Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Friday, December 29, 2006

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΓΕΜΑΤΗ
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ...

Tuesday, December 19, 2006

ΕΥΧΕΣ

Βαδίζω προς το τέλος.
Προχωρώ.
Καλπάζω βιαστικά ανάμεσα σε νεκρές μέρες, σβησμένα κεριά, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, σωρούς ξεχασμένων ονείρων, ωραίες προθέσεις και υποσχέσεις που ο χρόνος τις ματαίωσε ή τις ανέτρεψε.

Τα ξεπερνώ χωρίς να κοιτάζω, το βλέμμα ίσια μπροστά σαν με παρωπίδες, σχεδόν πηδώντας με ταχύτητα ανέμου που κινδυνεύει να με τσακίσει στις στενές όχθες πριν διαβώ τις πύλες του νέου χρόνου. Βιάζομαι λοιπόν, όπως πάντα.

2007

Με λαχτάρα σχεδιάζω ζωή. Ψάχνω μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα. Ζητάω λόγια, ανιχνεύω πρόσωπα, χαμόγελα, βλέμματα, υποσχέσεις που θα κρατηθούν, αισθήσεις κι αισθήματα που θα μείνουν… για πάντα!

Κάθε χρόνο πιο νέα. Πιο άπειρη. Πιο άπληστη. Σχεδόν παιδί…

Τσαλαβουτάω χαρούμενη στις λάσπες θαρρώντας πως είναι σκόνη από αστέρια.

Αλλά έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Εύχομαι

ΚΑΛΗ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Wednesday, December 13, 2006

ROASTBEEF (Κύπρος 1)

Αυτό είναι το ζωγραφικό της αφίσας και του προγράμματος από τον ζωγράφο-σκηνογράφο Μπάμπο Μίχλη. Μια φαντασίωση για την ηρωίδα του "Ροστμπίφ" Κλυταιμήστρα.
Το έργο βασίζεται στον αρχαίο μύθο της Κλυταιμήστρας, τον οποίο ανατρέπει. Ο πλήρης τίτλος είναι:
"Ροστμπίφ
Ο δισταγμός της Κλυταιμήστρας πριν από τον φόνο".

ΟΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ» ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

O χρόνος απέδειξε ότι οι ελληνικοί μύθοι έχουν μιάν ανεξάντλητη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες. Ωστόσο μέχρι τον 20ο αιώνα, παρόλες τις επανερμηνείες των αρχαίων τραγωδιών και την συγγραφή πολλών έργων εμπνευσμένων απ' τους μύθους, η Kλυταιμήστρα, σαν ηρωίδα που θα δώσει το όνομά της σε έργο, δεν έχει εμφανισθεί. Mόνον στην Σιμόν Nτε Mπωβουάρ και στην Kέιτ Mίλετ η Oρέστεια εμφανίζεται σαν ένα από τα κείμενα-κλειδιά για την φεμινιστική θεώρηση των φύλων. Mε την Mαργκερίτ Γιουρσενάρ κάνει την εμφάνισή της δυναμικά η Kλυταιμήστρα και δίνει το όνομά της σ’ έναν απ’ τους μονολόγους της συλλογής Φωτιές. Eδώ η Γιουρσενάρ καταδύεται στα μύχια της ψυχής της πιό «κακιάς» θνητής της ελληνικής μυθολογίας για να δικαιολογήσει το πάθος της.
Σχεδόν όλοι οι αρσενικοί ήρωες στις τραγωδίες διακατέχονται από το πάθος της δύναμης και της εξουσίας. Αντίθετα οι θηλυκοί ήρωες στροβιλίζονται μέσα στο ερωτικό πάθος, όταν δεν έχουν τάξει στη ζωή τους να υπηρετούν κάποιο καθήκον που αρμόζει καλύτερα στη «γυναικεία» τους φύση. Εξαίρεση αποτελεί η Kλυταιμήστρα που συνδυάζει τις αρσενικές αλλά και τις θηλυκές ιδιότητες μαζί. Tο «ανδρόγυνον κέαρ», όπως την ονομάζει ο φύλακας στην αρχή της Oρέστειας. Ο Aισχύλος πίστευε ότι η «φυσιολογική» γυναίκα δεν μπορεί να είναι ηρωικών διαστάσεων. Γι’ αυτό και η Kλυταιμήστρα κρίνεται σαν εισβολέας στην αρσενική σφαίρα, όταν αφήνει τον «οίκο» και εισβάλλει στην «πόλη» παίζοντας τον αρσενικό ρόλο. Eίναι η μόνη αρνητική ηρωίδα που γινόταν ακόμη πιό αρνητική εξ αιτίας της γυναικείας της φύσης που την κατέλυε γινόμενη άνδρας.
Oι ξένοι σκηνοθέτες που διασκεύασαν και έδωσαν νέα λάμψη στις ελληνικές τραγωδίες είναι πολλοί. O Πίτερ Xωλ, ο Πέτερ Στάιν, ο Tαντάσι Σουζούκι, που χρησιμοποιούν τη μυθολογία για να διατυπώσουν σημερινές αλήθειες. Τα έργα τους ωστόσο είναι πεσσιμιστικά. Θα μπορούσε όμως ποτέ η Kλυταιμήστρα να δώσει ένα έργο με ελπίδα;
«O έλληνας, απαράμιλλα ευαίσθητος στον λεπτότερο και βαθύτερο πόνο, προσαρμόζεται τελικά, αφού κοιτάξει όμως πρώτα, κατάματα και άφοβα, την τρομακτική καταστροφικότητα της λεγόμενης Παγκόσμιας Iστορίας και την σκληρότητα της φύσης. H Tέχνη τον σώζει και μέσα από την Tέχνη - η ζωή», λέει ο Nίτσε στην «Γένεση της τραγωδίας». Kαι η Mάρθα Γκράχαμ, που χόρεψε την δική της Kλυταιμήστρα το 1958, συμπληρώνει «O σύγχρονος άνθρωπος είναι δειλός. Oι έλληνες όμως ήσαν ρεαλιστές. Eμείς κρυβόμαστε από την αλήθεια. Oι έλληνες κοιτάνε κατάματα τη ζωή».
Η Κλυταιμήστρα στο «Ροστμπίφ» δίνει ένα έργο αισιόδοξο καταλύοντας τον μύθο καθώς ποθεί πάλι τον έρωτα απ’ την αρχή και ξαναγεννά την Ιφιγένεια για να αρχίσουν μαζί μια νέα ζωή.

(Κείμενο από το πρόγραμμα της παράστασης που είχε γραφτεί σαν εισήγηση στο διεθνές θεατρικό συμπόσιο του Διεθνούς Ινστιτούτου του Θεάτρου).

Wednesday, December 06, 2006

Πρόσκληση για "Roastbeef"

Πρόσκληση για όσους φίλους μπλόγκερς έχουν σχολιάσει σ' αυτό το μπλογκ και είναι ή θα είναι στην Κύπρο το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου. Θα γίνει η πρεμιέρα του έργου μου "Roastbeef" σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή στο Δημοτικό Θέατρο Σκάλα στη Λάρνακα. Μπορείτε να τηλεφωνήσετε εκ μέρους μου στο θέατρο και να αφήσετε το όνομά σας. Θα σας πάρει κάποιος μετά για να σας κλείσει τη θέση σας. Επειδή θα είναι πρεμιέρα και θα υπάρχουν πολλές κρατήσεις μην το αφήσετε την τελευταία στιγμή. Φυσικά υπάρχουν και άλλες μέρες εκτός από την πρεμιέρα. Θα φέρω φωτογραφίες. Άραγε υπάρχουν Κυπριακές μπίρες; Θα δούμε.

Φωτογραφία από τις πρόβες στο Λονδίνο όταν ανέβηκε εκεί το "Roastbeef" στο Riverside studio με την Σάρα Ντάγκλας, τον Γκλεν Ο' Κόνορ και τον Στράτο Τζώρτζογλου.

Sunday, December 03, 2006

To τέλος της αναμονής!



Μετά από
«εγκυμοσύνη» 6 ετών
και αναμονή που λίγο ήθελε να ξεπεράσει τα όρια των αντοχών μου,
σήμερα εκείνοι σε έβαλαν στην αγκαλιά μου.
Σε έσφιξα με λαχτάρα.
Σε κοίταξα. Για ώρα πολλή.
Κι ύστερα σε άφησα δίπλα. Δεν με έχεις ανάγκη πια, σκέφτηκα.
Έτσι γίνεται πάντα.
Άλλωστε δεν μπορώ τίποτα να σου προσφέρω τώρα πια.
Οι δρόμοι μας χωρίζουν.
Δεν ξέρω αν χαίρομαι ή αν λυπάμαι.
Ξέρω ότι θα βρεις μόνο σου τον δρόμο σου.
Αν υπάρχει δρόμος για σένα.
Και ξέρω ακόμη πως αν η τύχη το θελήσει, μπορεί να γίνεις και ευτυχισμένο!

Έχε γεια. Θα σ’ αγαπώ πάντα.

Tuesday, November 21, 2006

Η αναμονή

Τι είναι η αναμονή;

Όταν περιμένεις κάτι να έρθει που νομίζεις ότι το ξέρεις και συγχρόνως επίσης ξέρεις ότι σίγουρα θα έρθει. Αλλά για κάποιο λόγο αργεί. Και σε τυραννά!

Η αναμονή είναι προσδοκία!

Είναι εγκαρτέρηση!

Είναι τρόχισμα της ψυχραιμίας και της υπομονής.

Καυτή αδρεναλίνη που χύνεται αργά στο αίμα…

Η εγκυμοσύνη είναι αναμονή; Κατηγορηματικά όχι.

Η εγκυμοσύνη είναι τροφοδότηση αυτού που πρόκειται να δημιουργηθεί. Η εγκυμοσύνη είναι οργασμός που κορυφώνεται με ανακουφιστικό πόνο καθώς εκτοξεύεται το δημιούργημα στο φως.

Η αναμονή αρχίζει μετά. Λίγο μετά. Όταν το δημιούργημα έχει τελεστεί, έχει γεννηθεί, έχει φύγει από τα σπλάχνα του δημιουργού και βρίσκεται εκεί. Στο «άλλο δωμάτιο».

Και ετοιμάζεται. Και περιτυλίγεται. Και αφήνεται στα χέρια εκείνων που φροντίζουν τη σωστή του υποδοχή από την αληθινή ζωή.

Ο άλλος, ο «γονιός», αναμένει. Να αντικρίσει το δημιούργημά του. Να το εναγκαλιστει. Να μυρίσει το χάρτινο δέρμα του. Να αντικρίσει το μελανένιο αίμα του, που κάνει τη κρυφή ζωή του να αναβλύζει στα μάτια των τρίτων. Εκείνων που θα το αγγίξουν με αγάπη.

Ο «γονιός» αναμένει να γευτεί την πρώτη εντύπωση που δίνει το «μωρό» του. Ίσως το αγαπήσει ακόμη περισσότερο και ίσως αρχίσει να αδημονεί για τη στιγμή που θα ξανακάνει το ίδιο «λάθος». (Αν δεν έχει κιόλας αρχίσει να το κάνει μη αντέχοντας τη στέρηση). Ή μπορεί ακόμη να ορκιστεί ότι θα απέχει από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στο μέλλον.

Κι όλη αυτή η δοκιμασία-διαδικασία δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Είναι η δεύτερη. Είναι η τρίτη. Είναι η τέταρτη. Είναι η πολλοστή. Αλλά η αναμονή είναι η ίδια. Γεμάτη σασπένς. Ένα θρίλερ που επαναλαμβάνεται με άλλο κάθε φορά «μωρό». Και κάθε φορά είναι σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά.

Και κάθε φορά η αναμονή –που είναι προσδοκία και εγκαρτέρηση- σε διαλύει. Σε απίστευτα μικρά κομμάτια που στροβιλίζονται και χτυπιούνται τρελαμένα στους ασφυκτικά εφαπτόμενους τοίχους.

Σαν να είναι η πρώτη φορά, φίλε.

