Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Wednesday, August 13, 2014

Συνέντευξη


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"

'Οταν η πολιτεία απουσιάζει το μεράκι κάνει τη δουλειά


της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Φεστιβάλ Θεατρικών Συγγραφέων οργανώνει η Λεία Βιτάλη, καλύπτοντας ένα κενό, με μηδενική υποστήριξη...

Εθνική πολιτική για το νέο ελληνικό θεατρικό έργο δεν υπήρχε, δεν υπάρχει κι απ' ό,τι φαίνεται δεν προβλέπεται να υπάρξει και στο εγγύς μέλλον. Είναι ο λόγος που η πολυβραβευμένη Λεία Βιτάλη, από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης δραματουργίας, αποφάσισε, με μηδενική υποστήριξη, να πάρει το «όπλο» της και να σκαρώσει ολομόναχη ένα Φεστιβάλ Θεατρικών Συγγραφέων που στην ουσία είναι ένα Φεστιβάλ διαρκείας Ελληνικού έργου του 21ου αιώνα. Θα ξεκινήσει στο «Αγγέλων Βήμα» στις 6 Οκτωβρίου και θα φτάσει μέχρι τις 7 Ιουνίου του 2015 -αυστηρά μόνο τα Δευτερότριτα.
Δεν είναι τυχαία ο γενικός τίτλος του «6 εγκλήματα ζητούν συγγραφέα». Οι δραματουργοί που μετέχουν, εκτός από την ίδια (που είναι τιμημένη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Ιδρύματος Πίντερ, δις βραβευμένη με κρατικό βραβείο θεάτρου και έργα της έχουν παρασταθεί στην Κύπρο και το Λονδίνο), είναι έξι και στην κυριολεξία, ένας κι ένας: η Νίνα Ράπη, της οποίας θεατρικά έχουν βραβευτεί, παρασταθεί ή αναγνωσθεί στην Αγγλία, στην Αμερική, στην Πορτογαλία και στην Ινδία. Ο Ανδρέας Φλουράκης, ο οποίος διακρίθηκε στο διαγωνισμό μονόπρακτων του «Θεάτρου Τέχνης», το έργο του επιλέχθηκε ως ένα από τα δεκαέξι καλύτερα θεατρικά της Ευρώπης στο πρόγραμμα JANUS, και έχει παρουσιαστεί στα Gate Theatre, West Yorkshire Playhouse και Tristan Bates της Μ. Βρετανίας, στις ΗΠΑ κ.ά. Η Χρύσα Σπηλιώτη, το έργο της οποίας το 2004 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου στην Κροατία. Και, τέλος, ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Θεάτρου Δημήτρης Ζουγκός και ο Τσιμάρας Τζανάτος.

Φρεσκογραμμένα

Η ειδοποιός διαφορά με ανάλογα εγχειρήματα που καταφεύγουν, ελλείψει μέσων, στην ανέξοδη και εύκολη λύση του αναλογίου είναι ότι θα δούμε τα φρεσκογραμμένα έργα των έξι δραματουργών σε κανονικές πολυπρόσωπες παραστάσεις. Εξι είναι τα έργα; Εξι (επί 12, γιατί τόσες θα είναι συνολικά οι παραστάσεις κάθε θεατρικού) θα είναι και οι σκηνικές αναπαραστάσεις τους στο «Αγγέλων Βήμα» με τις σκηνοθετικές υπογραφές των Βασίλη Νούλα, Χρύσας Καψούλη, Ιριδας Χατζηιωάννου και Μαρίας Ξανθοπουλίδου -η Λεία Βιτάλη και η Χρύσα Σπηλιώτη θα σκηνοθετήσουν μόνες τους τα έργα τους.
«Δεν είναι κάτι νέο το φεστιβάλ», μας προκαταλαμβάνει η δραματουργός. «Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να συμβάλω στην ανάδειξη του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού έργου πιστεύοντας ακράδαντα αυτό που είχε πει ο αείμνηστος Κάρολος Κουν: ότι το ελληνικό θέατρο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ελληνικό έργο».
Των λόγων της το αληθές επιβεβαιώνει η διαχρονική προσπάθειά της να εξασφαλίσει την αρωγή της εγχώριας δραματουργίας από το υπουργείο Πολιτισμού. Και μπορεί να συναντήθηκε με τρεις υπουργούς Πολιτισμού -σήμερα αποτελεί είδηση το ότι δέχτηκαν απλώς να τη δουν-, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τελευταίο τον Γερουλάνο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια τρύπα στο νερό, παραδέχεται, παρ' ότι «με δέχτηκαν με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις». Για τον ίδιο λόγο συναντήθηκε και με τον αείμνηστο Νίκο Κούρκουλο στο Εθνικό Θέατρο -την εποχή που αναπληρωτής ήταν ο νυν διευθυντής του, Σωτήρης Χατζάκης. Αλλά για ακόμα μια φορά «δεν προέκυψε τίποτα το ουσιαστικό».
Δεν έχει μόνο η ίδια παράπονο από το Εθνικό Θέατρο. «Ολοι μας έχουμε. Διότι υπάρχει και η βράβευση του υπουργείου που έχει ρήτρα ότι τα βραβευμένα έργα πρέπει να ανεβαίνουν από το Εθνικό και το Κρατικό Θέατρο, πράγμα που ουδέποτε συνέβη».

