Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Monday, October 29, 2007

Τα ΓΙΑΤΙ και τα ΠΩΣ του ιστορικού μυθιστορήματος από την πλευρά του συγγραφέα

Πρόσφατα σκεφτόμουν τι ήταν εκείνο που με έσπρωξε στο να ασχοληθώ μ' αυτό που ονομάζεται ιστορικό μυθιστόρημα. To 1990 είχα ήδη γράψει 2 μυθιστορήματα με σύγχρονη θεματολογία, το ΑΝΝΑ Χ. και την ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ. Χωρίς να είμαι παρελθοντολάτρης -το αντίθετο θα έλεγα- άρχισα να αισθάνομαι ότι με τραβούσε το παρελθόν, οι μνήμες, τα γεγονότα που προϋπήρξαν και σε ένα βαθμό διαμόρφωσαν τη σημερινή πραγματικότητα. Άρχισα να επιθυμώ να ξεπηδήσω απ' τον εαυτό μου και να περιπλανηθώ σε άλλες εποχές, άλλους κόσμους, άλλες κουλτούρες, άλλα ήθη και έθιμα. Να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο.
Εκείνη την εποχή η τηλεόραση είχε μπει δυναμικά στη ζωή μας και μέσα από το γυάλινο κουτί μαθαίναμε εν ριπεί οφθαλμού ο,τιδήποτε συνέβαινε στην άκρη του κόσμου σήμερα. Όλοι τα γνωρίζαμε όλα όσα συνέβαιναν σήμερα. Τότε άρχισε να μεταβάλλεται κάτι μέσα στο μυαλό μου. Το σήμερα έπαψε να με ενδιαφέρει πια σαν "υλικό". Ήταν πολύ γνωστό και εύκολα αναλυόμενο και προσβάσιμο. Εκείνο που πήρε τη θέση του στη σφαίρα των ενδιαφερόντων μου ήταν οι αιτίες των σημερινών γεγονόταν. Οι άλλες εποχές. Το βάθος του χρόνου. Και άρχισα να καταδύομαι. Πρώτα στην εποχή του Πολυταχνείου με την ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ και κατόπιν με το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΟΒΟΥ στο ύστερο Βυζάντιο, μέχρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα, την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ.
Παράλληλα με τη δική μου αλλαγή και κατάδυση διαπίστωνα και μια αλλαγή στις αναγνωστικές συνήθειες των αναγνωστών, οχι μόνον εντός Ελλάδος. Οι αναγνώστες επιθυμούσαν όπως και εγώ το βάθος της ιστορίας από την επιφάνεια του σήμερα που την αναμασούσαν τα μέσα διαρκώς. Και οι δυο μας επιθυμούσαμε το ίδιο. Να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό που ωστόσο οδηγούσε στους σημερινούς εαυτούς μας.
Έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορική έρευνα που άρχισε να γίνεται μυθιστόρημα. Και σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, το ιστορικό μυθιστόρημα κατέχει μια περίοπτη θέση στις προτιμήσεις των αναγνωστών και πολλές φορές το βλέπουμε να αναρριχάται ακόμη και στις λίστες των μπεστ σέλλερς. Η προσωπική μου διάθεση δεν στόχευε φυσικά ούτε στις προτιμήσεις του κοινού, ούτε στην ευπωλησία (δικός μου όρος). Στόχευε στη δική μου ανάγκη να γνωρίσω καινούρια (αλλά παλιά) πράγματα και να τα κρίνω με σημερινά κριτήρια.
Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι το πιο σημαντικό στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος θα έλεγα 2 πράγματα: α) Να είναι σωστή η έρευνα και β) όλες οι σκηνές του μυθιστορήματος να είναι σχετικές. Δεν το ήξερα αυτό όταν ξεκίνησα το γράψιμο του πρώτου μου βιβλίου με θέμα ιστορικό. Το έκανα ασυνείδητα. Ώσπου σύντομα συνειδητοποίησα την πολύ μεγάλη του σημασία.
ΣΩΣΤΗ ΕΡΕΥΝΑ και ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ λοιπόν ήταν και είναι (πιστεύω) η αρχή για ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
Ποιοί όμως γράφουν ιστορικό μυθιστόρημα σήμερα και τι αξία έχει ή θα έχει στο βάθος του χρόνου;

(Θα συνεχιστεί).

Tuesday, October 23, 2007

Ιστορικού μυθιστορήματος συνέχεια...