Σαν να είναι πάντα η πρώτη φορά…

Friday, November 17, 2006

17 Νοέμβρη 1973

«…Ήταν σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, σχεδόν δύο επί δύο, γεμάτο με διάφορα εργαλεία περίεργου σχήματος. Όλοι εκεί μέσα, στο υπόγειο της Ιουλιανού, κρατούσαν ακόμη και την ανάσα τους…

Ο Στάθης ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μας σκηνές γεμάτες βρισιές, απειλές, αίμα, σπέρμα και τρέλα. Ανατρίχιαζα. Σχεδόν τις έβλεπα να εκτυλίσσονται μπροστά μου σαν θρίλερ. Αισθανόμουν σαν να ‘ταν τα δικά μου δάχτυλα που έχαναν τα νύχια τους, το κρανίο το δικό μου να συνθλίβεται, το αίμα μου καυτό ν’ ανοίγει αυλάκια στις σάρκες μου και το βιασμό να εκτινάσσεται πάνω στο δικό μου πρόσωπο, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσαν τα γέλια τους για τη μάνα μoυ την πουτάνα που ξεσκίζεται μ’ όλα τα αρσενικά της περιοχής…

Στο θολωμένο του μυαλό μια έμμονη ιδέα πήγαινε κι ερχόταν: Θα πεθάνω! Όμως το ήξερε, νεκρός θα τους ήταν άχρηστος. Ένα ελάχιστο φως στον εγκέφαλό του έσβησε κι ολόκληρη η ύπαρξή του αποσύρθηκε όσο εκείνοι χτυπούσαν με τον ήχο της μοτοσικλέτας στη διαπασών…»

(Απόσπασμα από την "Τρομοκρατία της Μνήμης" που γράφτηκε 20 χρόνια μετά).

ETΣΙ ΣΑΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Thursday, November 16, 2006

Απάντηση υπουργείου

Υπήρξε απάντηση από το Υπουργείο. Στο κείμενο αναφέρονται τα κακά οικονομικά που παρέλαβαν όταν ανέλαβαν το υπουργείο. Η σημερινή υπόσχεση -για να μη σας κουράζω- συνοψίζεται στο εξής:

«…Το Υπ. Παιδείας, τόσο με το αίτημά του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την αύξηση της ετήσιας επιχορήγησης του Οργανισμού, όσο και με την πρότασή του για σταθερή χρηματοδότηση του Οργανισμού με τα απαιτούμενα κονδύλια για το έτος 2006, δείχνει το ιδαίτερο ενδιαφέρον της Πολιτείας για τη συνέχιση του έργου του Οργανισμού. Οπωσδήποτε όμως απαιτούνται να γίνουν πολλές ενέργειες ακόμη για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Οργανισμού…»

Κρίνετε!

Wednesday, November 15, 2006

Λουκέτο στις παιδικές βιβλιοθήκες!

Ίσως το γνωρίζετε ίσως όχι. Και μένα με ενημέρωσε ο Μάνος Κοντολέων. Θεωρώ σημαντικό το γεγονός και γι' αυτό το αναφέρω. Νομίζω όλοι γνωρίζουμε ότι όταν κλείνουν οι όποιες εστίες πολιτισμού, δίνεται η "ευκαιρία" σε άλλες εστίες να καταβροχθίσουν τις παιδικές ορμητικές αναζητήσεις. Είναι μια καταγγελία.


"Την αναστολή της λειτουργίας του Οργανισμού Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων, ανακοίνωσε τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου η πρόεδρός του Αιμιλία Γερουλάνου.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι μπαίνει «λουκέτο» σε 28 παιδικές βιβλιοθήκες, σε όλη τη χώρα, παρά συνηθισμένες δημόσιες δηλώσεις επισήμων για τη σπουδαιότητα του βιβλίου στην ανατροφή των παιδιών.

Σύμφωνα με την κ. Γερουλάνου, ο Οργανισμός αδυνατεί να καταβάλει τα δεδουλευμένα των υπαλλήλων του και τα κοινόχρηστα των τελευταίων πέντε μηνών, καθώς τους τελευταίους μήνες δεν έχει λάβει κρατική ενίσχυση.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας καθυστερεί να διορίσει τέσσερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα αίτησης για την ετήσια επιχορήγηση.

Όσο για τα χρέη προς το ΙΚΑ, ο οργανισμός ζήτησε ευνοϊκή μεταχείριση («διακανονισμό που γίνεται σε ποδοσφαιρικές ομάδες και τεχνικές εταιρείες»), αλλά το αίτημα δεν έγινε δεκτό.

Σύμφωνα με το Βήμα, ο Oργανισμός έχει αναζητήσει υποστηρικτές και στον ιδιωτικό τομέα και ήδη έχουν βρεθεί έξι χορηγοί που υιοθέτησαν ισάριθμες βιβλιοθήκες. Ωστόσο, χωρίς τη στήριξη του υπουργείου Παιδείας δεν μπορούν να επαναλειτουργήσουν οι βιβλιοθήκες που έκλεισαν.

Ο Oργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών ιδρύθηκε το 1979 και από τα τελευταία στοιχεία προκύπτει πως κατά μέσον όρο 2.400 παιδιά την ημέρα ζητούσαν να εξυπηρετηθούν από αυτόν, και μάλιστα σε περιοχές όπου η πρόσβαση στο βιβλίο δεν είναι αυτονόητη (Κύθηρα, Σέρρες, Ηλεία, Καρδίτσα).

«Είναι κρίμα που αναστέλλουμε τη λειτουργία μας όταν τα λειτουργικά έξοδα για τις 28 βιβλιοθήκες δεν ξεπερνούν τις 700.000 ευρώ» επισήμανε η κ. Γερουλάνου."

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω αγαπητή κυρία;

Tuesday, November 14, 2006

Τα "σοβαρά" σχόλια!

Θα ήθελα να θίξω ένα θέμα για τη φύση των σχολίων. Είναι ένα θέμα που με απασχόλησε πρόσφατα στα ποστς. Κάποιοι καλοί φίλοι, που σχολιάζουν σπάνια, μου στέλνουν μέιλς λέγοντας πως διαβάζουν τα ποστς αλλά δεν έχουν τι να πουν και δεν σχολιάζουν. Θεωρούν ότι η συγγραφή του μυθιστορήματος που κάνω στο μπλογκ είναι μια τελική εργασία που δεν επιδέχεται σχολιασμό. Και προτιμούν να διαβάζουν και να σιωπούν. Πάντα το ίδιο δίλημμα: To comment or not to comment! Η so far τόλμησε να σχολιάσει και να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, όπως παλιότερα έκανε και ο simon ή και κάποιοι άλλοι φίλοι μπλόγκερς. Σε ένα μυθιστόρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη κάθε σχόλιο είναι καλοδεχούμενο. Μπορεί να συμβάλει, να διαφοροποιήσει, ακόμη και να ανατρέψει δεδομένα. Γιατί όχι; Και νομίζω ότι έχω δηλώσει πως είμαι ανοιχτή σε όλα αυτά τα "τρελά" και τα καινούρια. Τα αποζητώ κιόλας. Δείχνω υπερβολικά "σοβαρή", μου παραπονέθηκε κάποιος φίλος! Θεέ μου, πώς μπορεί να έχει γίνει τέτοιο σοβαρό λάθος; Τι κοντεύω να πάθω! (Γέλια) Νομίζω ότι θεωρώ τον εαυτό μου τουλάχιστον θιγμένο όταν κάποιος με αποκαλεί "σοβαρή". Δηλαδή τι σοβαρή; "Απρόσιτη"; Δηλαδή "κλειστή"; Δηλαδή τι ακριβώς σημαίνει αυτό το "σοβαρή"; Για να συνέλθουμε λιγάκι. Ποιός σοβαρός άνθρωπος κάνει τέτοια πράγματα στα φανερά; Μα σοβαρά είστε σοβαροί όταν με λέτε σοβαρή; Για να σοβαρευτούμε! Τα φαινόμενα, λέει, απατούν. Μπρρρρ. Κόντεψα να μην αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Κάθε σχόλιο δεκτό. Ακόμη και τα σοβαρά...

Sunday, November 12, 2006

Rewrite του προηγούμενου κειμένου

(Ξαναδημοσιεύω το κείμενο του προηγούμενου ποστ προσθέτοντας μια ιδέα της so far. Και της το αφιερώνω)


Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κάθε τόσο έσκυβε το κεφάλι προς το δρόμο μπροστά του και έλεγε έναν αριθμό. Δύο. Ύστερα τρία. Μετά τέσσερα. Μετρούσε με λαχτάρα αυτοκίνητα. Όχι όλα. Μόνο τα κόκκινα. Πάντα το έκανε αυτό. Και είχε με τον καιρό διαπιστώσει ότι τα κόκκινα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα από τα λευκά ή τα γκρίζα ή τα άλλα χρώματα. Ο κόσμος έμοιαζε να μην αγαπά το κόκκινο χρώμα αλλά εκείνου ήταν το καλύτερό του. Και πάντα όταν ονειρευόταν ένα δικό του αυτοκίνητο το ονειρευόταν κόκκινο. Κατακόκκινο! Τώρα μέτρησε πέντε. Να κι ένα ακόμη έξι. Κρατούσε στο ένα του χέρι πάντα το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά -καθώς προσπαθούσε μη χάσει κανένα κόκκινο αυτοκίνητο- μέσα στην τσέπη του τριμμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε, απασχολημένος καθώς ήταν με τα αυτοκίνητα, και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού άφηνε το μέτρημα και γυρνούσε το κεφάλι του προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία την ταμία του τρίτου ταμείου. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.

Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.

Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Κι άρχισε πάλι να μετρά τα κόκκινα αυτοκίνητα. Είχε φτάσει τα εννιά όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά της ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα αυτοκίνητο- «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Ήταν ένα κόκκινο φορτηγό», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής. «Καλύτερα να τους πάταγε», συνέχισανη φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.

Wednesday, November 08, 2006

"Ο ανήλικος" (3)

(Συνεχίζω πάντα στο πρώτο κεφάλαιο. Φυσικά ακόμη είναι η πρώτη γραφή και πιθανώς αρκετά να αλλάξουν αλλά αυτή μάλλον θα είναι η βασική μορφή της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Σκέφτηκα ότι ο Βασίλης θα έχει μια ιδιαιτερότητα. Θα μπορεί με πολύ μεγάλη ευκολία να κάνει λογαριασμούς με το μυαλό του. Αυτό θα τον ακολουθεί παντού. Και όλα τα συμβάντα στη ζωή του θα τα σκέφτεται με λογαριασμούς. Νομίζω ότι αυτό του προσθέτει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό και μια επιδεξιότητα που θα του βγει σε καλό τελικά στη ζωή του. Ο καθένας έχει ένα χάρισμα. Παρακάτω δημοσιεύω τη συνέχεια του μυθιστορήματος από την προηγούμενη φορά).