Χωρίς πολιτική

Οι υπόλοιπες χώρες έχουν εδώ και δεκαετίες συγκεκριμένη πολιτική για την προώθηση των θεατρικών έργων τους μέσω ειδικών προγραμμάτων του υπουργείου Παιδείας, διά της διδασκαλίας της γλώσσας τους, των μορφωτικών ακολούθων τους. Οι μεταφράσεις των θεατρικών τους επιδοτούνται συστηματικά.
«Ενέργειες που αποδεικνύουν τον πολιτισμό τους», επισημαίνει η Βιτάλη, σύμφωνα με την οποία «αν η Ελλάδα είναι η χώρα του θεάτρου τότε αυτή η χώρα θα έπρεπε να έχει την πιο γερή πολιτιστική πολιτική στον τομέα του θεάτρου. Την εποχή της κρίσης, θα μου πείτε, ζητάς θέατρο όταν ο κόσμος δεν έχει τα απαραίτητα; Ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι πλέον απλώς μια προσπάθεια για ψυχαγωγία ή επιμόρφωση ή προβληματισμό των πολιτών, αλλά μια ισχυρή βιομηχανία που θα μπορούσε να αναδείξει πολλές νέες θέσεις εργασίας. Στην Ευρώπη μόνο δραστηριοποιούνται 5.000.000 άτομα στον τομέα του πολιτισμού. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να υπάρχει και προσφορά εργασίας προς τους συγγραφείς. Γιατί όχι; Γιατί πρέπει ο συγγραφέας σήμερα στην Ελλάδα να αμείβεται με ελάχιστο ποσοστό ή να του ζητείται να δίνει τα έργα του δωρεάν και εκείνος να το κάνει για να μην τα έχει απλώς σαν τυπωμένα χαρτιά στο συρτάρι; Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ερώτηση μιας δημοσιογράφου στο ραδιόφωνο του BBC, όταν παιζόταν στο Λονδίνο το "Ροστμπίφ" μου, η οποία φαίνεται για πρώτη φορά ανακάλυπτε σύγχρονο Ελληνα συγγραφέα: "μα υπάρχουν στην Ελλάδα νέοι συγγραφείς πέρα από τους αρχαίους σας;". Αγγλικό μαύρο χιούμορ θα μου πείτε; Εξέφραζε όμως μια πραγματικότητα».
Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υπάρχει πολιτική για το ελληνικό έργο, αλλά αυτό που επικρατεί, προσθέτει η συγγραφέας, είναι «η απόλυτη απαξίωση των δραματουργών. Οι θεατρικοί συγγραφείς αμείβονται με ένα ελάχιστο ποσοστό, στην περίπτωση που δεν αμείβονται καθόλου -το οποίο είναι και σύνηθες. Και προκειμένου να ανεβάσει κάποιος τα έργα τους, κάνουν οι ίδιοι τις παραγωγές του».

Βιοπορισμός και τέχνη

- Βιοπορίζεστε από το θέατρο;

«Είναι αδύνατο. Δεν ζεις σε αυτή τη χώρα κάνοντας τέχνη. Είναι σαφές. Ζεις κάνοντας παράλληλα κι άλλα πράγματα. Ενα ποσοστό δραματουργών, που ξεπερνά το 90%, δεν βιοπορίζεται από τη θεατρική γραφή. Ελάχιστοι μπορούν. Είναι αυτοί που έργα τους παρουσιάζονται στο Εθνικό και τα κρατικά θέατρα ή αυτοί που κάνουν μεγάλες πωλήσεις -πράγμα που τελευταία έχει ατονήσει».
Το γεγονός ότι η μοίρα των Ελλήνων δραματουργών, έναντι των υπολοίπων επαγγελματιών του θεάτρου, είναι δυσμενέστερη, ήταν ακόμη ένα κίνητρο για να μην περιοριστεί στην προώθηση αποκλειστικά του δικού της έργου: «Με ενδιαφέρει να είμαστε ένα συνασπισμένο σύνολο συγγραφέων ώστε να διεξάγουμε κοινό αγώνα για την προώθηση των σύγχρονων ελληνικών έργων». Δύο είναι τα συνθήματα που χρησιμοποιεί: «Η δύναμις εν τη ενώσει» και «ένας για όλους και όλοι για έναν». Αν όλα πάνε καλά στην πιλοτική διοργάνωση του 2014-2015, τότε το φεστιβάλ, μάς υπόσχεται η Λεία Βιτάλη, «θα ανοίξει την αγκαλιά του και σε άλλους συγγραφείς, και σε άλλα νέα έργα. Και μπορεί να καταφέρουμε τότε το ακατόρθωτο: να ανοίξει και ο δρόμος για άλλες χώρες. Χωρίς όμως τριβή με το σανίδι ούτε ηθοποιός ούτε σκηνοθέτης και φυσικά ούτε μεγάλος συγγραφέας υπάρχει. Αλλά το κοινό θα μας κρίνει. Κι εμείς θα του δώσουμε αυτή τη δυνατότητα».

info

Φεστιβάλ «6 εγκλήματα ζητούν συγγραφέα»
(6 Οκτωβρίου 2014-7 Ιουνίου 2015, «Αγγέλων Βήμα»).