Στο σχόλιό μου για τον τρόπο ανάγνωσης του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα υπήρξε απάντηση από τον κ. Κυριαζή στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ και την δημοσιεύω. Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύτηκε και η ανταπάντηση. Ο διάλογος σίγουρα βοηθάει τον προβληματισμό και τη διαμόρφωση γνώμης. Χάρηκα πολύ που δόθηκε έστω και με αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα συζήτησης για τον ιστορικό μυθιστόρημα που βρίσκεται σε άνθιση πάλι στις μέρες μας και μοιάζει να βρίσκει έναν νέο δρόμο προς το μέλλον.

Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια

Μία απάντηση στην κυρία Λεία Βιτάλη

Διάβασα με ενδιαφέρον το γράμμα της κυρίας Βιτάλη ως απάντηση στην παρουσίαση από μένα του βιβλίου της Ιερή παγίδα, θεωρώ τον διάλογο πολύ σημαντικό και για το λόγο αυτό απαντώ συνοπτικά σε ορισμένες παρατηρήσεις της.

Πραγματικά, εστίασα την παρουσίασή μου στην ιστορική πλευρά του μυθιστορήματος και όχι στην λογοτεχνική του, γιατί άποψή μου είναι πως ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να είναι κοντά στην ιστορία. Γνωρίζω πως υπάρχουν άλλες απόψεις, με τις οποίες απλά διαφωνώ. Γνωρίζω επίσης τις χολυγουντιανές απόψεις που είδαμε πρόσφατα στα Τροία, 300 και Μ. Αλέξανδρος, με τις οποίες επίσης διαφωνώ και θα συνεχίσω να διαφωνώ. Όμως δεν βλέπω σε ποιο σημείο απαξίωσα το βιβλίο της κυρίας Βιτάλη. Ως επιστήμων έχω συνηθίσει να δέχομαι για τις δημοσιεύσεις μου κριτική (το γνωστό ως refereering) και να ασκώ, και το να μου εντοπίζουν άλλοι κάποια λάθη δεν το θεωρώ ούτε υποτιμητικό ούτε απαξιωτικό.

Και ως προς τη νέα θεώρηση, ναι, είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία, και εδώ έγκειται μία δεύτερη βασική διαφωνία μου με την κυρία Βιτάλη, γιατί δεν νομίζω πως η Ιερή παγίδα δίνει τέτοια στοιχεία, εκτός αν δεν τα αντιλήφθηκα.

Ως προς ορισμένες λεπτομέρειες, ακόμα και αν δεχτούμε την ύπαρξη γαλλικών σαπουνιών, δεν γνωρίζω να αναφέρεται η χρήση τους στο Βυζάντιο, και ως προς το κάπνισμα η συγγραφεύς δεν διευκρινίζει ότι πρόκειται για όπιο (όταν γράφουμε «καπνός», σκεπτόμαστε ως συνειρμό το «ταμπάκο»). Χαίρομαι πάντως που τουλάχιστον παραδέχεται τη μη ύπαρξη της Ιεράς Εξέτασης ως θεσμού και πως το «υγρό πυρ και στολές το χρησιμοποίησα ό,τι ταίριαζε στην αφήγησή μου». Επίσης χαίρομαι που σιωπηρά αποδέχεται τις υπόλοιπες παρατηρήσεις μου ως προς τις ιστορικές ανακρίβειες, γιατί δεν απαντά.

Ως προς την ιστορία της άλωσης, κυκλοφόρησε μετά την παρουσίασή μου το The fall of Constantinople των D. Nicolle, J. Halclon, S. Turnbull (Osprey 2007) όπου οι αναγνώστες μπορούν να βρουν τις απόψεις των τριών διακεκριμένων σύγχρονων βρετανών ιστορικών για την πολιορκία. Για τον Νοταρά καταλήγουν: «Δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτός ο έμπειρος και πραγματιστής πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός ήταν με καμιά πραγματική έννοια προδότης».

Ως προς τον αριθμό των υπερασπιστών, ενώ δεν υπάρχει συμφωνία για τον ακριβή αριθμό τους, η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών δέχεται τους 7-8.000. Δεδομένου δε του μήκους των τειχών της Κωνσταντινούπολης, 3.000 δεν θα επαρκούσαν σε καμία περίπτωση για την υπεράσπισή τους και μάλιστα για δύο μήνες, εναντίον πολλαπλάσιου εχθρού.

Η κυρία Βιτάλη τονίζει πως το βιβλίο της δεν είναι ένα «κακό ιστορικό μυθιστόρημα» (όπου δεν γνωρίζω τι εννοεί με την λέξη «παραδοσιακό»). Αν η Ιερή παγίδα είναι έργο φαντασίας, τότε δέχομαι πως έκανα λάθος εστιάζοντας στην ιστορική ακρίβεια. Τότε όμως τι λόγο είχε η ιστορική έρευνα δώδεκα χρόνων που έκανε η ίδια; Και φυσικά συμφωνώ με την γνώμη της για τον Μαύρο Άγγελο, τον οποίο παρουσίασα ως έργο που ασχολείται με την περίοδο, όχι ως παράδειγμα ιστορικής ακρίβειας.