Ο Βασίλης Δρακόπουλος, όχι λιγότερο από εννιά ετών και όχι περισσότερο από δέκα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων της Αγίας Σεβαστής, εκείνη την ημέρα ξεροστάλιαζε με την πλάτη ακουμπισμένη στον παραστάτη της πόρτας του σούπερ μάρκετ. Στεκόταν κοντά ένα τέταρτο της ώρας εκεί περιμένοντας. Το κρύο τον διαπερνούσε αλλά εκείνος έμοιαζε να μη το αισθάνεται. Κρατούσε στο ένα του χέρι το εμπόρευμά του –ένα πακέτο χαρτομάντιλα που συνήθως του έδινε ο θειός του- και με το άλλο έτριβε νευρικά μέσα στην τσέπη του τριμένου παλιού δερμάτινου μπουφάν του με τα πελώρια γυρισμένα τρεις φορές μανίκια, ένα άφιλτρο τσιγάρο. Δεν το είχε βγάλει να το καπνίσει τη στιγμή που το ήθελε και τώρα είχε γίνει τρίμματα. Πού και πού γυρνούσε το κεφάλι του και προσπαθούσε να διακρίνει την ταμία του τρίτου ταμείου από τη τζαμαρία. Δεν κατάφερνε όμως να την εντοπίσει, ήταν μεγάλες οι ουρές στα ταμεία καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και όποιος είχε λεφτά, ακόμη και λίγα, ένιωθε την υποχρέωση να τα ξοδέψει σε φαγώσιμα. Τα φαγώσιμα ήταν πάντα το μεγάλο ζητούμενο της περιοχής της Αγίας Σεβαστής, καθώς το σούπερ μάρκετ ήταν καινούριο και ο ιδιοκτήτης του είχε φέρει ένα σωρό πρωτάκουστες λιχουδιές, από αυτές που διαφημίζονταν στην τηλεόραση και τις οποίες ο μπακάλης, ο οποίος είχε πριν όλη αυτή την πελατεία, δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Οι κάτοικοι όμως απ’ ότι φαίνεται τίμησαν την τόλμη του σούπερ μάρκετ και τα ράφια του επανατροφοδοτούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα με κείνα τα μικρογλυκίσματα που τρέλαιναν τα παιδιά. Αυτά τα γλυκίσματα ονειρευόταν συχνά και ο Βασίλης και συνεχώς σχεδίαζε τρόπους για να τα αποκτήσει. Πρώτα είχε σκεφτεί να μπει να πουλήσει τα χαρτομάντιλά του στο σούπερ μάρκετ και με τα λεφτά να αγοράσει μερικά. Μάλιστα έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς. Αν πουλούσε 10 πακέτα από ένα ευρώ θα είχε δέκα ευρώ. Κάθε γλυκό έκανε 80 λεπτά, μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό βρήκε ότι θα έπαιρνε 12 γλυκάκια και θα του έμεναν και 50 λεπτά. Θα μπορούσε να δώσει από ένα στα 5 αδέλφια του και θα του έμεναν επτά, που με μια σχετική οικονομία, τρώγοντας ένα την ημέρα, θα έβγαζε μια βδομάδα. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένιωσε το σάλιο του να αναβλύζει και κάτι μέσα του να τον σπρώχνει προς την είσοδο του σούπερ μάρκετ. Όταν αποφάσισε να κάνει τη σκέψη του πράξη χωρίς να το πει σε κανέναν μπήκε μέσα και άρχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κολλώντας στους πελάτες, ιδιαίτερα στις πελάτισσες, να αγοράσουν τα μαντιλάκια του. Όμως σύντομα τον κατάλαβαν και ο υπεύθυνος του καταστήματος τον πέταξε έξω φωνάζοντάς του ότι αν ξαναπατήσει «θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά». Ο Βασίλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα του τα έκοβε στρογγυλά, εντούτοις κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να πουλάει εκεί που πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα. Όμως δεν είχε κάτι άλλο να πουλήσει. Και απ’ ότι λένε οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ δεν το ξαναπροσπάθησε. Αυτό τουλάχιστον. Γιατί από τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ περνούσε καθημερινά. Μέχρι που κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν ότι τους μύριζε κάτι άσκημα εκεί κοντά στα σαλάμια και ο ίδιος υπάλληλος που τον είχε απειλήσει ότι θα του κώψει τα πόδια στρογγυλά τώρα τον απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν ξαναπατήσει. Ο Βασίλης βγήκε από το σούπερ μάρκετ καθώς τον έσπρωχνε ο υπεύθυνος ενώ στην πόρτα μια κυρία του έδωσε ένα μικρό ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε αγοράσει. Το ψωμάκι έπεσε από τα χέρια του καθώς δεν πρόλαβε ο Βασίλης να κλείσει τη χούφτα του και ο υπεύθυνος το κλώτσησε αλλά είπε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και δεν είχε βέβαια σκοπό να κλωτσήσει το σώμα του Χριστού. Έτσι είπε στην κυρία που τον επέπληξε αλλά ο Βασίλης ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες. Μάλιστα το κλώτσησε και ο Βασίλης περιμένοντας ότι η καλή κυρία θα του έδινε άλλο. Όμως και να ήθελε να του δώσει δεν πρόλαβε καθώς ο υπάλληλος πέταξε στην κυριολεξία το παιδί έξω. Ύστερα ο Βασίλης τον είδε να σηκώνει από κάτω το ψωμάκι, να το φυσσά, να το φιλά και να κάνει το σταυρό του κι ύστερα, κρυφά από την καλή κυρία, να το πετά σ’ ένα καλάθι σκουπιδιών. Ο Βασίλης περίμενε αρκετή ώρα έξω από το σούπερ μάρκετ μήπως δει την κυρία να βγαίνει αλλά εκείνη θαρρείς και θα αγόραζε όλο το μαγαζί αργούσε κι έτσι έφυγε άπρακτος. Από τότε είχε μπει στο σούπερ μάρκετ άλλη μία φορά με 50 λεπτά να αγοράσει μερικές καραμέλες, όχι ότι δεν μπορούσε βέβαια να τις αγοράσει από το περίπτερο, ήθελε όμως να δει αν εξακολουθούσαν να έχουν πάντα εκείνα τα γλυκάκια. Στην πόρτα πάλι ο ίδιος υπάλληλος του είχε πει ευγενικά αυτή τη φορά να μην ξαναπατήσει και τον έσπρωξε μαλακά έξω χωρίς κλωτσιές. Ο Βασίλης τότε του έδειξε την απόδειξη του ταμείου αλλά ο υπάλληλος του τόνισε καθαρά «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου». Ο Βασίλης αυτό το «δεν θέλουμε εδώ τα λεφτά σου» δεν το καταλάβαινε και πάντα λογάριαζε με το μυαλό του τη μέρα που θα είχε τα δέκα ευρώ και τότε θα έμπαινε καμαρωτός και θα έπαιρνε τα γλυκάκια.

Σήμερα περίμενε τον Αλέξανδρο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, να βγει από το σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να ρωτήσει αν χρειάζονται παιδί για κάποια δουλειά. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε πάει εκεί ο Αλέξανδρος. Ο μικρός το είχε καταλάβει. Γιατί ο αδελφός του λίγο πριν μπει τον είχε ρωτήσει αν φαινόταν πολύ το σημάδι από το κάψιμο στο δεξί του μάγουλο καθώς είχε ρίξει πάνω του μια μεγάλη τούφα μαλλί που πάντα, από τότε που είχε καεί δηλαδή, το άφηνε μακρύ. Ο Βασίλης εκτός από λογαριασμούς που έκανε με το μυαλό του, όλοι το έλεγαν όσοι τον ήξεραν, τα κατάφερνε θαυμάσια και στα ψέμματα. Όχι μόνο να τα λέει αλλά και να τα καταλαβαίνει. Κι έτσι κατάλαβε το ψέμα του αδελφού του. Άλλωστε τον είχε τσακώσει αρκετές φορές να ρωτάει όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για κείνη την αλβανίδα την ταμία στο τρίτο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Βασίλη να καταλάβει.

Έβγαλε έξω το τσιγάρο που έτριβε από τα νεύρα του, θέλοντας να το ανάψει, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο πια, θα κάπνιζε σκέτο χαρτί, πράγμα που το είχε δοκιμάσει βέβαια αρκετές φορές όταν δεν είχε τίποτα άλλο να καπνίσει, αλλά τον ζάλιζε κι έτσι το είχε σταματήσει. Έριξε πάλι μια ματιά προσπαθώντας να διακρίνει από την τζαμαρία αλλά δεν φαινόταν. Όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον τραβά. Γύρισε. Ήταν εκείνος. «Πάμε», πρόσταξε. Ο Βασίλης κατάλαβε ότι τον είχαν πετάξει έξω από την πίσω πόρτα. «Δεν θέλουν τσιγγάνους, σκατά». «Χέσ’ τους», του ψυθίρισε ο Βασίλης κι έκανε αμέσως έναν υπολογισμό. Η πίσω πόρτα ήταν στην άκρη του πάγκου που πουλούσαν τα κρέατα. Για να τον πετάξουν έξω από εκεί χρειάζονταν πέντε το πολύ λεπτά. Ο αδελφός του ήταν μέσα ένα τέταρτο που σήμαινε ότι κοντά δέκα λεπτά ρης ώρας θα γυρόφερνε το ταμείο με την αλβανίδα. Που σήμαινε ότι το κακό είχε προχωρήσει και ότι μπορεί και η αλβανίδα να τον κοίταξε γιατί διαφορετικά μπορεί να μην τον είχαν πετάξει έξω. Όμως ο Βασίλης δεν είπε τίποτα γιατί ο μεγάλος νευρίαζε εύκολα και γινόταν άγριος, πολύ πιο άγριος κι απ’ τον μπαμπά όταν θύμωνε και δεν είχε να πιεί ή να κάνει κανένα μαύρο.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε στη γωνία και κοίταξε τον μικρό. «Κοίτα μην ξεράσεις τίποτα». «Τι να ξεράσω;» έκανε τον ανίδεο ο μικρός. Ο Αλέξανδρος έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω κι ύστερα ξανακάρφωσε τον μικρό. «Απόψε θα γίνει. Το αποφάσισα». «Ποιο, ρε;» «Αυτό με τα λεφτά». «Πού θα τα βρούμε;» ρώτησε τώρα ο Βασίλης που διαπίστωσε ότι το μυαλό του αδελφού του δεν ήταν στην αλβανίδα. «Πήρα τις πληροφορίες που ήθελα». «Λένε στο σούπερ μάρκετ πού έχει λεφτά;» «Όχι ρε ηλίθιο. Άκουσα που το’ λεγε ένας μαλάκας». Ο Βασίλης δεν πρόλαβε να ρωτήσει πόσα λεφτά για ν’ αρχίσει τους υπολογισμούς του, γιατί τον τράβηξε απότομα ο μεγάλος, παρολίγο να τους χτυπήσει ένα φορτηγό, «δεν βλέπετε κωλόπαιδα μπροστά σας;» γρύλισε βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο ο οδηγός κι ύστερα έφτυσε στο δρόμο. «Καλύτερα να τους πάταγε», είπαν μετά από μέρες στους δημοσιογράφους της τηλεόρασης μερικοί κάτοικοι της περιοχής φτύνοντας αμέσως στον κόρφο τους που ξεστόμιζαν τέτοια λόγια.

Monday, November 06, 2006

Αξίζει τον κόπο;

"Προτιμώ την τέχνη που με ξεβολεύει, αυτήν που ανατρέπει ό,τι θεωρώ δεδομένο".
Λούσιαν Φρόυντ
(ο ζωγράφος που αγαπώ και που δεν διστάζει να απογυμνώσει στα έργα του το ανθρώπινο κορμί από ό,τι θεωρείται "ανθρώπινο").

-Πόση δύναμη χρειάζεται άραγε να διαθέτεις σαν καλλιτέχνης για να μπορέσεις να πετύχεις αυτό το "ξεβόλεμα"! Θα έλεγα ότι αγγίζει τα όρια της ύβρης. Ακόμη και σαν θεατής ή αναγνώστης θέλει να έχεις τα κότσια να το αποδεχτείς. Ποιός αντέχει να είναι τόσο γενναίος για να πετάξει από την ασφάλεια μιας αγκαλιάς που γνωρίζει; Να μείνει γυμνός, νηστικός και να κρυώνει μόνος στο χάος; Αυτό είναι καλλιτέχνης; Ναι; Και στ' αλήθεια αξίζει τον κόπο;
Βέβαια ο Φρόυντ βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Εκεί που δεν χρειάζεται να μείνεις μόνος, γυμνός και νηστικός. Εκεί που ό,τι κι αν κάνεις δεν μπορεί παρά να γίνεις αποδεκτός καθώς σέρνεις πίσω σου την ασφάλεια από ένα "βαρύ" όνομα. Που μπορεί να σε πιέζει ψυχολογικά αλλά είναι και διαβατήριο για το ταξίδι. Κι αν στ' αλήθεια είσαι "γεννημένος" καλλιτέχνης ταξιδεύεις με το κεφάλι ψηλά. Οι άλλοι, οι ανώνυμοι, χρειάζεται να παλεύουν χρόνια κολυμπώντας στον πολτό. Από τους Έλληνες ζωγράφους την ίδια αδρή, στυβαρή πινελιά με την ίδια προτίμηση στο ανθρώπινο κορμί είχε ο Δημήτρης Μπισκίνης. Τον ξέρει κανείς;
Ό,τι ισχύει για τους καλλιτέχνες το ίδιο θαρρώ ισχύει και για τους συγγραφείς. Ή κάνω λάθος;

Wednesday, November 01, 2006

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (περίγραμμα)

Η Εκδίκηση είναι η Δικαιοσύνη της Δυστυχίας;;; (!)