- «Αγριες Νότες» της Νίνας Ράπη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη,
- «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα,
- «Μήδεια» του Δημήτρη Ζουγκού σε σκηνοθεσία Ιριδας Χατζηιωάννου,
- «Νύχτα στην Εθνική» της Λείας Βιτάλη σε σκηνοθεσία της ίδιας,
- «Μπλε Μαρέν» του Ανδρέα Φλουράκη σε σκηνοθεσία της Μαρίας Ξσνθοπουλίδου,
- «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη σε σκηνοθεσία της ίδιας.

Και τα έξι έργα είναι νουάρ και περιστρέφονται γύρω από ένα φόνο.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12 Αυγούστου 2014

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=12%2F08%2F2014&id=442971

Friday, January 24, 2014

Θεατρικό Συμπόσιο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου
με θέμα τους Ελληνικούς Μύθους.

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ
Της Λείας Βιτάλη


Στη συζήτησή μας αυτή, σχετικά με τους ελληνικούς μύθους στο θέατρο, θα προσπαθήσω να σας μιλήσω για το πάθος. Το πάθος για δύναμη και εξουσία.  Αλλά και για το πάθος για τον έρωτα. Πολύ οικείες έννοιες στους ελληνικούς μύθους. Σχεδόν όλοι οι αρσενικοί ήρωες διακατέχονται από το πάθος για δύναμη και για εξουσία. Αντίθετα οι θηλυκοί ήρωες στροβιλίζονται μέσα στο ερωτικό πάθος, όταν δεν έχουν τάξη στη ζωή τους να υπηρετούν κάποιο καθήκον που αρμόζει καλύτερα στη «γυναικεία» τους φύση. Εξαίρεση αποτελεί η Kλυταιμήστρα που συνδυάζει τις αρσενικές αλλά και τις θηλυκές ιδιότητες μαζί. Tο «ανδρόγυνον κέαρ», όπως την ονομάζει ο φύλακας στην αρχή της Oρέστειας. Aς μη ξεχνάμε ότι ο Aισχύλος πίστευε ότι η «φυσιολογική» γυναίκα δεν μπορεί να είναι ηρωικών διαστάσεων. Γι’ αυτό και η Kλυταιμήστρα κρίνεται σαν εισβολέας στην αρσενική σφαίρα, όταν αφήνει τον «οίκο» και εισβάλλει στην «πόλη» παίζοντας τον αρσενικό ρόλο.

           Aλλά η Kλυταιμήστρα δεν ήταν πάντα έτσι. Aνατρέχοντας στο παρελθόν της την βρίσκουμε στην Oδύσσεια αμέτοχη του φόνου του Aγαμέμνονα. Όλο το βάρος της ίντριγκας και του φόνου πέφτει σε αντρικούς ώμους, του Aίγισθου. H τύχη της Kλυταιμήστρας από εκεί και μετά μένει αόριστη. Συμπεραίνουμε μονάχα ότι σκοτώθηκε κι αυτή από το επικήδειο γεύμα που μαθαίνουμε ότι έγινε γιά τον Aίγισθο και την Kλυταιμήστρα.

          Περνώντας τα χρόνια κι ερχόμενοι στον 7ο και 6ο αιώνα π.X. η Kλυταιμήστρα σιγά -σιγά ενηλικιώνεται  και αρθρώνει τον δικό της λόγο υψώνοντας το ανάστημά της, όπως φαίνεται στα λυρικά ποιήματα αυτής της εποχής, που σχετίζονται με τους Δελφικούς χρησμούς. Σ' αυτά τα ποιήματα η Kλυταιμήστρα συμμετέχει στον φόνο ή σκοτώνει η ίδια τον Aγαμέμνονα και γι' αυτό σκοτώνεται κι αυτή αργότερα απ' τον Oρέστη. Στον Aισχύλο η Kλυταιμήστρα αποκτά την οριστική της προσωπικότητα ανταγωνιζόμενη τον άνδρα και γινόμενη η πρώτη ενσάρκωση της τραγικής ενότητας θύτη και θύματος.

          Tώρα η Kλυταιμήστρα έχει κερδίσει μιά μοναδικότητα. Eίναι η μόνη ηρωίδα που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της επιτρεπτής τότε θηλυκότητας. Ένας αρνητικός ήρωας που γινόταν ακόμη πιό αρνητικός εξ αιτίας της γυναικείας της φύσης, που την κατέλυε γινόμενη άνδρας. Ίσως να ήταν αυτή και η αιτία που έμενε πάντα στον δεύτερο ρόλο, όταν ο Aγαμέμνων, ο Oρέστης, η Iφιγένεια ή η Hλέκτρα έδιναν τα ονόματά τους στις τραγωδίες. Mέχρι τον 20ο αιώνα, παρόλες τις επανερμηνείες των αρχαίων τραγωδιών και την συγγραφή πολλών έργων εμπνευσμένων απ' τους μύθους, η Kλυταιμήστρα, σαν ηρωίδα που θα δώσει το όνομά της σε έργο, δεν έχει εμφανισθεί. Tο πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει ανδρικό, όπως στις τραγωδίες του 5ου π.X. αιώνα.  Mόνο στη Σιμόν Nτε Mπωβουάρ και στη Kέιτ Mίλετ η Oρέστεια εμφανίζεται σαν ένα από τα κείμενα-κλειδιά για την φεμινιστική θεώρηση των φύλων. Mε την Mαργκερίτ Γιουρσενάρ κάνει την εμφάνισή της δυναμικά η Kλυταιμήστρα και δίνει το όνομά της σ’ έναν απ’ τους μονολόγους της συλλογής «Φωτιές». Eδώ η Γιουρσενάρ καταδύεται στα μύχια της ψυχής της πιο «κακιάς» θνητής της ελληνικής μυθολογίας για να δικαιολογήσει το πάθος της.

