση της τραγωδίας». Kαι η Mάρθα Γκράχαμ, που χόρεψε την δική της Kλυταιμήστρα το 1958, συμπληρώνει «O σύγχρονος άνθρωπος είναι δειλός. Oι έλληνες όμως ήσαν ρεαλιστές. Eμείς κρυβόμαστε από την αλήθεια. Oι έλληνες κοιτάνε κατάματα τη ζωή».
Η Κλυταιμήστρα στο «Ροστμπίφ» δίνει ένα έργο αισιόδοξο καταλύοντας τον μύθο καθώς ποθεί πάλι τον έρωτα απ’ την αρχή και ξαναγεννά την Ιφιγένεια για να αρχίσουν μαζί μια νέα ζωή.

(Κείμενο από το πρόγραμμα της παράστασης που είχε γραφτεί σαν εισήγηση στο διεθνές θεατρικό συμπόσιο του Διεθνούς Ινστιτούτου του Θεάτρου).

Wednesday, December 06, 2006

Πρόσκληση για "Roastbeef"

Πρόσκληση για όσους φίλους μπλόγκερς έχουν σχολιάσει σ' αυτό το μπλογκ και είναι ή θα είναι στην Κύπρο το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου. Θα γίνει η πρεμιέρα του έργου μου "Roastbeef" σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή στο Δημοτικό Θέατρο Σκάλα στη Λάρνακα. Μπορείτε να τηλεφωνήσετε εκ μέρους μου στο θέατρο και να αφήσετε το όνομά σας. Θα σας πάρει κάποιος μετά για να σας κλείσει τη θέση σας. Επειδή θα είναι πρεμιέρα και θα υπάρχουν πολλές κρατήσεις μην το αφήσετε την τελευταία στιγμή. Φυσικά υπάρχουν και άλλες μέρες εκτός από την πρεμιέρα. Θα φέρω φωτογραφίες. Άραγε υπάρχουν Κυπριακές μπίρες; Θα δούμε.

Φωτογραφία από τις πρόβες στο Λονδίνο όταν ανέβηκε εκεί το "Roastbeef" στο Riverside studio με την Σάρα Ντάγκλας, τον Γκλεν Ο' Κόνορ και τον Στράτο Τζώρτζογλου.

Sunday, December 03, 2006

To τέλος της αναμονής!



Μετά από
«εγκυμοσύνη» 6 ετών
και αναμονή που λίγο ήθελε να ξεπεράσει τα όρια των αντοχών μου,
σήμερα εκείνοι σε έβαλαν στην αγκαλιά μου.
Σε έσφιξα με λαχτάρα.
Σε κοίταξα. Για ώρα πολλή.
Κι ύστερα σε άφησα δίπλα. Δεν με έχεις ανάγκη πια, σκέφτηκα.
Έτσι γίνεται πάντα.
Άλλωστε δεν μπορώ τίποτα να σου προσφέρω τώρα πια.
Οι δρόμοι μας χωρίζουν.
Δεν ξέρω αν χαίρομαι ή αν λυπάμαι.
Ξέρω ότι θα βρεις μόνο σου τον δρόμο σου.
Αν υπάρχει δρόμος για σένα.
Και ξέρω ακόμη πως αν η τύχη το θελήσει, μπορεί να γίνεις και ευτυχισμένο!

Έχε γεια. Θα σ’ αγαπώ πάντα.