Ψάχνω την απάντηση στα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
1. ΜΥΡΙΑΝΘΙΝΑ η μητέρα, γύρω στα 30-35, όμορφη γυναίκα με πράσινα λαμπερά μάτια. Κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι ως αποτέλεσμα παλιάς κακοποίησης.
2. ΓΙΩΡΓΗΣ ο πατέρας, γύρω στα 40-45, με αναπνευστικά προβλήματα, καπνίζει ασταμάτητα ό,τι βρει.
3. ΑΝΕΣΤΗΣ ο δικηγόρος, εντεταλμένος από την πολιτεία, απίστευτα κοντός και φαλακρός με δυσανάλογο μουστάκι.
4. ΜΕΡΟΠΗ η κοινωνική λειτουργός, γύρω στα 40, ιδρυματικό παιδί, ανύπαντρη, εργάζεται και στα καπή, έχει υποστεί κακοποίηση.
5. ΒΑΣΙΛΗΣ 10 ετών, πανέμορφος, βήχει από άσθμα, καπνίζει.
6. ΡΟΔΟΥΛΑ 5 ετών, αδελφή του, πολύ αδύνατη.
7. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο μεγάλος αδελφός 15 ετών πάνω κάτω, το μισό του πρόσωπο καμμένο, μικροντήλερ.
8. ΛΕΦΤΕΡΗΣ ο μεσαίος αδελφός, γύρω στα 12, δουλεύει στην αγορά.
9. ΝΙΚΟΣ ο μικρότερος αδελφός, 7 ετών, φοβάται πολύ.
10. ΧΡΥΣΑΥΓΗ η ηλικιωμένη γυναίκα 80 ετών, το θύμα.
11. ΕΥΑΓΟΡΑΣ ο αδελφός της, γύρω στα 70.
12. ΓΙΟΝΑ νεαρή αλβανίδα, γύρω στα 16, επτά χρόνια στην Ελλάδα, ταμίας στο σούπερ μάρκετ.

Αυτή είναι μια πρώτη περιγραφή τους. Θα υπάρξει μεγαλύτερη ανάλυση των χαρακτήρων αργότερα. Όλοι λίγο ως πολύ είναι μπλεγμένοι στην υπόθεση. Δεν αναφέρω αστυνομικούς και λοιπούς "περαστικούς" διότι δεν έχουν σημασία στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης ιστορίας. Εκείνοι που έχουν υπευθυνότητα δεν είναι φανεροί. Είναι διάχυτοι ανάμεσα σε όλους μας και αποτελούν φυσικά ένα πλέγμα που διαμορφώνει τις καταστάσεις. Εδώ μας ενδιαφέρουν αυτά τα συγκεκριμένα άτομα και η μεμονωμένη ιστορία. Που δεν είναι μόνο τοπική, δεν είναι μόνο συγκεκριμένη, αλλά αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης εκδοχής του "πλούσιοι και φτωχοί" του κόσμου. Θα δούμε πώς θα πάει.

Wednesday, October 25, 2006

Πρώτη γραφή. 2

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ


Κεφάλαιο 1
(Συνέχεια)


Η Χρυσαυγή Αποσκίτη ήταν η ιδιοκτήτρια εκείνου του μικρού σπιτιού στα σύνορα της παλιάς με τη νέα πόλη εδώ και πενήντα χρόνια. Κανείς στη γύρω περιοχή δεν θυμόταν πότε ακριβώς είχε χτιστεί το σπίτι, ίσως γιατί κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτό θα έφτανε μια μέρα που θα είχε σημασία. Στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία αλλά επειδή ήταν το πιο παλιό σπίτι της περιοχής πολλοί δημοσιογράφοι ρωτούσαν για να το προσθέσουν μεγαλώνοντας και με άλλα στοιχεία το ρεπορτάζ τους. Η αλήθεια είναι ότι το σπίτι ήταν ρημαγμένο. Τα συρματόσκοινα στο φράχτη ήταν πεσμένα και μπαινόβγαιναν ελεύθερα τα αδέσποτα σκυλιά. Οι τοίχοι ήταν ξεφτισμένοι. Τα πατζούρια, ξύλινα καθώς ήταν, τα είχε σαπίσει η υγρασία. Ο αέρας σ’ αυτή την περιοχή έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια και οι κάτοικοι λένε ότι τα νιώθουν στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις τους τόσο έντονα που τους κάνουν να πονούν. Η Χρυσαυγή, ογδόντα ετών τότε, συνήθιζε να τυλίγει τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα για να τα προστατεύει από τους ρευματισμούς. Ακόμη συνήθιζε να πίνει ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή είχε βάλει ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Από χτες είχε παρακαλέσει τον αδελφό της να της φέρει κι άλλο γκάζι μην τελειώσει αλλά ακόμη δεν είχε φανεί.

Η Χρυσαυγή είχε μεγάλη αδυναμία στον αδελφό της. Στους τοίχους του μικρού σπιτιού της είχε κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες του από τότε που ήταν ο αστυνόμος του χωριού με τη στολή αλλά και άλλες επάνω στη βάρκα του κρατώντας με καμάρι ένα μεγάλο ψάρι. Η Χρυσαυγή δεν είχε παντρευτεί. Τον αδελφό της τον είχε σαν παιδί της. Ήταν δέκα χρόνια μικρότερος. Και τα παιδιά του τα είχε σαν δικά της, ιδιαίτερα τη Μαρία που τώρα ήταν παντρεμένη στη Γερμανία και της έστελνε χαιρετίσματα κάθε φορά που επικοινωνούσε με τον πατέρα της. Μάλιστα της είχε υποσχεθεί ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα ερχόταν στην Ελλάδα και θα την επισκεπτόταν. Θα έφερνε, είχε πει, και τον γιο της που ήταν δέκα ετών και ήθελε πολύ να τη γνωρίσει. Με αυτή την προσμονή η Χρυσαυγή είχε αποφασίσει να συγυρίσει λίγο το σπίτι της και είχε καλέσει μάλιστα και έναν νεαρό αλβανό να της βάψει το καθιστικό της στο ίδιο χρώμα το ροδί που της άρεσε. Τον περίμενε σε δυο μέρες, του είχε δώσει και χρήματα για να αγοράσει το χρώμα.

Η Χρυσαυγή εκείνο το βράδυ μετά από πολλά χρόνια έκανε κάποια σχέδια για τη μέρα των Χριστουγέννων. Την προηγούμενη που την είχε επισκεφτεί ο αδελφός της του είχε δώσει 200 ευρό, σχεδόν όλες τις οικονομίες της δηλαδή, για να αγοράσει δώρα για τη Μαρία και τον γιο της, γιατί δεν ήταν σωστό να έρθουν στην Ελλάδα και να γυρίσουν μετά πίσω με άδεια χέρια. Του είχε παραγγείλει να τους πάρει και δυο κιλά φυστίκια αιγίνης από τα καλά που έφερναν στο σούπερ μάρκετ.

Η Χρυσαυγή -όλοι το ήξεραν εκεί γύρω κι ας τους έλεγε ότι είχε το κομπόδεμά της- στην πραγματικότητα τα έφερνε δύσκολα οικονομικά με τη μικρή σύνταξη που είχε κατορθώσει να της βγάλει ο αδελφός της σαν ανάπηρη, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου πια. Μόνο την τηλεόραση μπορούσε να δει γιατί ήταν δυνατό το φως που εξέπεμπε η συσκευή με έντονα χρώματα, αλλά κι αυτά τελευταία τη δυσκόλευαν, την άνοιγε όμως γιατί την είχε συνηθίσει και αναγνώριζε τις φωνές.

Όταν έφτιαξε το ζεστό της πήγε να μετρήσει τα χρήματα που της είχαν μείνει, να δει αν έφταναν για μερικά τσουρέκια και μελομακάρονα, όπως συνήθιζαν πάντα παλιά να έχουν τέτοιες μέρες στο σπίτι τους. Μπορεί και να δάκρυσε με τη νοσταλγία. Έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη που είχε αγοράσει πριν 30 χρόνια όταν είχε πάει στην αθήνα, και το άνοιξε. Καθώς δεν έβλεπε καλά, έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε είκοσι ευρό και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Αυτά για τα παλιόπαιδα», μονολόγισε. Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα σαράντα ευρό μέσα και το κουτί στη θέση του. Θα έδινε στον αδελφό της από αυτά για τα τσουρέκια και τα μελομακάρονα. Ίσως να του έλεγε να πάρει και κανά κονιάκ, αν έφταναν. Ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να είναι ξεχωριστά. Αμέσως μετά η Χρυσαυγή βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Ελσάκι από το καπή την είχε μαλώσει προχτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»

Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Κάθισε στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα της, ακούμπησε το ραγισμένο φλιτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα, όπως τον τελευταίο καιρό, και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Ελσάκι, καλή του ώρα. Θα τη σύστηνε και στη Μαρία όταν ερχόταν. Μπορεί να έκαναν και συντροφιά οι δυο τους. Οι τρεις μας, διόρθωσε καθώς της πέρασαν ευχάριστες σκέψεις απ’ το μυαλό.
Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, ένας άντρας που του έμοιαζε μπορεί να ήταν, μα πότε, πού, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.

Σε λίγο θα την έπαιρνε ο ύπνος με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και καθώς αποκοιμιόταν σίγουρα θα σχεδίαζε πώς θα περνούσε τα Χριστούγεννα με τους αγαπημένους της μετά από τόσα χρόνια χωρίς να ξέρει βέβαια ότι αυτό το συγκεκριμένο βράδυ θα ήταν το τελευταίο της.

(συνεχίζεται)

Thursday, October 19, 2006

ΤΑ ΝΕΑ και οι bloggers

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ χτες και το αναδημοσιεύω. Σιγά σιγά τα ΜΜΕ, το ένα μετά το άλλο, ανακαλύπτουν τα blogs και τα μπλογκομυθιστορήματα. Τα καλωσορίζουμε στην παρέα.

"Οι Sergios, Ανδρομέδα, Reader's diggest, Simon, 4oceans, So far, είναι λίγα μόνον ονόματα της πολυάριθμης παρέας που μπαινοβγαίνει σε blog στο Διαδίκτυο και με τις παρατηρήσεις, τα σχόλια, τη σύμφωνη ή την αντίθετη γνώμη συμμετέχουν κατά κάποιον τρόπο στη συγγραφή ενός ελληνικού ηλεκτρονικού μυθιστορήματος. Το blog της συγγραφέως Λείας Βιτάλη έχει δεχθεί κάπου 4.500 επισκέψεις, από τότε (24 Ιουνίου) που το «ανέβασε» στο Ίντερνετ. «Η ανάγκη μου να έχω παρέα στο γράψιμο με ώθησε να δημιουργήσω το blog». Δεν είχε περάσει καιρός που τελείωσε το πρόσφατο βιβλίο της «Ιερή παγίδα - Το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης» (Εκδ. Πατάκης). «Σκέφτηκα: Δεν μπορώ άλλο να είμαι κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους και να γράφω», λέει η συγγραφέας.

Είχε ήδη την αφορμή για το μυθιστόρημα που ζυμώνεται ηλεκτρονικά τους τελευταίους τρεις μήνες: την είδηση ότι τρεις ανήλικοι Τσιγγάνοι 14, 8 και 7 ετών σκότωσαν μια ηλικιωμένη για μερικά ευρώ. «Το ζητούμενο για εμένα δεν ήταν αυτό καθαυτό το γεγονός. Δεν με ενδιαφέρει να καταγράψω μια ιστορία για μια υπόθεση που ακόμη δεν έχει εκδικαστεί. Γράφω, άλλωστε, πως τρία παιδιά κατηγορούνται ότι σκότωσαν. Δεν υπάρχει δεδικασμένο».

Στο blog της, η Λεία Βιτάλη κρατά σημειώσεις και στην ιστορία της χρησιμοποιεί αφηγητή. «Καταθέτω σκέψεις. Και οι επισκέπτες κάνουν τα σχόλια, τις παρατηρήσεις τους. Πολλές φορές δίνουν πληροφορίες στα ξαφνικά. Υπάρχει κάποιος που, όταν διάβασε ότι θα ασχοληθώ στο μυθιστόρημα με τους Ρομ, μου έστειλε ολόκληρο σύγγραμμα για εκείνους». Ένας άλλος στις 7 το πρωί ήταν ήδη ξύπνιος και κατέθετε παρατηρήσεις στο blog.

Εκείνη, πάλι, δεν παραβλέπει τα σχόλια, αν και θεωρεί πως ο συγγραφέας πρέπει να ακολουθεί αυτό που έχει στο μυαλό του. «Αλλά ένα σχόλιο μπορεί να είναι διεγερτικό και να σε οδηγήσει σε μια κατεύθυνση που δεν έβλεπες έως εκείνη τη στιγμή».