          Aντίθετα με τους ξένους, πολύ λίγοι έλληνες συγγραφείς και δραματουργοί έχουν εμπνευστεί από τους αρχαίους μύθους για να συνθέσουν ένα δικό τους έργο. Ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ερευνήσει κανείς αυτό το θέμα, η διαπίστωση όμως παραμένει. Mόλις το 1956  θα βρούμε το έργο με τίτλο Kλυταιμήστρα του Aλέξανδρου Mάτσα να ανεβαίνει στο Eθνικό θέατρο. Eνώ τα τελευταία χρόνια έγραψαν τις δικές τους Kλυταιμήστρες ο Aνδρέας Στάικος το 1974 και ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου Iάκωβος Kαμπανέλης πιο πρόσφατα.

          Σφράγισαν όμως τις αρχαίες Kλυταιμήστρες με τις ερμηνείες τους η Kατίνα Παξινού στην εναρκτήρια παράσταση του Eθνικού Θεάτρου το 1932 και η Mελίνα Mερκούρη το 1981 στο Θέατρο Tέχνης του Kάρολου Kουν, ενώ στον κινηματογράφο έλαμψε η Eιρήνη Παπά σαν Kλυταιμήστρα στο έργο του Mιχάλη Kακογιάννη «Iφιγένεια» το 1977.

          Oι ξένοι σκηνοθέτες που διασκεύασαν και έδωσαν νέα λάμψη   στις ελληνικές τραγωδίες είναι πολλοί. Tρία ηχηρά ονόματα δεσπόζουν. O Πίτερ Xωλ σε μιά αμφιλεγόμενη παράσταση με την ιδιόμορφη μετάφραση του ποιητή Tόνυ Xάρισον. O Πέτερ Στάιν σε μιά παράσταση ποταμό 9 ωρών της τριλογίας. Kαι ο Tαντάσι Σουζούκι, ο ευρηματικός ιάπωνας σκηνοθέτης που θα ήθελα περισσότερο να σταθώ. Kι αυτό γιατί κάτω από τον τίτλο Kλυταιμήστρα ο Σουζούκι δημιουργεί μια δική του σύνθεση από σύντομες σκηνές της Oρέστειας του Aισχύλου, της Hλέκτρας του Σοφοκλή, της Hλέκτρας του Eυριπίδη και δικές του. Έτσι χρησιμοποιώντας τη μυθολογία του παρελθόντος διατυπώνει ψυχολογικές αλήθειες για το παρόν. Ξεπερνά και καταλύει το μύθο αναδεικνύοντας το στέρεο ψυχολογικό του υπόβαθρο. H αγωνία είναι η ίδια. H αντιμετώπιση αλλάζει ανάλογα με τους καιρούς. O Oρέστης μετά τον φόνο της μητέρας του πέφτει στην αγκαλιά της αδελφής του Hλέκτρας βλέποντας στο δικό της πρόσωπο μιά νέα μητέρα. Aλλά δεν σταματά εκεί ο Σουζούκι. Πιστεύοντας στην αυξανόμενη πνευματική απομόνωση του σημερινού ανθρώπου μέσα από την αποσύνθεση της οικογένειας, που θεωρεί ως θεμελιακό συστατικό της κοινωνίας, επαναφέρει στη σκηνή την Kλυταιμήστρα. Aυτή τη φορά ως φάντασμα. O σύγχρονος κόσμος είναι ανελέητος. Δεν συγχωρεί. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πιά οι θεοί. H μάνα-Kλυταιμήστρα σκοτώνει τον γιό-Oρέστη σε μιά στιγμή αιμομεικτικής συνεύρεσης με την Hλέκτρα. Tο κακό διαιωνίζεται επ’ άπειρον. Tο έργο του Σουζούκι είναι πεσσιμιστικό. Kαι πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό στην Iαπωνία με τις αυστηρές παραδόσεις, τους Δράκους και το χαρακίρι από τη μιά και την σύγκρουση των παλαιών ηθών με την καινούρια Iαπωνία της σκληρής αναμέτρησης και της μοναξιάς από την άλλη; Oι ελληνικοί μύθοι, απέδειξε ο χρόνος, έχουν μιάν ανεξάντλητη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες.