Τέλος, ίσως η κυρία Βιτάλη να έπρεπε να διευκρινίσει ποιος είναι ο στόχος του «αιρετικού μυθιστορήματός» της. Αν είναι να διασκεδάσει τους αναγνώστες λογοτεχνικά, τότε δέχομαι πως η κριτική μου είναι άστοχη. Αν έχει στόχο να καταστρέψει ένα σύμβολο της ελληνικής ιστορίας (και γνωρίζω καλά τη φορτισμένη υφή της λέξης) τότε θα έπρεπε να εξηγήσει το γιατί.

Προσωπικά πιστεύω και αναζητώ ως ασχολούμενος επιστημονικά με την οικονομική ιστορία την ιστορική αλήθεια, όσο πικρή και μη κολακευτική και αν είναι, φτάνει να είναι αλήθεια.

Καθένας είναι ελεύθερος βέβαια να γράφει ό,τι θέλει. Ελπίζω όμως να μου αναγνωρίζετε, στο πλαίσιο αυτής της ελευθερίας, το δικαίωμα της διαφωνίας. Και πραγματικά διαφωνώ σε αρκετά σημεία με την κυρία Βιτάλη ως προς τη θεώρηση της ιστορίας, όπως θα διαφωνούσα π.χ. και με οποιονδήποτε θα έγραφε ένα «αιρετικό μυθιστόρημα» για τον Λεωνίδα, παρουσιάζοντάς τον ως ρίψασπι και προδότη.

Τελειώνοντας, θέλω να θυμίσω πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν ήταν άτολμος και άχρωμος αυτοκράτορας που εγκαταλείπει το τείχος και σκοτώνεται μυστηριωδώς στο παλάτι. Τόσο ως δεσπότης όσο και ως αυτοκράτωρ ήταν ηγέτης με σπάνιες ικανότητες, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, εμψύχωνε τους στρατιώτες του και σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες: Ελευθέρωσε οριστικά την Πελοπόννησο από τους Φράγκους, τους εξεδίωξε από την Αττική και τη Βοιωτία, φτάνοντας μέχρι τη Θεσσαλία, υπερασπίστηκε με ηρωισμό αν και χωρίς επιτυχία το Εξαμίλλιο εναντίον των Τούρκων και αντιστάθηκε με επιτυχία σε πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο της Λήμνου.

Πραγματικά, η ενωτική του πολιτική συνάντησε σφοδρή αντίσταση από τμήμα του λαού και του κοντόφθαλμου κλήρου. Το αν είχε δίκιο μπορεί να το κρίνει κανείς από την κατάσταση της Ελλάδας όταν ελευθερώθηκε το 1828: Ήταν μια πάμφτωχη χώρα, με σοβαρή έλλειψη παιδείας και πολιτισμού. Αντίθετα, τους αιώνες που είχαν μεσολαβήσει, η ευρωπαϊκή Δύση γνώρισε την Αναγέννηση, τη θεσμική οικονομική επανάσταση του 17ου αιώνα (δημιουργία κεφαλαιαγορών, χρηματιστηρίων και πολυεθνικών ανωνύμων εταιρειών), το Διαφωτισμό και τη βιομηχανική επανάσταση.

Νίκος Κυριαζής
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ Οκτωβρίου 2007)


Και η ανταπάντηση.

ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;


Αγαπητέ κ. Μπασκόζο,

Επειδή ο κ.Κυριαζής επανέρχεται με καινούριο «χτύπημα» κατά της ΙΕΡΗΣ ΠΑΓΙΔΑΣ, αυτή τη φορά κατηγορώντας με εμμέσως πλην σαφώς ότι γράφω ό,τι θέλω ενώ συγχρόνως αναρωτιέται τι νόημα είχαν τα 12 χρόνια έρευνας εκ μέρους μου, θεωρώ υποχρέωσή μου να απαντήσω έστω εν τάχει για να μη καταχραστώ της φιλοξενίας σας.