Φαίνεται πως - όπως και ο Στίβεν Κινγκ, που γράφει πλέον τα μυθιστορήματά του στο Ίντερνετ - η παρέα των συγγραφέων που προτιμούν τη διαδικτυακή γραφή έχει αρκετά μέλη και στην Ελλάδα. Πρόσφατα ο Νίκος Βλαντής «εξέδωσε» στο Ίντερνετ το βιβλίο «www. tospitimas.gr». Ο χρήστης μπορούσε να διαβάσει τα βιογραφικά των ηρώων, να παρακολουθεί την εξέλιξη ακόμα και να την αλλάζει. Το άυλο βιβλίο απέκτησε υπόσταση από τις Εκδόσεις Περίπλους. «Το Ίντερνετ δεν αντικαθιστά την ανάγνωση αλλά, αντίθετα, κεντρίζει το ενδιαφέρον του χρήστη ώστε να διαβάσει το μυθιστόρημα», είπε στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Βλαντής.

Ο Σέρβος συγγραφέας Μίλοραντ Πάβιτς, μιλώντας στα «ΝΕΑ», το επικροτούσε (άλλωστε και ο ίδιος το εφαρμόζει): «Ένα βιβλίο πρέπει να έχει πολλές δυνατότητες ανάγνωσης, αφού η ίδια η ανθρώπινη σκέψη απλώνεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Η λογοτεχνία που χρησιμοποιεί την φιλολογική γλώσσα υπάρχει κίνδυνος να χαθεί»".

Friday, October 13, 2006

Πρώτη γραφή. 1

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ

(Προσωρινός τίτλος εργασίας)


«Σκότωσα γιατί ανθρώπους σαν κι εμένα τους κακομεταχειρίζονται καθημερινά»

Λουκ Γούνταμ (16 ετών από το Περλ - Μισισιπί των ΗΠΑ)

Κεφάλαιο 1


Την περιοχή της Αγίας Σεβαστής, πριν από τα ανατριχιαστικά γεγονότα που συνέβησαν τα Χριστούγεννα του περασμένου έτους, δεν την ήξερε κανείς.
Η Αγία Σεβαστή στο Μανδράκι* Αττικής βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία κοντά στη μονίμως αγριεμένη θάλασσα, δεξιά από τους αμμόλοφους της εγκαταλειμμένης παραλίας με την ίδια ονομασία. Οι λιγοστοί κάτοικοι την αποκαλούν «μαύρη ερημιά του Θεού» και δεν φαίνεται να έχουν άδικο. Σε μια μικρή υποτυπώδη πλατεία με κυρτά πανύψηλα σχίνα, που σέρνουν τις ρίζες τους μέχρι τη θάλασσα για να ποτιστούν, βρίσκεται μια μικρή παλιά μισογκρεμισμένη εκκλησία, αυτή της αγίας Σεβαστής, που έδωσε και το όνομά της στην περιοχή. Άλλοτε, λένε οι παλιότεροι, γίνονταν εκεί γάμοι και βαφτίσια από τους πλουσιότερους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής- οι περισσότεροι ασχολούνταν με το ψάρεμα πριν μολυνθεί η θάλασσα στα 500 μίλια απ’ την ακτή- από τότε όμως που στήσανε τον καταυλισμό τους οι τσιγγάνοι κανείς δεν ξαναπάτησε ούτε για λειτουργία. Τώρα συχνάζουν εκεί αδέσποτες γάτες και μικρά ερπετά. Ένα συνεργείο του δήμου που πήγε να καθαρίσει πριν δυο χρόνια όταν παραπονέθηκαν κάποιοι περαστικοί για φοβερή μπόχα, είχε πει ότι βρήκε ψοφίμια, σύριγγες και άδεια κουτιά από αλβανικές μπίρες που μετά οι υπάλληλοι του απορριματοφόρου διαπίστωσαν ότι ήταν τσέχικες. Πριν από τα Χριστούγεννα του προηγούμενου έτους η περιοχή της Αγίας Σεβαστής δεν αναφερόταν πουθενά. Ακόμη και ο οδικός χάρτης της πόλης δεν την περιείχε. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν μια περιοχή φάντασμα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν.

Εκτός από τον καταυλισμό των τσιγγάνων που ήταν στημένος στην άκρη, στο πιο κοντινό σημείο της θάλασσας, υπήρχαν -λίγο πιο απομακρυσμένα βέβαια- μερικά μικρά παλιά σπίτια όπου έμεναν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, όλα μονόροφα με μικρές αυλές μπροστά, και προς τα μεσόγεια μερικές μικρές πολυκατοικίες όπου κατοικούσαν μετανάστες –κυρίως Αλβανοί- που είχαν έρθει πρόσφατα στην περιοχή με την έξαρση της ανοικοδόμησης στο κέντρο της μικρής πόλης. Οι τσιγγάνοι και οι μετανάστες ήταν η αιτία, λένε στα καφενεία της πάνω πλατείας, αρκετά μακριά από τη θαλάσσια περιοχή, που οι κάτοικοι έφυγαν αναζητώντας σε άλλες κοντινές ή πιο απομακρυσμένες περιοχές την ασφάλειά τους, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας νεαρός υπάλληλος του ταχυδρομίου, ο οποίος δεν είχε πάει ποτέ του σε κείνην τη δύσβατη περιοχή διότι οι μετανάστες και οι τσιγγάνοι δεν είχαν αλληλογραφία. Αν εξαιρέσεις την περιοχή της Αγίας Σεβαστής, η υπόλοιπη πόλη ήταν ίδια και απαράλλαχτη με τις άλλες μικρές επαρχιακές πόλεις της Αττικής. Τελευταία μάλιστα είχαν εγκατασταθεί και δυο μεγάλα σούπερ μάρκετ από τις γνωστές φίρμες που μάζεψαν όλη την πελατεία. Το ένα μάλιστα γέμισε αμέσως από μετανάστες γιατί έκανε προσφορές και εκπτώσεις. Έτσι είχε μαρκαριστεί σαν το σούπερ μάρκετ των αλβανών και δεν πήγαιναν να ψωνίσουν οι ντόπιοι, παρά μόνον όσοι ήταν περαστικοί ή καινούριοι και δεν γνωρίζαν πρόσωπα και πράγματα. Ο ιδιοκτήτης, που απ’ ό,τι λένε οι κάτοικοι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τα ευρό των Αλβανών, προσέλαβε για ταμία σε ένα από τα τρία ταμεία του μια μικρή αλβανίδα γύρω στα 17 που είχε μάθει πολύ καλά τα ελληνικά επειδή ήταν πέντε χρόνια στην Ελλάδα και δεν την ξεχώριζες από Ελληνίδα. Όλοι όμως ήξεραν ότι ήταν αλβανίδα και δεν μπορούσε να κρύψει την ταυτότητά της. Την έλεγαν Γιόνα, εκείνη όμως προσπαθούσε να προωθήσει το όνομα Ειρήνη χωρίς να το καταφέρνει. Παρόλο λοιπόν που σε όλους έλεγε ότι τη λένε Ειρήνη, όλοι την φώναζαν Γιόνα και έτσι ήταν γνωστή.
Πριν από τα προηγούμενα Χριστούγεννα κανείς στην ευρύτερη περιοχή δεν είχε φανταστεί ή δεν έδειχνε ότι είχε φανταστεί αυτά που θα συνέβαιναν κατά τη μεριά των τσιγγάνων. Αν και υπήρχαν κάποιες ενδείξεις που θα μπορούσαν να τους κάνουν να το υποψιαστούν. Εντούτοις, όπως λένε στα εμπορικά της πάνω πλατείας, η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία γιατί αυτά αφορούσαν τους τσιγγάνους και όσους έμεναν στην περιοχή της Αγίας Σεβαστής, που οπωσδήποτε ήταν μια απομακρυσμένη περιοχή και δεν είχε να κάνει με κείνους. Μερικοί από τους ιθαγενείς κατοίκους κατηγόρησαν τον δήμο ότι δεν είχε ενημερώσει κανέναν για να προφυλαχτεί. Άλλοι πάλι τον δικαιολογούν λέγοντας ότι δεν είναι πρόβλημα που αφορά τον δήμο αλλά μια πιο κεντρική εξουσία. Όπως και να έχει πάντως το πράγμα η πόλη αναστατώθηκε από τον άγριο στραγγαλισμό με αποτέλεσμα η περιοχή της Αγίας Σεβαστής σε μια και μόνο νύχτα να γίνει γνωστή σ’ όλη τη χώρα. Ακόμη κατάφερε να έχει και το μερίδιό της στις ειδήσεις στο εξωτερικό.

Μετά από εκείνο το γεγονός οι κάτοικοι, ακόμη και των πιο απομακρυσμένων περιοχών, δεν άφηναν πια τα σπίτια τους ξεκλείδωτα -ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι- και κοιτάζονταν μεταξύ τους τρομαγμένοι αλλά ακόμη πιο τρομαγμένοι έδειχναν όταν τους πλησίαζαν παιδιά. Κυρίως αυτά –δηλαδή τα παιδιά- τα απέφευγαν ακόμη και αν δεν ήταν τσιγγανάκια. Και άπλωναν το χέρι στο λαιμό τους με μια αυτόματη κίνηση σαν να προσπαθούσαν να τον προφυλάξουν από στραγγαλισμό. Ακόμη, πολλοί κάτοικοι έλέγαν, ότι τα βράδια άκουγαν στην αυλή τους να τραβιούνται τα κιγκλιδώματα και τα συρματόσκοινα, σαν κάποιος να προσπαθούσε να τα ξεκαρφώσει απ’ τους φράχτες, που με τέτοια είχε γίνει ο στραγγαλισμός. Και δεν ησύχαζαν ούτε πρωί ούτε βράδυ με τον πανικό να σφυροκοπάει συνέχεια στο μυαλό τους.


(Το μυθιστόρημα είναι σε εξέλιξη και συνεχίζεται)

*(Η περιοχή ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας της συγγραφέως. Όπως και όλα τα ονόματα. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι τυχαία).

Wednesday, October 11, 2006

Περί συγγραφής...

"Υπάρχουν τρεις κανόνες για τη συγγραφή ενός (επιτυχημένου) μυθιστορήματος. Δυστυχώς δεν τους ξέρει κανείς!"
Σώμερσετ Μωμ

Friday, October 06, 2006

Γεννημένος δολοφόνος;

Ο αμερικανός στρατιωτικός ψυχολόγος Dave Grossman αναφέρει ότι οι μέθοδοι εθισμού των παιδιών στη βία είναι οι ίδιες πού χρησιμοποιούνται στο στρατό, ώστε να εκπαιδεύονται οι στρατιώτες για να μπορούν να σκοτώνουν. Πρόσφατες νευροβιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η βία πού παρακολουθούν τα παιδιά στην τηλεόραση, κινηματογράφο κλπ., μαθαίνεται, απομνημονεύεται και ανακαλείται για να λειτουργήσει ως μοντέλο για τη μελλοντική συμπεριφορά τους. Χρησιμοποιώντας μεθόδους νευροαπεικόνισης οι επιστήμονες απέδειξαν ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στα παιδιά όταν βλέπουν βίαια θεάματα είναι οι ίδιες περιοχές όπου αποθηκεύονται τραυματικά γεγονότα, το αίσθημα της απειλής και τα αντανακλαστικά προγράμματα του εγκεφάλου που κινητοποιούν τον οργανισμό για να αντιδράσει σε μία επερχόμενη απειλή. Έτσι, η εικόνα της βίας καταγράφεται στον εγκέφαλο σαν ένα τραυματικό γεγονός, σαν μια πραγματική απειλή στην οποία κινητοποιείται ο οργανισμός για να απαντήσει. Και αυτή η καταγραφή αποθηκεύεται στη μακροπρόθεσμη μνήμη, στην περιοχή του εγκεφάλου απ’ όπου γίνεται αυτόματη ανάκληση γεγονότων αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά αποθηκεύουν εικόνες βίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν «οδηγός» μελλοντικής συμπεριφοράς. Το παιδί πλέον έχει εθιστεί στη βία. Λειτουργεί σαν γεννημένος δολοφόνος!