          Θα μπορούσε ποτέ η Kλυταιμήστρα να δώσει ένα έργο με ελπίδα;

«O έλληνας, απαράμιλλα ευαίσθητος στον λεπτότερο και βαθύτερο πόνο, προσαρμόζεται τελικά, αφού κοιτάξει όμως πρώτα, κατάματα και άφοβα, την τρομακτική καταστροφικότητα της λεγόμενης Παγκόσμιας Iστορίας και την σκληρότητα της φύσης. H Tέχνη τον σώζει και μέσα από την Tέχνη - η ζωή», λέει ο Nίτσε στην Γένεση της τραγωδίας. Kαι η Mάρθα Γκράχαμ, που χόρεψε την δική της Kλυταιμήστρα το 1958, συμπληρώνει «O σύγχρονος άνθρωπος είναι δειλός. Oι έλληνες όμως ήσαν ρεαλιστές. Eμείς κρυβόμαστε από την αλήθεια. Oι έλληνες κοιτάνε κατάματα τη ζωή». 

          Πέρσι τέτοια εποχή η ομιλούσα πήρε το κρατικό βραβείο συγγραφής θεατρικού έργου για το έργο της με τίτλο: «Pοστμπίφ» και υπότιτλο: «O δισταγμός της Kλυταιμήστρας πριν απ’ το φόνο». Ποιος όμως μπορεί να είναι ο δισταγμός της αδίστακτης αυτής γυναίκας;  Ποιο μπορεί να είναι το μυστικό που κρύβει στην μαύρη ψυχή της και στο πανούργο μυαλό της, που, σαν κυνηγός, ξέρει να στήνει μόνο παγίδες; Aς φανταστούμε μιά απαστράπτουσα και ολόλευκη μοντέρνα κουζίνα που θα μπορούσε να είναι και χειρουργείο. Aυτό είναι το σκηνικό του έργου. Eκεί μέσα βρίσκουμε μιά παντοδύναμη Kλυταιμήστρα, κυρίαρχη του παιχνιδιού, επιτυχημένη  ιδιοκτήτρια μιας πανσιόν υπερηλίκων.  Έχει χρήματα, έχει δύναμη, έχει εξουσία. Kυριαρχεί πάνω στον άντρα Aίγισθο, έχει όλα τα δικά του δικά της. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κερδίσει. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να ορεχθεί. Ή έτσι νομίζει. H Kλυταιμήστρα βρίσκεται στο μεταφεμινιστικό στάδιο. Δεν περιμένει καν τον Aγαμέμνονα. Eίναι σίγουρη όμως ότι κι αν επιστρέψει θα έχει τη δύναμη να τον βγάλει απ' τη μέση γιατί έτσι της έμαθε η ζωή, να μην ορρωδεί προ ουδενός. Tότε όμως ανακαλύπτει μέσα της το κενό. Tην έλλειψη της ομορφιάς της ζωής. Tου έρωτα. O Aίγισθος δεν την ποθεί πια. Oι σχέσεις τους είναι μιά ισορροπία τρόμου. Ένα μακάβριο δούναι και λαβείν. Tότε επιστρέφει ο Aγαμέμνων. H Kλυταιμήστρα καλείται να τον σκοτώσει, όπως προστάζει ο μύθος. Aλλά η σύγχρονη και μελλοντική πραγματικότητα της χορτασμένης από δύναμη γυναίκας ίσως είναι διαφορετική. O μύθος καταλύεται. H Kλυταιμήστρα διστάζει. Δεν θέλει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα γιατί έχει ξυπνήσει μέσα της η νοσταλγία του ερωτικού πάθους. Tα χρήματα, η δύναμη, η εξουσία, η πάλη να κρατηθεί κυρίαρχη του παιχνιδιού έχουν αποκοιμίσει μέσα της το συναίσθημα. Όμως ο έρωτας θέλει να ξαναϋπάρξει. Λέει σε έναν μονόλογό της : «Δεν ξέρει τι θα πει να ‘ρχεται ξανά ο έρωτας. Eίναι σα να ‘ρχεται ξανά η ζωή! Mπορώ ακόμη να το ζήσω. Tα θέλω όλα απ’ την αρχή! Δεν έφτασε..!» Kι αλλού, λέει  στον ίδιο τον Aγαμέμνονα: «Έλα.Yπάρχουν φιλιά που ακόμα ζούνε μέσα μου. Δεν τα ‘χω δώσει σε κανέναν. Kαι χάδια που καίνε τα δάχτυλά μου και με πονάνε. Nιώθω το αίμα να ξαναγυρίζει στο σώμα μου. Kι εδώ κάτω στην κοιλιά. Λίγο πριν το τέλος όλα ζωντανεύουν...» Oμως, ο ίδιος ο Aίγισθος έχει αναλάβει να επιστρέψει  στον μύθο. Θα σκοτώσει, παρά την θέλησή της, τον ωραίο Aγαμέμνονα. Kαι η σκιά του Oρέστη, που όλοι ξέρουν ότι έρχεται, πέφτει βαριά στην πανσιόν. Tότε γίνεται η δεύτερη ανατροπή του μύθου. H Kλυταιμήστρα δεν είναι πιά αυτή που ήταν. O έρωτας ξαναγυρίζοντας μέσα της την έχει κάνει μαλακιά. Παραδινόμενη στο συναίσθημά της είναι έτοιμη να σωθεί. Kαι σώζεται από την Iφιγένεια. O κύκλος δεν κλείνει. Mάνα και κόρη θα ριχτούν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Δεν μπόρεσαν να νικήσουν βέβαια τη βία. Γιατί η βία φέρνει πάντα άλλη βία. Μπόρεσαν όμως να βρουν έναν τρόπο να την ξεγελάσουν και να της ξεφύγουν βοηθώντας η μία την άλλη. Tην απαισιοδοξία για την ανθρώπινη μοίρα μπορεί λοιπόν ν' αντικαταστήσει η ελπίδα;  O Eυριπίδης  στην τραγωδία του «Hρακλής Mαινόμενος» μοιάζει να λέει: «Aντιμέτωποι μ’ ένα εκτός λογικής σύμπαν, η μόνη ελπίδα για τον άνθρωπο είναι ο συνάνθρωπος».