Κατ’ αρχήν για να τελειώνουμε με τα «λάθη», τα οποία «ανακάλυψε» κατά τη γνώμη του παγιδευμένος ο ίδιος σε ένα είδος άχρηστης κριτικής, έχω να πω ότι ή έχουμε διαβάσει διαφορετικά βιβλία ή τα ίδια βιβλία τα διαβάσαμε διαφορετικά. Θα όφειλε όμως, εφόσον υποτίθεται ότι ασκεί κριτική, να είναι πιο ενημερωμένος πριν εκτεθεί. Του συστήνω ως εκ τούτου να διαβάσε Miklosich-Mueller και Φαίδωνα Κουκουλέ για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι τα περίφημα γαλλικά σαπούνια ήταν πράγματι εν χρήσει στο Βυζάντιο, για να αναφερθώ ενδεικτικά σε ένα από τα «λάθη» μου που φαίνεται ότι τον κάνει να… αφρίζει. Ωστόσο είναι ολοφάνερο ότι το θέμα που καίει τον κ. Κυριαζή δεν είναι τα ιστορικά λάθη. Αυτά είναι το προπέτασμα. Το θέμα του είναι οι απόψεις που προβάλλονται στην ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ. Ο κ. Κυριαζής ασκεί, αντί κριτικής, ενός είδους… λογοκρισία εξαπολύοντας μύδρους και, από θέση ισχύος, απαξιώνει έως καταργεί το βιβλίο μου! Εκεί τον οδηγεί ο… πατριωτισμός του, το μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων, όπως έλεγε και ο Ροϊδης. (Αναφερόμενη στον πατριωτισμό είναι ευνόητο ότι μιλάω για την υπερβολή). Η διαφωνία λοιπόν έγκειται στον ηρωικό και επικό χαρακτήρα της άλωσης, τον οποίο θεωρεί ότι το μυθιστόρημα τον αμφισβητεί. Δικαίωμά του. Το ίδιο έκανε με αφορμή το προηγούμενο μυθιστόρημα μου, Το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΟΒΟΥ, εκπρόσωπος της εκκλησίας, αλλά δεν το ονόμασε κριτική. Αναρωτιόταν κι εκείνος –με άλλη αφορμή- ποιος είναι ο στόχος μου και τι πιστεύω. Ο στόχος μου λοιπόν, και τότε και τώρα, είναι να προβληματίσω τους αναγνώστες μου ώστε να δουν από άλλη οπτική γωνία ένα κατασκευασμένο και καθησυχαστικό παρελθόν. Όπως το είδα κι εγώ μετά από αυτά τα 12 χρόνια έρευνας. Όπου όταν αναφερόμαστε στην έρευνα δεν περιοριζόμαστε βέβαια στις ημερομηνίες, τις μάχες, τις στολές ή τα… σαπούνια. Αλλά ενδιαφερόμαστε για τα κίνητρα των ανθρώπων της εξουσίας, τις συγκυρίες, την ατμόσφαιρα της εποχής προχωρώντας σε καινούριες συσχετίσεις. Ωστόσο, σαν συγγραφέας, πέρα από αυτά και πάνω απ’ όλα, οφείλω να ψυχαγωγήσω τους αναγνώστες μου έστω και ξεβολεύοντάς τους.

Τελειώνοντας θα ήθελα να καλέσω τον κ. Κυριαζή αλλά και όποιον άλλον επιθυμεί να συμμετάσχει σε μια ανοιχτή συζήτηση μέσα από τις σελίδες του περιοδικού σας –εφόσον φυσικά κι εσείς το βρίσκετε ενδιαφέρον- πάνω στο σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα και τα όρια κριτικής-λογοκρισίας σχετικά με αυτό.

Ευχαριστώ για την φιλοξενία

Λεία Βιτάλη
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ Οκτωβρίου 2007)


Monday, October 15, 2007

Για το Ιστορικό Μυθιστόρημα

Μπορεί το scanner να μη δούλεψε αλλά υπάρχουν και οι καλοί φίλοι. Έτσι σήμερα είμαι σε θέση να δημοσιεύσω την κριτική του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για την Ιερή Παγίδα.
Ακολουθεί η επιστολή που στάλθηκε στο περιοδικό με τις απορίες και κάποιες απόψεις μου επί του θέματος.
Σε επόμενο ποστ θα δημοσιεύσω την απάντηση του κριτικού και την ανταπάντηση της συγγραφέως. Κατόπιν ίσως μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα και να ανταλλάξουμε απόψεις, εάν το θέμα κριθεί ενδιαφέρον. Προσωπικά το θεωρώ αρκετά σημαντικό εφόσον και στην Ελλάδα πλέοντα ιστορικά μυθιστορήματα καλύπτουν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιοπαραγωγής.