Wednesday, October 04, 2006

Απόφαση για τον αφηγητή

Μου έφυγε τελικά ένα μεγάλο βάρος. Αποφάσισα για τη φύση του αφηγητή. Δηλαδή των αφηγητών. Θα είναι 2. Αλλά όχι και οι δυο πρωτοπρόσωποι. Στενεύει ο ορίζοντας της αφήγησης. Τώρα είμαι σίγουρη ότι ο ένας θα είναι οπωσδήποτε ο μικρός Βασίλης (ακόμη το όνομα παίζει) που θα καταγράφει το ημερολόγιό του αλλά ο άλλος θα είναι τριτοπρόσωπος και όχι η κοινωνική λειτουργός. Ένας εντελώς αποστασιοποιημένος τριτοπρόσωπος αφηγητής που θα παραθέτει τα γεγονότα σα να διαβάζονται από πρακτικά. Ο σχολιασμός τους θα είναι υπόγειος, σχεδόν αδιόρατος. Απλώς η σειρά της παράθεσης θα είναι αυτή που θα δίνει το στίγμα του σχολιασμού. Αν το καταφέρω βέβαια. (I have to think positive).
-Απόφαση 1η:
2 αφηγητές. Τριτοπρόσωπος ουδέτερος και πρωτοπρόσωπος (ο μικρός Βασίλης).
-Ενέργειες να γίνουν:
Εξεύρεση κάποιου δικηγόρου ποινικολόγου στον Πειραιά σαν σύμβουλου (ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΑΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΜΕ EMAIL).

Η υπόθεση είναι πιο ζόρικη απ' ό,τι παρουσιαζόταν στην αρχή.
Θα συνεχίσω με τα πρόσωπα που θα πάρουν μέρος στην περιπέτεια. Ένα μυθιστόρημα είναι κατ' εξοχήν τα πρόσωπα που το αποτελούν. Αυτά δημιουργούν την πλοκή και φυσικά την ιστορία καθώς συγκρούονται με την πραγματικότητα. Δεν λέω ότι είναι ο μοναδικός τρόπος. Αλλά αυτός είναι ο δικός μου. My way. Τώρα που θυμήθηκα αυτό το παλιό τραγούδι σκέφτηκα ότι ο μικρός Βασίλης θα πρέπει να έχει και αγαπημένο τραγούδι. Όλα τα παιδιά έχουν.
Έχω αρχίσει να βλέπω παιδικά στην τηλεόραση, να παίζω γκέιμ μπόυ, ε, αν αρχίσω ν' ακούω και τσιφτετέλια την κάναμε. Μιλάμε για τέλεια μετάπλαση και επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του συγγραφέα (που λέγαμε στο προηγούμενο ποστ). (Χα! Πολλά ασυγκράτητα γέλια).
Συνεχίζουμε ακάθεκτοι εκτός απροόπτου.

Monday, October 02, 2006

Το παιχνίδι των μεταμορφώσεων στον κυβερνοχώρο


Ο Ουΐλιαμ Γκίμπσον για πρώτη φορά το 1984 χρησιμοποίησε τον όρο «κυβερνοχώρος» στο κλασικό πια και βραβευμένο βιβλίο του «Νευρομάντης». Από τότε ο όρος παρέμεινε στη ζωή μας για να σημαίνει την ηλεκτρονική πραγματικότητα και εικονικότητα, χαρακτηριστικό της οποίας, στην περίπτωση του διαδικτύου, είναι οι εικονικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, οι σχέσεις χωρίς σωματική επαφή. Ο άνθρωπος με τη συνεχή χρήση του υπολογιστή του αφήνεται όλο και περισσότερο σε μια «ζωή στην οθόνη» όπως την έχουν ονομάσει, πράγμα που τον γοητεύει ιδιαίτερα καθώς του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει για τον εαυτό του όποια ταυτότητα επιθυμεί. Πραγματική, μισοπραγματική ή και απόλυτα φανταστική. Ο άνθρωπος στην επαφή του με άλλους ανθρώπους μέσω του υπολογιστή μπορεί να είναι αυτός που πάντα θα ήθελε να ήταν αλλά η πραγματικότητα τον έχει «εμποδίσει». Αυτό λειτουργεί με τρόπο μαγικό. Τον αποσπά συνεχώς από τον αναλογικό κόσμο βυθίζοντάς τον ολοένα βαθύτερα στον ψηφιακό. Εκεί μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ή και ο κανένας καθώς έχει τη δύναμη «επαναπροσδιορισμού» του εαυτού, αλλά και αποδοχής αυτού του εαυτού από τους άλλους. Επιτέλους ο άνθρωπος ζει -στη «ζωή της οθόνης»- το όνειρό του να είναι εκείνος ο άλλος. Ο εαυτός αποκτά ιδιότητες θαυμαστές, ικανότητες που ίσως ποτέ δεν θα εμφανίζονταν στην πραγματική ζωή, ενώ συγχρόνως μπορεί να του προσφέρει την αποδοχή ή και εμπειρίες που θα ήταν δύσκολο, έως και αδύνατο, να γευτεί στην «αναλογική», πραγματική ζωή. Ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να «ενδυθεί» την περσόνα που θα ήθελε να είναι. Χωρίς κανείς να μπορεί αυτό να του το αμφισβητήσει είτε παρουσιάζεται ανώνυμα είτε και επώνυμα. Πιστεύω ότι αυτό που κινητοποιεί και μεγαλώνει τον αριθμό των χρηστών του διαδικτύου δεν είναι τόσο η ανάγκη για ανωνυμία όσο η ανάγκη για ταυτότητα! Και η ανάγκη προσωπικής παρουσίας σ’ έναν χώρο όπου το κοινό του μπορεί –δυνητικά- να είναι ολόκληρος ο πλανήτης. Οι άλλοι αρέσκονται να διαβάζουν, να σχολιάζουν αποδεχόμενοι ως επι το πλείστον την «φανταστική» περσόνα και προβάλλοντας την αντίστοιχη δική τους. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζει την διαδραστική πορεία του με μια σπειροειδή μορφή που οδηγεί όλο και σε μεγαλύτερο κύκλο. Συγχρόνως το μέσον σου δίνει τη δυνατότητα, καθώς προβάλλεις έναν ιδεατό εαυτό, να αναψηλαφείς, εν αγνοία σου, την εσωτερική σου πραγματικότητα, πράγμα το οποίο πιθανώς να σε οδηγήσει στο περίφημο «γνώθι σαυτόν», ή αντίθετα να σε οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη διάσπαση του εαυτού, τον οποίον θα επιζητάς και θα συναντάς μονάχα στον υπολογιστή σου μετατρέποντας το εργαλείο αυτό σε «πραγματική ζωή». Ο καθένας μπορεί να βιώσει μια άλλη πραγματικότητα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και να μετατραπεί σε σκύλο, δελφίνι ή νεράιδα ή ότι άλλο επιθυμεί. Να αποκτήσει εικονικούς φίλους που τον στηρίζουν, τον αγαπούν, τον θαυμάζουν, να ανταλλάξει εικονικά φιλιά, να βιώσει αυτό που βαθιά μέσα του επιθυμεί, να χειροκροτηθεί από την παρουσίαση ενός ποιήματος ή ενός πεζού κειμένου ή κάποιων «αιρετικών» απόψεων. Και το σπουδαιότερο: Να διορθώσει επιτέλους την ανεπαρκή πραγματικότητα που τον πονάει. Ένα άλλο «πλεονέκτημα» θα έλεγα του διαδικτύου για τους χρήστες του είναι το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς, εντούτοις η δέσμευση προς αυτούς είναι χαλαρή, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην φυσική πραγματικότητα, ενώ η έννοια του καθήκοντος χαρακτηρίζεται και αυτή από μια εξίσου ανάλαφρη χαλαρότητα, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς την αυστηρότητα και τις ποινές που μπορεί να υποστεί κανείς στην φυσική ζωή. Σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα ο άνθρωπος έχει την αίσθηση της ασφάλειας! Της ασφάλειας; Γιατί όχι; Ακόμη και αν υπάρξουν περιπτώσεις βίας κάθε μορφής –και δεν είναι άγνωστη η βία στο διαδίκτυο-γνωρίζει ότι δεν θα πάρει ποτέ τη θέση του πραγματικού θύματος, απλούστατα γιατί μπορεί να επιλέξει άλλον ψηφιακό τόπο ή να πατήσει απαλά το οφ στον υπολογιστή του. Το διαδίκτυο συγχρόνως είναι κυρίως ένας χώρος λόγου και δευτερευόντως ίσως εικόνας, μέσα στον οποίο εκφραζόμαστε χωρις να αποκαλυπτόμαστε ακόμη και όσοι από μας φοβούνται την πραγματική σωματική επαφή της φυσικής ζωής. Και ίσως αυτή ακριβώς η έννομη μασκαράτα να είναι η δύναμη που ακόμη και ο κίνδυνος των καταγραφών των προσωπικών μας δεδομένων προς μελλοντική χρήση από μια αόρατη εξουσία να μοιάζει ασήμαντος.
Σε έναν κόσμο που υποστηρίζει φανερά με νόμους το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων υπόγεια συνεργεί με χίλιους δυο τρόπους στην καταστρατήγησή τους. Εξακολουθούμε λοιπόν να νιώθουμε ασφαλείς παίζοντας αυτό το παιχνίδι; Νομίζω ότι σ’ αυτή τη φάση κατά την οποία καταφέραμε επιτέλους να είμαστε «άλλοι» και όσο δεν νιώθουμε τον κίνδυνο στο πετσί μας δεν μας αφορά. Καταφέραμε να γίνουμε «άλλοι»! Άλλοι λιγόταρο κι άλλοι περισσότερο «άλλοι». Ένα άλλο ερώτημα προκύπτει. Πόσο «άλλοι» δείχνουμε στ’ αλήθεια; Μήπως φορώντας για καιρό την περσόνα σιγά σιγά διαμορφωνόμαστε σε κάτι που να της μοιάζει; Ή μήπως -στην καλύτερη περίπτωση- εκθέτοντας κάποια βαθύτερα σημεία του εαυτού μας, (τάχα μου περσόνα), τα υιοθετούμε φανερά και στην φυσική πραγματικότητα;

Ακόμη ωστόσο είναι πολύ νωρίς για το «μέσον» να βγούν και από τους επιστήμονες τελικά συμπεράσματα.

Προσωπικά κατέγραψα αυτές τις σκέψεις μου με αφορμή το μέιλ ενός πολύ καλού μου φίλου.

Και για να επανέλθω στο προκείμενο, έχω την αίσθηση ότι και εγώ η ίδια ενεργώ παρομοίως στο μπλογκ μου. Εφευρίσκω εκ νέου την ταυτότητά μου. Ψάχνοντας τους ήρωες του νέου μυθιστορήματος προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω την συγγραφέα από πλευρά ανθρώπινης υπόστασης.
Ίσως το ίδιο να κάνουμε όλοι μας. Ή όχι;

Saturday, September 30, 2006

Συγγραφή και φόνος-Σκέψη 2

Δεν ξέρω πώς έχει συμβεί αλλά έχει συμβεί. Είμαι αγκαλιά με το φόνο. Αυτών των παιδιών. Κάτι με σέρνει. Μπορεί να είναι για καλό ή μπορεί να είναι για κακό. Αυτό δεν θέλω να το σκέφτομαι. Σκέφτομαι όμως πάρα πολύ τον φόνο. Υπάρχουν κάποια βιβλία που πρέπει να ξαναδιαβάσω. Βουτιές που πρέπει να κάνω μέσα μου. Όταν σκοτώνεις κάποιον άγνωστο δεν σκοτώνεις στην πραγματικότητα αυτόν. Σκοτώνεις αυτό που συμβολίζει. Ή σκοτώνεις κάποιον άλλον που του δίνεις στο μυαλό σου τη θέση κάποιου άλλου. Μήπως το παρακάνω; Δεν ξέρω. Εχτές σε ώρα άσχετη που οι άλλοι μιλούσαν για τις δημοτικές εκλογές εγώ σκεφτόμουν αυτά.
Το βιβλίο ξεκινάει κινηματογραφικά.
Σκηνή 1: Πώς τα 3 αδέλφια οργανώνουν το έγκλημα.
Σκηνή 2: Πάμε στο ημερολόγιο του Βασίλη. Σκηνή 3: Επιστρέφουμε πάλι στην οργάνωση εκεί όπου την αφήσαμε. Προχωρώ λίγο λίγο. Να το νιώθω κι εγώ πώς γίνεται.
Κάποια στιγμή ένας ενδεικτικός διάλογος ίσως με δημοσιογράφο ή αστυνομικό ίσως με κάποιον άλλον.
-Την σκότωσες, είπες.
-Ναι.
-Γιατί;
-Έτσι. Ήθελα να το κάνω.
-Ήθελες να σκοτώσεις;
-Για μια στιγμή.