Thursday, January 09, 2014

Κριτική για το «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ» της Λείας Βιτάλη

Πολύτροπες γυναικείες (;) γραφές

 Έχει φύλο η γραφή; Και αν ναι, ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Φαίνεται πως τα στερεότυπα της «γυναικείας» γραφής έχουν προ πολλού καταλυθεί και αυτό αποδεικνύουν στην πλειονότητά τους σύγχρονές μας συγγραφείς.

Η καταξιωμένη Λεία Βιτάλη αποδεικνύει του λόγου το αληθές, τέμνοντας, σε όλες τις κρυφές πτυχώσεις της, τη ζωή ενός λαϊκού συνθέτη, με το τελευταίο έργο της που φέρει ως τίτλο το χαρακτηριστικό ανδρικό χορό «Ζεϊμπέκικο», δείγμα ντομπροσύνης και λεβεντιάς.

Θέμα της η ζωή, η καλλιτεχνική πορεία και το έγκλημα ενός αυθεντικού λαϊκού καλλιτέχνη που καταλήγει στη φυλακή για απόπειρα δολοφονίας συγγενικού του προσώπου. Εμμεσα εμπνευσμένο από την περίπτωση του Ακη Πάνου, αλλά με ουσιαστικές διαφορές, το έργο, με συνεχή φλας μπακ, χωρίς χρονική σειρά, αποκαλύπτει τον άνθρωπο, τις αξίες του, τα λάθη του, την υπέρμετρη αγάπη του για την προγονή του, κόρη της δεύτερης γυναίκας του, ενώ η σκηνική δράση τοποθετείται στο σπίτι της πρώτης του συζύγου και βασικής ερμηνεύτριας των τραγουδιών του, στο οποίο ζούσε παλιά και στο οποίο επιστρέφει μετά την αποφυλάκισή του.

Ενδιάμεσα, σύντομες (βιντεοσκοπημένες) συνεντεύξεις του, προσωπικές εξομολογήσεις προς το κοινό του ίδιου, της γυναίκας του Στέλλας και της προγονής του Μυρσίνης, ενώ το έργο εμπλουτίζεται με δραματουργικά ενταγμένα στην υπόθεση τραγούδια όλων των προσώπων.

Μουσικό πάλκο

Πράγματι, απέναντι από τους θεατές έχει δημιουργηθεί ένα είδος πάλκου με τους Θοδωρή Ζέη (μπουζούκι) και Σπύρο Κουτρουμάνη (κιθάρα) που συνοδεύουν τους τρεις ηθοποιούς στα είκοσι σχεδόν τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Μπιθικώτση ή Χατζιδάκι, σε βαθμό που η παράσταση αναδεικνύεται παράλληλα σε πολύτιμη μουσική σκηνή. Που συνεχίζει το πρόγραμμά της και μετά το τέλος της παράστασης, προς τέρψιν των θεατών. Τα γνωστά λαϊκο-ρεμπέτικα διακόπτονται από τους ήχους τραγουδιών της Τζάνις Τζόπλιν που ερμηνεύονται αισθαντικά από τη Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη), ανακλώντας την εσώτερη ψυχική κατάσταση της προγονής.

Στο λιτό (με σχεδόν αθέατες εύγλωττες λεπτομέρειες) σκηνικό και στα δηλωτικά των προσώπων κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη που σηματοδοτούν και τις χρονικές αλλαγές, ο Φώτης Μακρής έστησε μια γεμάτη από ήχους αλλά και εντάσεις παράσταση που παρακολουθείται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Τα ακριβή γεγονότα, αλλά και το μυστικό που ανατρέπει τα φαινόμενα, αποκαλύπτονται σταδιακά, αφού πρώτα έχει δημιουργηθεί μια σε βάθος ψυχογραφία των προσώπων και ειδικά του Λευτέρη. Μια φιλοσοφία ζωής ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη που προτιμά να αποσυρθεί παρά να γίνει προϊόν προς κατανάλωση, αλλά και που απεγνωσμένα αποζητεί την αγάπη με τους δικούς του όρους.

Υποκριτικό ρεσιτάλ

Ο Γιώργος Νινιός, ένας ηθοποιός πολλαπλών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, δίνει εδώ ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του Λευτέρη. Μελετημένη κινησιολογία, εναλλαγές εκφράσεων, πλήρης έλεγχος των φωνητικών εργαλείων που ουδέποτε υπερβάλλουν σε ένταση, αλλά διατηρούν έναν απόλυτα εσωτερικό ρυθμό που σκιαγραφεί την ουσία του δραματικού προσώπου. Καθοριστική, τέλος, η συμμετοχή του ως αφοπλιστικού για το πάθος που εκπέμπει τραγουδιστή αλλά και συνθέτη-στιχουργού του ομώνυμου του τίτλου του έργου τραγουδιού. Ο ίδιος, άλλωστε, ανέλαβε και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης. Ενας απολαυστικός ηθοποιός με σπάνιο βάθος και ποιοτική δύναμη.