Η ΚΡΙΤΙΚΗ


"Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια

Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η πιο δύσκολη μορφή μυθιστορήματος γιατί απαιτεί να συνδυάζονται δυο προϋποθέσεις : να είναι καλό ως μυθιστόρημα και ταυτόχρονα να είναι σωστό ιστορικά. Το πραγματικά μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα, που είναι σπάνιο σε παγκόσμια κλίμακα, πρέπει επιπλέον να προτείνει και κάτι περισσότερο, π.χ. μια νέα θεώρηση-προσέγγιση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται, όπως π.χ. το Πόλεμος και ειρήνη.

Η Ιερή παγίδα έχει ως ιστορικό υπόβαθρο την πτώση της Κωνσταντινούπολης και τα πρώτα χρόνια (δεκαετίες) μερικών εξορίστων Βυζαντινών στη Βενετία. Είναι μια περίοδος με την οποία έχουν ασχοληθεί πολλοί ξένοι και έλληνες ιστορικοί και μυθιστοριογράφοι, όπως ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν The fall of Constantinople, o David Nicolle Constantinople 1453 (Osprey 2000), ο Mika Waltari Ο μαύρος άγγελος και ο Κώστας Κυριαζής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Θα συγκεντρώσω τις παρατηρήσεις μου στο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, προσπαθώντας να εντοπίσω τα πραγματικά γεγονότα και τις «παρεμβάσεις» της κ. Βιτάλη. Βασικοί ήρωες είναι η οικογένεια του μεγάλου δούκα (πρωθυπουργού) του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά, και κυρίως των παιδιών του, Ιάκωβου (υπαρκτού) και Ιουστίνης, που γράφει υποτίθεται το χρονικό έχοντας καταφύγει στη Βενετία.

Το πρώτο «εύρημα» του βιβλίου είναι πως ο σουλτάνος Μωάμεθ βλέπει ένα πορτρέτο του Ιακώβου (έφηβου 14 ετών τότε) από τον Μπελίνι (που ζωγράφισε και το πορτρέτο του ίδιου του Μωάμεθ) και τον ερωτεύεται παράφορα. Έτσι, στόχος του Μωάμεθ είναι να κατακτήσει την πόλη όχι μόνο για τη δόξα και την πολιτική του φιλοδοξία αλλά για να κερδίσει τον Ιάκωβο, ένας μύθος που θυμίζει την ωραία Ελένη και την πολιορκία της Τροίας.

Το δεύτερο «εύρημα»είναι ο σκοτεινός ρόλος δολοπλόκου και προδότη που αποδίδει η κ. Βιτάλη στον Λουκά Νοταρά, ο οποίος συνωμοτεί για να ανατρέψει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να κυβερνήσει στη θέση του μετά την παράδοση της πόλης με μυστική συμφωνία του Νοταρά με τον Μωάμεθ! Η συνωμοσία πετυχαίνει, ο στυλοβάτης της άμυνας γενοβέζος αρχηγός Ιωάννης Ιουστινιάνης τραυματίζεται θανάσιμα από βέλος Έλληνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έχει συμφωνήσει να αποσυρθεί στον Μυστρά, όμως ο Μωάμεθ δεν κρατά την υπόσχεσή του, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώνεται μυστηριωδώς στο…Παλάτι και όχι αμυνόμενος στα τείχη, όπως είναι η επικρατούσα άποψη.

Πρόκειται για ένα αντιηρωικό μυθιστόρημα που υποβιβάζει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο σε άχρωμο άνθρωπο που από πείσμα δεν παραδίδει την πόλη, ενώ ο όχλος και οι μοναχοί τον λοιδορούν και την εγκαταλείπουν και ο Νοταράς παρουσιάζεται ως τελείως αποτυχημένος και αστόχαστος συνωμότης…