Η Χρυσαυγή δεν είχε λεφτά, οπότε η αστυνομία δεν κατάλαβε το κίνητρο. Πώς ήξερε η αστυνομία ότι δεν είχε λεφτά; Τους το είπε ο αδελφός της που τη βρήκε νεκρή.

Άλλη στιγμή ό ένας ανήλικος αδελφός λέει στον άλλον την ώρα που είναι στο σούπερ μάρκετ.
-Κοίτα τη χώρα του πλούτου. (Εννοεί την Ελλάδα βέβαια!) Έχει απ' όλα να φας. Σε λίγο θα 'χουμε κι εμείς.

Μπορεί ένα έργο χωρίς έρωτα να έχει ενδιαφέρον; Πέρα από τον έρωτα και το πάθος μέσα στον άνθρωπο ελλοχεύει το μίσος. Αυτό είναι απίστευτα δυνατή κινητήρια δύναμη. Οδηγεί. Και τελικά είναι σαν τον έρωτα. Πώς δημιοργείται το μίσος; Πώς μπορείς να ξεφύγεις απ' το μίσος;

Στόχος: Να ξαναδόσω σ' αυτά τα παιδιά την αξιοπρέπειά τους. Πίσω από τα τέρατα υπάρχουν άνθρωποι.

Θα πει κάποιος σε άλλο σημείο: Αν μπορεί αυτό να συμβεί σε μια θεοσεβούμενη γριά που προσέφερε ελεημοσύνη ποιός μπορεί τότε να είναι ασφαλής; (Θυμήσου τη Βιριδιάνα- Μπουνιουέλ).
Ποιός μπορεί να είναι ασφαλής;
Σκότωσαν τη γυναίκα που τους έδινε να φάνε. Γιατί;

"Όστις χύσει αίμα ανθρώπου υπό ανθρώπου θέλει χυθεί το αίμα αυτού;"
(Γεννεσις 9, στροφή 12.)

Θα συνεχίσω με τη μεριά του Βασίλη.


Monday, September 25, 2006

Το στορυ

(Η προετοιμασία)

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου.

Η πόλη είναι παραθαλάσσια. Ο αέρας έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια, τα νιώθεις στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις, σε κάνουν να πονάς. Η Χρυσαυγή Αποσκίτη, ογδόντα δυο ετών τότε, τύλιγε τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα και έπινε ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή έβαλε ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Έπρεπε να την κλείσει γιατί το γκάζι θα τελείωνε όπου να ‘ταν και ο αδελφός της δεν έδειχνε σημεία ζωής για να του ζητήσει να την αντικαταστήσει.

Η Χρυσαυγή σκέφτηκε να μετρήσει τα χρήματά της αν έφταναν για να παραγγείλει στον Παναγιώτη που έφερνε γκάζι με το μηχανάκι του στα γύρω απομακρυσμένα σπίτια, με λίγα ευρό παραπάνω. Η Χρυσαυγή έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη και το άνοιξε. Δεν έβλεπε καλά και έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε μερικά και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Για τα σκατόπαιδα», ψιθύρισε, «για κανά τσουρέκι μέρες που ‘ρχονται». Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα χρήματα και το κουτί στη θέση του. Καλύτερα να άφηνε τον αδελφό της να κάνει αυτή τη δουλειά με το γκάζι. Είχε μέρες να φανεί, όπου να ‘ταν θα ‘ρχόταν, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Ύστερα βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Μαράκι από το καπή -το τελευταίο πρόσωπο που την είχε δει ζωντανή- την είχε μαλώσει χτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»

Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Ακούμπησε το ραγισμένο φλυτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Μαράκι, καλή του ώρα. Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, δεν πείραζε όμως, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Τότε κοιμήθηκε ήσυχη με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και ούτε που της πέρασε η ιδέα, δεν έβλεπε άλλωστε και καλά εδώ και λίγα χρόνια, ότι εκεί, έξω από το παράθυρο αντίκρυ στη θάλασσα, δυο μάτια παρακολουθούσαν τις κινήσεις της μετρώντας με τον λεπτοδείκτη του ρολογιού τον χρόνο μέχρι να την πάρει ο ύπνος.

(Αργότερα θα προσθέσω και άλλα στοιχεία για την προσωπικότητα της Χρυσαυγής. Σ’ αυτή τη φάση χρειάζονται μόνο τα πολύ απαραίτητα για να διαμορφωθεί το μπακράουντ του στόρυ).

Wednesday, September 20, 2006

Η σκέψη του δεύτερου αφηγητή

Σκέφτομαι μήπως θα ευνοήσει την ιστορία να υπάρχει και δεύτερος αφηγητής. Δυο αφηγητές-δυο οπτικές γωνίες. Μπορεί να λειτουργήσει για να υπάρχει ο αντίποδας. Φυσικά και μόνο με τον μικρό σαν αφηγητή μπορεί να εισπραχτεί η άποψη του συνόλου για την περίπτωση καταγράφοντας ο ίδιος τις αντιδράσεις των άλλων με τον ιδιαίτερο τρόπο του. Αλλά ο δεύτερος αφηγητής μπορεί να παίξει και άλλο ρόλο. Ποιο ρόλο; Θα κάνει πιο έντονη την αντιπαράθεση του «κακού» και του «καλού». Τα εισαγωγικά έχουν μπει για ευνόητους λόγους. Λοιπόν ο μικρός είναι ο «κακός» φυσικά και η άλλη ο «καλός». Ο δεύτερος αφηγητής μάλλον θα είναι η κοινωνική λειτουργός. Θα το δοκιμάσω. Άλλωστε βρίσκομαι σε περίοδο προετοιμασίας. Όλα παίζονται εδώ. Και να μη βιάζομαι. Σκάβοντας μέσα της βρίσκουμε παρόμοιες εμπειρίες με κείνες του μικρού Βασίλη. Ίσως η διαφορά τους είναι ότι στη δική της περίπτωση η κοινωνία τις έχει αποδεχτεί. Ή η ίδια ήξερε πώς να τις διαχειριστεί. Σίγουρα το ότι είναι κοινωνική λειτουργός δεν είναι τυχαίο. Κι αν έχει κι εκείνη την εμπειρία του φόνου; Θα ταυτίζεται μαζί του. Κρυφά. Μπορεί στο τέλος να τον πάρει σπίτι της. Να αγαπηθούν και να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον. Να πουν τις αλήθειες τους. Η αγάπη σώζει; Έστω η κατανόηση. Χάπυ εντ; Δεν θα το έλεγα έτσι. Ωρίμαση ίσως. Η κοινωνική λειτουργός μπορεί να μιλάει σε κάποιον για τον μικρό. Παράλληλα με το γράψιμο του ίδιου στο ημερολόγιό του. Ακόμη δεν ξέρω σε ποιόν. Αλλά θα μιλάει με όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για κείνον. Τη στιγμή που στο δικό του ημερολόγιο διαβάζουμε την αντιπάθεια του μικρού για κείνην. Θα βλέπουμε τις αντίθετες αντιδράσεις τους. Ουσιαστικά στην ιστορία θα συμμετέχει αυτός, αυτή και το «κακό» που έχουν κάνει και οι δυο. Και η προσέγγισή τους θα πραγματοποιηθεί μέσα από εμπόδια. Κυρίως την αντίσταση του μικρού. Σκέφτομαι αυτή να του ετοιμάσει μια γιορτή για τα γεννέθλιά του. Αυτό θα λειτουργήσει σαν εκρηκτικός μηχανισμός στον Βασίλη. Δεν μ’ αρέσει το όνομα Μερόπη. Ίσως την πω Χαρίκλεια. Βλέπουμε πώς θα πάει.

Monday, September 18, 2006

Τι κάνει ο συγγραφέας;

Το να γράφει κανείς σε μπλογκ ένα μυθιστόρημα από την αρχή είναι σα να το καταδικάζει να μη διαβαστεί ποτέ όταν γίνει βιβλίο. Όσοι παρακολουθούν το γράψιμό του είναι πολύ πιθανό να βαρεθούν τα συνεχή μπρος πίσω του συγγραφέα, τις συνεχόμενες αμφιβολίες του να γράψει εκείνο ή το άλλο. Την προσπάθειά του να εντάξει υλικό διαφορετικό, πολλές φορές τελείως ανόμοιο εκ πρώτης όψεως και γενικά πρωτογενές υλικό που καθόλου στο τέλος δεν θα θυμίζει τον "εαυτό" του. Ακόμη μπορεί να κουράσει η πρώτη γραφή που προχωρά αργά, ιδιαίτερα σε κάποιους συγγραφείς που δεν είναι "ποταμοί". Κι ύστερα πάλι αυτό που διαβάζουν μπορεί να μην έχει και καμία φανερή σχέση με ό,τι προκύψει στο τέλος. Οι ήρωες ενδέχεται να αλλάξουν. Η πλοκή να εξελιχτεί διαφορετικά. Μια έμπνευση στιγμής ή μια άλλη ιδέα μπορεί να εισχωρήσει σαν σφήνα και να ανατρέψει το οικοδόμημα. Η γλώσσα επίσης είναι πιθανό να αλλάξει. Γενικά όλα είναι υπό αμφισβήτηση. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον για τον συγγραφέα, ο οποίος μοιάζει να έχει στα χέρια του ένα κομμάτι πλαστελίνη που το μαλάζει συνέχεια και του δίνει άλλο σχήμα κάθε φορά. Ακόμη και λίγο πριν το τέλος. Ωστόσο αυτό που έχει ενδιαφέρον για τον συγγραφέα μπορεί να έχει ενδιαφέρον και για τον δυνητικό αναγνώστη που παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία ωρίμασης και διαμόρφωσης μιας ιδέας;
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί με κέντρισε ένα μέιλ που πήρα από κάποιο φίλο που παρακολουθεί αυτό το πείραμα συγγραφής μυθιστορήματος σε μπλογκ. Με ρώτησε ευθέως τι έχω κατά νου να κάνω. Και τι κάνω.
Προσπάθησα κι εγώ να βρω μια απάντηση. Πώς να εξηγήσω κάτι που βρίσκεται σε διαδικασία με μια λέξη ή μια φράση ή ακόμη και με ένα ολόκληρο λογίδριο; Λοιπόν αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έχω "συλλάβει"! Και ότι τώρα ...κοιλοπονώ! Ας το φανταστούμε έτσι. Υπήρξε μια αρχική ιδέα που ξεπήδησε ξαφνικά όταν διάβασα εκείνη την είδηση στην εφημερίδα. Για κάποια μικρά παιδιά που κατηγορήθηκαν για τον φόνο μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Είναι καιρός τώρα που με απασχολούσε η πράξη του φόνου και το σκοτεινό σημείο μηδέν απ' όπου κάνει την εμφάνισή της. Επίσης με απασχολούσε η παιδική ηλικία και το γεγονός ότι πολλές φορές μου είχε γίνει αντιληπτή η σκληρότητά της σε σχέση πάντοτε με την "αθωότητα" που επιμένουμε να "φορτώνουμε" στα παιδιά. Όταν αυτά τα δυο έσμιξαν και έγιναν ένα: φόνος+παιδιά, έγινε και η σύλληψη της ιδέας. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρει να γράψω ένα ντοκουμέντο αυτής της πραγματικής ιστορίας. Αυτή η ιστορία είναι η αφορμή. Αυτό που με ερεθίζει είναι να μάθω κι εγώ η ίδια, αν είναι αυτό δυνατόν, τα όρια του ανθρώπου. Όχι οποιουδήποτε ανθρώπου. Αλλά εκείνου του μικρού ανθρώπου που ζει για κάποιον λόγο στο περιθώριο. Εκείνου που τον έχει απορρίψει ο "πολιτικά ορθός" κόσμος. Γιατί πιστεύω ότι αυτόν που τον έχει απορρίψει ο πολιτικά ορθός κόσμος έχει υποστεί απόρριψη και από όλους τους άλλους. Ακόμη και από εκείνους που επίσης τους έχει απορρίψει ο πολιτικά ορθός κόσμος. Είναι λοιπόν ένας μικρός άνθρωπος με άδεια χέρια. Με ζητούμενα. Με ματαιώσεις. Με τις ελάχιστες μικρές του αξίες, με ξέφτια από τις αξίες των άλλων. Με ένα μεγάλο κενό εκεί που κάποιοι άλλοι έχουν θέσει ένα στόχο ζωής. Είναι ο καινούριος μικρός άνθρωπος στις νέες αναπτυγμένες κοινωνίες. Με ενδιαφέρει αυτός ο μικρός ανθρωπάκος που είναι 9 ή 10 χρονών και βρίσκεται κι όλας αντιμέτωπος με έναν κόσμο που του φορτώνει εξ αρχής τα δικά του αμαρτήματα. Ποια είναι η γλώσσα του; Τι ονειρεύεται; Πώς αντιδρά στις πράξεις των άλλων; Πού κρύβεται το μίσος του και τι μορφές παίρνει; Πώς διαχειρίζεται την οργή του; Φυσικά θα μπορούσε από κάποιον επιστήμονα να γίνει θέμα ειδικού δοκιμίου. Ωστόσο η λογοτεχνία μπορεί να πάει ακόμη πιο μακριά και πιο βαθιά. Μπορεί να αναστήσει αυτόν τον μικρό άνθρωπο μέσα στις σελίδες της. Να τον κάνει πραγματικό, με σάρκα και αίμα. Να τον δικαιώσει ίσως. Όμως για να γίνει αυτό πρέπει να περάσει καιρός, να ωριμάσουν οι σκέψεις, να "τριφτεί" η σχέση συγγραφέα και μυθιστορηματικού ήρωα. Θα τολμούσα ακόμη να πω: να ταυτιστεί ο ενήλικος "άκαπνος" συγγραφέας με το παιδί-δολοφόνο του περιθωρίου. Και για να γίνει αυτό -αν γίνει τελικά- χρειάζεται ο συγγραφέας να τολμήσει κάτι οδυνηρό. Να ανασύρει από μέσα του παρόμοιες πιθανώς μνήμες! Μνήμες απόρριψης. Μνήμες οργής. Μίσους. Φόνου. Αληθινού ή επιθυμητού. Δεν μιλάμε πλέον για περιγραφές στιγμών που βίωσε κάποτε ο συγγραφέας, ούτε ιδέες που του πέρασαν απ' το μυαλό, ούτε καν συναισθήματα που ένιωσε ζώντας κάποια γεγονότα. Χρειάζεται να ανασύρει μνήμες που δεν έζησε. Υλικό από το σκοτάδι του που πιθανώς κι ο ίδιος ήθελε να μην ξέρει. Μα αυτό είναι φοβερό, θα πει κανείς. Γιατί να το κάνει ο συγγραφέας; Γιατί το κάνουμε, αν το κάνουμε; Γιατί το κάνω; Γιατί; Γιατί έτσι! Δεν έχω απάντηση. Ας βρει ο καθένας αυτή που νομίζει ότι του ταιριάζει.
Όσο για τον μικρό Βασίλη της ιστορίας μου ακόμη δεν ξέρω πολλά. Τα ψάχνω. Μέχρι στιγμής ξέρω ότι είναι πολύ οργισμένος. Ότι ποτέ δεν πήρε από κανέναν ένα δώρο. Ότι είναι αντιμέτωπος με όλον τον κόσμο των μεγάλων. Ότι είναι καχύποπτος με τους ανθρώπους. Ότι σκότωσε μια γιαγιά. Ότι πέθανε η γάτα του. Ότι δεν μιλάει σαν ...απόφοιτος κολλεγίου. Κι ότι για όλα αυτά εγώ τον έχω αγαπήσει!