Δίπλα του, σε σχεδόν κόντρα ρόλο, αυτόν της γυναίκας του Στέλλας, η Στέλλα Κρούσκα μετατρέπεται περίτεχνα σε λαϊκή ερωτευμένη γυναίκα, αλλά και σε ικανή τραγουδίστρια. Η Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη) συμπληρώνει με τη λαϊκο-ροκ εμφάνιση και κατά στιγμές αμήχανη σκηνική συμπεριφορά της τη διανομή.

Η Λεία Βιτάλη εμβαθύνει με σπάνια ευαισθησία και τολμηρότητα στους δαιδάλους της ανδρικής ψυχοσύνθεσης. Μια παράσταση που αναμφίβολα αγγίζει το ευρύ κοινό σε ένα έργο ψυχολογικών αποχρώσεων, περίτεχνης δομής, στιβαρής σκηνοθεσίας, γεμάτο αγαπημένα τραγούδια συγκινητικά ερμηνευμένα.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ (Ελευθεροτυπία)



Κριτική για το «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ»
 της Λείας Βιτάλη

 Στο Studio Μαυρομιχάλη άλλη μια παράσταση του «Έρωτα και της Ψυχής», στην πιο σκληρή εκδοχή. Πρόκειται για το νέο έργο της Λείας Βιτάλη (πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάη σε μορφή Αναλόγιου, στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού), με τον τίτλο «Ζεϊμπέκικο».
Το έργο, γραμμένο κυριολεκτικά στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου, ενός ανδρικού χορού που «μιλάει» με τον θάνατο, μας λέει για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα, για τον έρωτα, για το πάθος και για την καταστροφή. «Μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, που κυνηγήθηκε και απογειώθηκε, που έκανε τον εαυτό του παρανάλωμα... αναζητά την αλήθεια της ελληνικής ψυχής».
Ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης αντιστέκεται στο σύστημα με τη ζωή και με τα τραγούδια του και βιώνει ακραίες καταστάσεις, ενώ το μόνο που αναζητά με πάθος είναι η αγάπη».
Το έργο είναι γραμμένο από γυναίκα συγγραφέα που ξέρει τη γυναικεία ψυχή και από αστή συγγραφέα που ξέρει καλά τους κώδικες του κόσμου για τον οποίο μιλά. Τους ξέρει επειδή αγαπά πραγματικά τον κόσμο αυτόν και δεν τον βλέπει διόλου με τα μάτια μιας «διαφωτισμένης», τάχα «ανώτερης» αστής. Αγαπά άμεσα και το ρεμπέτικο τραγούδι, όχι «από σπόντα». Είναι προφανές ότι της «μιλάει». Το αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι μια αληθινή λαϊκή τραγωδία, ίσως η αυθεντικότερη μέχρι σήμερα του θεάτρου μας. Το έργο της Λείας Βιτάλη έχει ιθαγένεια.
Ο Φώτης Μακρής σκηνοθέτησε την παράσταση συνθέτοντας ιδανικά το «μέλος» με τον «μύθο». Τη μουσική και το τραγούδι με τη δράση. Η μικρή ορχήστρα που παίζει ζωντανά γνωστά ή πρωτότυπα (Γιώργος Νι-νιός) τραγούδια (Θοδωρής Ζέης, Σπύρος Κουτρουμάνης, μαζί με τον Γιώργο Νινιό σε μουσική επιμέλεια του ίδιου), είναι ο άτυπος Χορός της Τραγωδίας. 0 Γιώργος Νινιός στον κεντρικό ρόλο του κορυφαίου και πρωταγωνιστή συνάμα, σαν μορφή μελανόμορφου αγγείου, μεταδίδει ακέραιο τραγικό ρίγος. Η Στέλλα Κρούσκα (γυναίκα) είναι μεστή και πλήρης, με εξαίρετη φωνή και σημαίνουσα σωματική κατάθεση. Η νεαρότατη Μαρία Κατσούλη, με διπλή σφραγίδα μουσικής και υποκριτικής δωρεάς, βάζει υποθήκες για ένα λαμπρό μέλλον.
Τα εμπνευσμένα σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη, οι λειτουργικοί φωτισμοί, τα άρτια βίντεο (Στέφανος Κοπανάκης) δένουν την παράσταση.
ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ (ΑΥΓΗ 15 Δεκεμβρίου 2013)


ΘΕΑΤΡΟ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ζεϊμπέκικο ***1/2
της Λείας Βιτάλη.

Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής.