Ας δούμε τι γνωρίζουμε για τα γεγονότα : Πράγματι, το 1453 υπήρχαν δυο «παρατάξεις» στο Βυζάντιο (ή καλύτερα την Κωνσταντινούπολη) οι «ενωτικοί», με αρχηγό τον Κωνσταντίνο, που για να σωθεί το Βυζάντιο με τη βοήθεια της Δύσης είχαν αποδεχθεί την πρωτοκαθεδρία του πάπα και των καθολικών, και οι «ανθενωτικοί» με τον Γεννάδιο και τον Νοταρά, που προτιμούσαν τους Οθωμανούς από την ένωση. Πρέπει επίσης να δεχθούμε πως οι δυτικοί , οι «Φράγκοι», ήταν παλαιοί εχθροί του Βυζαντίου, από το 1204 και μετά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ως δεσπότης του Μυστρά, τους είχε εκδιώξει από την Πελοπόννησο και είχε φτάσει πολεμώντας εναντίον τους μέχρι τη Θεσσαλία. Οπότε το μίσος των Βυζαντινών εναντίον τους ήταν δικαιολογημένο. Ο Κωνσταντίνος όμως θεωρούσε πως μεταξύ δύο κακών η θρησκευτική υποταγή στον πάπα με τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας ήταν το μικρότερο. Και η ανεξαρτησία μπορούσε να διατηρηθεί, έστω κι αν η πιθανότητα ήταν μικρή, μόνο με τη βοήθεια της Δύσης. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως το πνεύμα των σταυροφοριών ήταν ακόμα ζωντανό και οδήγησε στη μεγάλη σταυροφορία που καταστράφηκε από τον Βαγιαζίτ στην Νικόπολη το 1396, και πως ο ούγγρος Ιωάννης Ουνυάδης πολεμούσε αποτελεσματικά τους Οθωμανούς και, αν και νικήθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, τους αναχαίτισε στο Βελιγράδι. Όσο για το αν η επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν σωστή, φτάνει να σκεφθούμε πως ο 16ος αιώνας ήταν ο αιώνας της Αναγέννησης στη Δύση, ο 17ος της θεσμικής επανάστασης (κοινοβουλευτισμός, ανώνυμες εταιρείες, χρηματιστήρια, τράπεζες σε Αγγλία και Κάτω Χώρες) και ο 18ος-19ος του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, στα οποία η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν συμμετείχε.

Αν και ο Νοταράς πράγματι ήταν ανθενωτικός, η «προδοσία» του δεν στοιχειοθετείται από τις σύγχρονες πηγές, ούτε από μεταγενεστέρους. Επίσης πρέπει να θυμόμαστε πως από τους 7.500 υπερασπιστές της πόλης, 5.000 ήταν Έλληνες και οι άλλοι ξένοι, ανάμεσά τους οι 700 του Ιουστινιάνη. Πολέμησαν επί δύο μήνες με εξαιρετικό ηρωισμό (που τον αποσιωπά τελείως η συγγραφεύς) εναντίον πολλαπλασίων πολιορκητών. Οι δε 700 «ψωροπεζικάριοι» του Ιουστινιάνη (όπως τους αποκαλεί χλευαστικά ο Νοταράς στο βιβλίο) ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα και των δύο στρατών. Η αποχώρησή τους σήμανε και το ουσιαστικό τέλος της άμυνας.

Η συγγραφεύς χρησιμοποιεί επίσης νέα ονοματοποιία για μερικά πρόσωπα, τα κακόηχα «Κουρουλούκα» (για κυρ Λουκάς Νοταράς) και «Γιουστουνιάς» (για Ιουστινιάνης) που θα μπορούσε να είναι σε λαϊκή χρήση εκείνη την εποχή.

Στις λεπτομέρειες η συγγραφεύς δεν αποφεύγει ιστορικά λάθη και αναχρονισμούς : Αναφέρει «γαλλικά σαπούνια», σε μια εποχή που οι δυτικοί γενικά δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους και δεν πλένονταν σχεδόν καθόλου, «ναργιλέδες» όταν ο καπνός δεν είχε φτάσει στην Ευρώπη από την Αμερική, «γάλλους τραπεζίτες» που δεν αναφέρονται ακόμα στην ιστορική περίοδο αυτή (οι τραπεζικοί οίκοι που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήταν ιταλικοί, όπως οι Μέδικοι της Φλωρεντίας, και τον επόμενο αιώνα οι γερμανικοί, όπως οι Φούγγερ στο Augsburg), «βέλη με υγρή φωτιά» (το υγρόν πυρ δεν εκσφενδονιζόταν με βέλη αλλά με σιφώνια, και το περίεργο είναι πως η χρήση του δεν αναφέρεται από καμία πηγή της εποχής στην πολιορκία. Μήπως το μυστικό της παρασκευής του είχε απολεσθεί;), οι υπερασπιστές της πόλης ήταν 7.500-8.000 και όχι 3.000, «ναυτικές στολές» και γενικότερα στολές δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί σε κανένα δυτικό στρατό και ούτε στο Βυζάντιο, η Καλλίπολη, ως πόλη και χερσόνησος, δεν βρίσκεται στην «απέναντι ακτή του Κερατίου», η «ζάχαρη» με τη σημερινή της μορφή δεν υπήρχε, η Κωνσταντινούπολη δεν εμπόδιζε τους Τούρκους να εισβάλουν στην Ευρώπη (τους είχε διευκολύνει σε τούτο ο Ιωάννης Καντακουζηνός στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1340, και είχαν ήδη υποτάξει τη Σερβία – Βουλγαρία). Η έκρηξη των «μπαρουτιών του Ιπποδρόμου» ως δολιοφθορά των συνωμοτών δεν αναφέρεται ιστορικά. «Ιερά Εξέταση» δεν υπήρχε ακόμα (δημιουργήθηκε στο τέλος του αιώνα, αρχές του 16ου), οι μουσουλμάνοι υπολογίζουν τις χρονολογίες όχι από τη γέννηση του Μωάμεθ αλλά από τη φυγή του από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν σκοτώθηκε από κάποιον φίλο του, όπως λέει στο βιβλίο ο Ιάκωβος Νοταράς στον Μωάμεθ, στο χριστιανικό Βυζάντιο δεν γίνονταν θηριομαχίες στον Ιππόδρομο και, από όσα γνωρίζω, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν πούλησε ποτέ συγχωροχάρτια.