Friday, September 15, 2006

Γραφή πρώτη- Ημέρα τρίτη του ημερολογίου

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου

Γεια. Δεν έγραψα το σαββατοκύριακο για τις φασαρίες που γίνηκαν. Δε μπορούσα με τους παπάδες να πηγαίνουνε και να ‘ρχονται με τα θυμιατήρια και τις ψαλμωδίες τους. Κάνανε αγιασμούς και μαλακίες, δεν ξέρω τι τους πιάνει κάθε Σάββατο. Κι ύστερα δεν μπορούσα να βγάλω το τετράδιο απ’ τα βρακιά, ο ξανθομαλάκας ήταν όλη την ώρα μπάστακας ο μαλάκας, κι έπαιζε ξαπλωμένος το γκεμπόι του. Ούτε βρακί δεν άλλαξα κι άμα με μυρίσει η Χρυσάνθη που όλο πλένει και σιδερώνει θα γίνει της πουτάνας. Γι’ αυτό την αποφεύγω αν και πολύ θα μου άρεζε να χαμουρευτώ μαζί της. Έχει κάτι βυζιά μπόμπες! Με τσάκωσαν στα σκουπίδια γι’ αυτό γινήκανε οι φασαρίες. Λέει άμα το ξανακάνω θα με κλειδώνουνε τη νύχτα αλλά ο άλλος δεν φταίει που άμα θέλει να κατουρήσει δεν θα μπορεί. Εγώ θα κατούραγα το κρεβάτι να μάθουν. Έτσι δεν θα κλειδώνουν, αλλά δεν πρέπει να το ξανακάνω. Θα σκεφτούν λέει άλλη τιμωρία. Ας ρωτήσουν τον πατέρα μου τι τιμωρία να βάλουν. Χε χε χε. Αυτός ξέρει τις καλύτερες, θα τις καταγράψω άλλη φορά και θα τους τις πω με τη σειρά μπας και ξεστραβωθούνε οι μαλάκες.

Καταγράφω τώρα τι βρήκα στα σκουπίδια που μου άρεζε. Ένα σπασμένο καθρεφτάκι που σκέφτηκα να το δώσω σ’ αυτήν με τα βυζιά. Ένα στυλό που δε γράφει αλλά σκέφτηκα ότι μπορώ να βουτήξω ανταλακτικό απ’ το γραφείο της προϊσταμένης την ώρα που η χοντρή πάει έξω τον κουβά. Ξέρω πότε το κάνει, κρατάω τσίλιες, όπως τότε με τη γριά. Ο μεγάλος ήθελε να ξέρει τι κάνει τα βράδια η γριά κι εγώ που ήμουνα τσακάλι που ‘λεγε, κάθε βράδυ κρυφοκοιτούσα απ’ το παράθυρο και την έβλεπα. Έβραζε κάτι στο μπρίκι και το βαζε στο γλυτζάνι και ύστερα καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά στο χαζοκούτι και το πινε γουλιά γουλιά κι έκανε κάτι σα φτ φτ φτ με τη γλώσσα της σα να καιγόταν. Ύστερα την έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στο χαζοκούτι. Δεν έβλεπα ποια εκπομπή κοιτούσε γιατί ήμουνα ανάποδα. Εγώ έπρεπε να μετράω πόση ώρα κοιμόταν για να ξέρουμε πότε θα κάνουμε το ντου. Κοιμόταν δυο ώρες. Ξεπάγιαζα έξω απ’ το παράθυρο χειμωνιάτικα να κρατάω τσίλιες αλλά ο μεγάλος δε σήκωνε κουβέντα. Κάθε βράδυ κοιμόταν δυο ώρες σα να ‘χε ρολόι η μαλακισμένη. Μετά ξύπναγε και ξαναπήγαινε να βράσει κι άλλο με το μπρίκι. Αυτά τα έβλεπα εγώ. Ο μικρός μου αδερφός φοβότανε, ένας χέστης και τότε που κάναμε το ντου εκείνος δε μπήκε μέσα. Κράταγε τότε τις τσίλιες. Σιγά τη δουλειά. Γι’ αυτό και δεν του δώσαμε μερτικό. Και κλαψούριζε το μαλακισμένο. Του ‘χωσε δυο στ’ αρχίδια ο μεγάλος και μούγκωσε. Όχι τι. Τώρα λέει αυτός θα τη γλυτώσει. Πρέπει να τη γλυτώσει; Δεν ξέρω. Εγώ πάντως δενβ θα πω τίποτα στον κύριο Ανέστη από αυτά. Γιατί ρωτάει για το μπαστούνι αλλά μήπως δεν ξέρω ότι θέλει να μάθει τα άλλα; Αυτά που μας ξυλοφόρτωσαν για να μάθουν κι οι μπάτσοι. Αλλά εγώ μούγκα. Μου-γκα. Μούγκα μούγκα μούγκα. Χε χε χε. Μαλάκες μαλάκες μαλάκες.

Έγραφα για τη χοντρή. Θα μπουκάρω όταν βγάζει τον κωλοκουβά, τσακ παίρνω το ανταλλακτικό απ’ το ποτήρι, χοπ χοπ βγαίνω και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα έχω ένα στυλό να γράφω όχι μολύβι που όλο το ξύνεις και απάει η κωλομύτη. Η κυρία λέει μη ζουπάς τη μύτη στο χαρτί. Γι’ αυτό σπάει. Βρήκα και μια ξεποδαριασμένη μαλακισμένη μπάρμπι, αλλά δεν την πήρα, κορίτσι είμαι; Αν ήμουνα σπίτι θα την έπαιρνα για την Αννιέζα, είναι τριών και παίζει ακόμη με σαχλαμάρες, είναι και κορίτσι, δεν θα παίξει ποτέ με γκεμπόι γιατί μπόι είναι το αγόρι στα αγγλικά κι αυτή δεν θα γίνει ποτέ αγόρι, θα μείνει ένα μαλακισμένο κορίτσι. Και δεν έχει ούτε ψωλή. Κανένα κορίτσι δεν έχει, αυτές λέει κατουράνε απ’ αλλού. Απ’ τον κώλο; Δεν ξέρω. Στα σκουπίδια με βρήκε η κυρία Μερόπη. Δεν πρόλαβα να την κοπανήσω. Και δεν είχα και κάλτσες να βάλω στα χέρια μου, όπως τότε με τη γριά, μη μου βρούνε τα αποτυπώματα. Θα μας δώσουνε λέει κάλτσες άμα αρχίσει το κρύο. Τότε θα έχω. Αλλά δεν πιστεύω να φέρουν κωλόμπατσους για τα σκουπίδια. Για πέταμα τα ‘χουν. Με φοβέρισαν όμως, δηλαδή η χοντρή, γιατί η κυρία Μερόπη έκανε την καλή και μη το ξαναπείς της είπε αυτό στο Βασιλάκη, το παιδάκι είναι πληγωμένο, της είπε κρυφά αλλά το άκουσα και θα κακάριζα στα γέλια αλλά δεν ήθελα μπροστά της, κακαρίζω τώρα, χε χε χε χε χεεε. Μου πήρανε τα μαραφέτια που βούτηξα από τα σκουπίδια και η κυρία Μερόπη είπε αφού θέλω τόσο πολύ ένα στυλό θα μου χαρίσει ένα και να της υποσχεθώ ότι θα γράψω κάτι όμως. Κούνησα το κεφάλι μου κι αυτό μπορεί να είναι και ναι και όχι. Έτσι κάναμε εμείς πάντα. Το έκανε η μάνα μου και δεν ήξερες τι εννοούσε. Το κάνω κι εγώ. Τώρα σιγά μη μου δώσει στυλό. Λες να μου δώσει; Μπα. Δεν το πιστεύω. Α, μη ξεχάσω να γράψω ότι στα σκουπίδια δε βρήκα γόπες. Δε βρήκα ούτε μια κωλομαλακισμένη γόπα. Τι τις κάνουν; Πρέπει να φυλάξω τσίλιες να δω. Η χοντρή φουμάρει κρυφά. Α, να το γράψω κι αυτό, πήρε λέει τηλέφωνο η μάνα μου και θέλει να με δει. Μακάρι να την αφήσουν. Λες να την αφήσουν; Λες να πήγε και στον μεγάλο; Αλλά πώς θα ‘ρθει δώ πάνω; Ρε μάνα έλα γαμώ την μπανακόλα μου. Γαμώ τη γριά. Αν είχε πιο πολλά από είκοσι ευρό μπορεί και να την κάναμε και να μη μας έκαναν τσακωτούς οι μπατσάδες. Αυτή φταίει. Η κωλογριά, που αν δεν τα είχε βάλει με τη γάτα μου, εγώ δεν θα- Ωχ ακούω βήματα, γεια γεια γεια. Ούτε έναν πολλαπλασιασμό δεν πρόλαβα γεια γεια γεια. Το κρύβω στα βρακιά. Λες αύριο αυτή η γαμιόλα να μου δώσει στυλό;