Ο Γιώργος Νινιός συναντά έναν ρόλο ζωής, εκείνον του καταραμένου λαϊκού συνθέτη, η Λεία Βιτάλη παραδίδει ένα έργο με βαθιά ελληνική καρδιά και η παράσταση στο Studio Μαυρομιχά­λη τελειώνει αργά τη νύχτα με γλέντια και τσίπουρα!
Μακριά από την τά­ση της θεατρικής βιογραφίας Ελλή­νων γνωστών τραγουδοποιών που έχει φουντώσει τα τελευταία χρόνια με ανάμεικτα αποτελέσματα, το νέο έργο της δια­κεκριμένης δραματουργού Λεί­ας Βιτάλη είναι ένα ψυχογράφημα, θαρρείς γραμμένο προς τιμήν των καταραμένων ηρώων του λαϊκού μας τραγουδιού, εκείνων που άφη­σαν παρακαταθήκη ένα σπουδαίο μουσικό έργο-κοινό κτήμα, αλλά διήγαν βίο ασυμβίβαστο, κοινωνι­κά μη αποδεκτό, ακόμη και κατα­κριτέο. Λευτέρη βαφτίζει τον ήρωα της η Βιτάλη και τον φέρνει στη σκηνή με την πρώτη του σύζυγο και τη θετή του κόρη να συνθέτουν με τους σύντομους διάλογους και τις κατ' ιδίαν αφηγήσεις τους ένα φλας μπακ στην κοινή τους ζωή, την οποία όρισε το «λάθος» αυτού του άντρα: «Γιατί κάνω συνέχεια λαθάκια, γαμώ το κεφάλι μου; Ας κάνω επιτέλους ένα μεγάλο λάθος να ησυχάσω, γαμώ την πουτάνα μου... Γιατί το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος, είναι στάση ζωής».
Το «Ζεϊμπέκικο» είναι αφαιρε­τικό στη δομή και πυκνό στο πε­ριεχόμενο, γραμμένο μεν στο ύφος ενός ψυχολογικού ρεαλισμού δϊχως απροσδόκητες καινοτομίες, αλλά με άρτια δουλε­μένο λόγο, ένα λόγο αυθεντικά ελληνικό, λαγαρό και άμεσο, κά­ποτε κοφτό, απότομο, μέχρι και βαρύθυμο, σαν να ακολουθεί το ρυθμό του ζεϊμπέκικου.
Μορφές είναι τα πρόσωπα της Βιτάλη και όχι απλώς ρόλοι, μορφές αντιη­ρωικές και πένθιμες, που ξετυλί­γουν τον ένδοξα άδοξο βίο τους και ταυτίζονται, κάπου στις υπώ­ρειες του έργου, με το βίο της ίδι­ας της χώρας τους.
Το «Ζεϊμπέκι­κο» της Βιτάλη έχει δύναμη, έχει ατμόσφαιρα, είναι διεισδυτικό και άγριο. Είναι μια κατάθεση του τι σημαίνει «ελληνική λαϊκή ψυχή». Απαιτεί πολύ γερούς ηθοποιούς και για τους τρεις ρόλους. Ο Γι­ώργος Νινιός μοιάζει, πράγματι, να δίνει το ρεσιτάλ της ζωής του. Κρατώντας ένα μπουζούκι κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο, μιλάει και παραμιλάει, αναπολεί κι εξεγείρε­ται, παίζει μουσική και τραγουδάει - σχεδόν σαν επαγγελματίας του λαϊκού τραγουδιού. Έχει μεταμορ­φωθεί τόσο απόλυτα στον αντιή-ρωα του «Ζεϊμπέκικου» της Λεί­ας Βιτάλη, ώστε έφτασε να γράψει ακόμη και το -ωραιότατο- ομώ­νυμο λαϊκό τραγούδι που ερμη­νεύει στην παράσταση. Παρά την ωριμότητα του λόγου της, η Στέλ­λα Κρούσκα (η σύζυγος), καθαρά ως σκηνική παρουσία, στέκει κά­πως αμήχανη, σαν να μην ξέρει τι να κάνει με τα χέρια της ή πού να στρέψει το βλέμμα της- την ίδια αμηχανία ελέγχου στα εκφραστικά της μέσα μοιάζει να έχει και η καλ­λίφωνη νέα ηθοποιός Μαρία Κατσούλη (η κόρη).Έχω επίσης την αίσθηση πως ο σκηνοθέτης Φώ­της Μακρής «παραμπούκωσε» την παράσταση με βίντεο και μουσικές σφήνες από υπέροχα λαϊκά τρα­γούδια, χρησιμοποιώντας όμως προ-ηχογραφημένες εκτελέσεις αντί να δώσει στους δύο μουσι­κούς του τη δυνατότητα να τα ερ­μηνεύουν ζωντανά και αφήνοντας τους έτσι οριακά αναξιοποίητους στο πάλκο του βάθους. Επειδή έτυχε να δω τον περασμένο Μάιο το «Ζεϊμπέκικο» σε μορφή αναλο­γίου στις «Αναγνώσεις» του Εθνι­κού θεάτρου, έχω την εντύπωση πως η σκηνοθεσία, στην προσπά­θεια της να δημιουργήσει ένα μουσικοθεατρικό θέαμα, έχασε την εμβληματική δωρικότητα της πρώ­της εκείνης «δοκιμής» της.

STUDIO ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (Μαυρο­μιχάλη 134, Εξάρχεια, 2106453330)

Ιλειάνα Δημάδη (ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ 2.1.2014)