Η εικόνα που έχει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης είναι θυσίας και ηρωισμού, κάτι αντίστοιχο με τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει πολεμώντας, όπως ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας. Αν δεχθούμε την άποψη της κ. Βιτάλη, τότε η πολιορκία θα έπρεπε να μας κάνει να ντρεπόμαστε. Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί Βυζαντινοί που δεν πολέμησαν όπως οι εκατοντάδες (ή και χιλιάδες) καλόγεροι που προτιμούσαν την ασφάλεια των μοναστηριών από τον κίνδυνο στα τείχη, ή οι ίδιοι οι αδερφοί του Κωνσταντίνου, δεσπότες του Μυστρά Θωμάς και Δημήτριος, που τον άφησαν αβοήθητο. κανένας όμως ιστορικός δεν αμφισβητεί τον επικό χαρακτήρα της πολιορκίας και τον ηρωισμό των πολιορκημένων (ανάμεσά τους και μοναχών, που μάλιστα υπερασπίσθηκαν με επιτυχία έναν από τους πύργους των τειχών). Αυτός ο επικός χαρακτήρας θα ήταν αδύνατος αν όλοι οι υπερασπιστές ήταν ηττοπαθείς και αν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν ήταν μέχρι το τέλος εμψυχωτής της άμυνας."

Από τον Νίκο Κ. Κυριαζή

(Αναπληρωτή καθηγητή του οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ τον Μάιο 2007)


Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

"Η ανάγνωση του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα

Αγαπητέ κύριε Μπασκόζο,

Έχω ως αρχή μου, εδώ και είκοσι χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο της λογοτεχνίας, να μη σχολιάζω τις κριτικές που γράφονται για τα βιβλία μου. Θεωρώ ότι η κριτική είναι τις περισσότερες φορές υποκειμενική ώστε κάθε σχολιασμός θα απέβαινε μάταιος. Επιπροσθέτως η αρνητική κριτική διαθέτει μια δυναμική που μπορεί να βοηθήσει τον συγγραφέα να δει με άλλη ματιά την επιτυχία ή αποτυχία των προθέσεών του και να επεξεργαστεί τις δυνατότητές του, πράγμα που έχει συμβεί και σε μένα στο παρελθόν και είμαι ευγνώμων στον κριτικό που διέπραξε την… «αδικία». Φυσικά αναφέρομαι στο είδος της κριτική η οποία ασχολείται με τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Διότι οποιαδήποτε άλλη μορφή κριτικής ενός λογοτεχνικού κειμένου ξεφεύγει από τον στόχο της και μοιάζει να υπηρετεί άλλα. Πρόσφατα στο τεύχος 474 του περιοδικού σας δημοσιεύτηκε μια «κριτική» για το τελευταίο βιβλίο μου «Ιερή Παγίδα» που θεωρώ ότι ξεφεύγει από τη λογική της λογοτεχνικής κριτικής. Ο συντάκτης της Νίκος Κυριαζής, εξ όσων γνωρίζω καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και ο ίδιος συγγραφέας και γόνος συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων, αναφέρεται αποκλειστικά στα κατά τη γνώμη του «κακόηχα ονόματα» που χρησιμοποιούνται στο μυθιστόρημα, στα «ιστορικά λάθη», τα οποία πιστεύει ότι διέγνωσε, και στην διαφορετική οπτική θεώρηση της ιστορικής περιόδου με την οποία διαφωνεί, απαξιώνοντας το πόνημα και τη συγγραφέα του. Επειδή θεωρώ την «κριτική» του αδικαιολόγητα επικριτική που θίγει και απαξιώνει κυρίως την προσωπικότητά μου ως συγγραφέα έχω να παραθέσω τα παρακάτω.

1. Τι λόγο ύπαρξης έχει σήμερα ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Ο ίδιος δίνει την απάντηση ορίζοντας τον κανόνα (και συμφωνώ σ’ αυτό) ότι το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να προτείνει «μια νέα θεώρηση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται». Αυτόν τον κανόνα ο ίδιος τον αναιρεί παρακάτω υποστηρίζοντας την επικρατούσα ηρωική θεώρηση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης και τον επικό της χαρακτήρα, όπως μέχρι στιγμής παρουσιάζεται στα παλαιού τύπου ιστορικά μυθιστορήματα, στα χρονικά και στα σχολικά εγχειρίδια, απαξιώνοντας την διαφορετική οπτική της «Ιερής Παγίδας».

2. Κάνει κριτική στη χρήση των λαϊκότροπων ονομάτων που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο, όπως Κουρουλούκας (αντί Κυρ Λουκάς) και Γιουστουνιάς (αντί του Ιουστινιάνης), τα οποία ο ίδιος παρακάτω θεωρεί ότι μπορεί και να χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή, και πράγματι ήταν σε χρήση και αναφέρονται στο πόνημα του Κουτίβα περί Νοταράδων, μια από τις πηγές στις οποίες έχω ανατρέξει για τον σχεδιασμό των κυρίων χαρακτήρων του μυθιστορήματος.

3. Ήδη από τον τίτλο της βιβλιοκριτικής του ορίζει τον στόχο της: «Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια». Και κατά τη γνώμη του δεν υπάρχει ιστορική ακρίβεια στο βιβλίο μου. Και ο πλέον βιαστικός κριτικός πριν εξαπολύσει τους μύδρους του θα ανέτρεχε τουλάχιστον για τα επι μέρους σε κάποια εγκυκλοπαίδεια όπου θα διαπίστωνε ότι τα «γαλλικά σαπούνια» υπήρχαν από τον Θ’ αιώνα στη Γαλλία, ότι η ζάχαρη από το ζαχαροκάλαμο ήταν γνωστή από τον Ζ’ αιώνα (Ελευθερουδάκης), ότι η αφηγήτρια Ιουστίνη ήταν πραγματικό πρόσωπο, ότι ο ζωγράφος Μπελίνι που αναφέρεται στο βιβλίο δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος που μετά από χρόνια ζωγράφισε τον Μωάμεθ αλλά ο πατέρας του (Babinger), ότι η «Ιερά εξέταση» θεωρητικά δημιουργήθηκε αργότερα, αλλά ήδη είχε χρησιμοποιηθεί και από την Ορθόδοξη εκκλησία εις βάρος ενός μαθητή του Πλήθωνα, του Ιουβενάλιου (όπως αναφέρεται σε επιστολή του Γεννάδιου Σχολάριου), ότι δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο πως κάπνιζαν καπνό αλλά είναι γνωστό ότι «φτιάχνονταν» καπνίζοντας όπιο, για να αναφερθώ σε μερικά από τα «λάθη» που διέγνωσε ο βιβλιοκριτικός πάνω στα οποία στηριζόμενος κάνει την κριτική του. Σχετικά με τον αριθμό των πολεμιστών που έλαβαν μέρος στην πολιορκία οι μαρτυρίες (Σφραντζής, Κριτόβουλος, Δούκας,Ασίκ Ζαντέ) διίστανται ενώ για τις στολές και το υγρό πυρ χρησιμοποίησα ό,τι ταίριαζε στην αφήγησή μου χωρίς να αποκλείω μια διαφορετική πραγματικότητα.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η «Ιερή Παγίδα» δεν διεκδικεί τον τίτλο του παραδοσιακού ιστορικού μυθιστορήματος καθώς ο όρος δεν αναφέρεται ούτε στο εξώφυλλο. Η προσπάθεια της συγγραφέως ήταν ανθρωποκεντρική και όχι περιγραφική των γεγονότων που έχουν κατά κόρον αναλυθεί. Μετά από έρευνα 12 χρόνων στις πηγές προέκυψαν 2 βιβλία με θέμα το Βυζάντιο (Το Παραμύθι του Μεγάλου Φόβου και η Ιερή Παγίδα) όπου ο εστιασμός έγινε στα πρόσωπα, στην ατμόσφαιρα και σε μια διαφορετική θεώρηση της ιστορικής περιόδου, τα κενά των οποίων η συγγραφέας, ως όφειλε, συμπλήρωσε με τη φαντασία της. Άρα δεν παραδίδει… μαθήματα ιστορίας. Πέρα από την απόλαυση η μη του κειμένου το βιβλίο ίσως δίνει ένα ερέθισμα για να σκεφτεί ο αναγνώστης διαφορετικά το διαχρονικό παιχνίδι της ιστορίας. Ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου η αφηγήτρια Ιουστίνη λέει ότι δεν ξέρει αν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα όπως θα τα διηγηθεί, αλλά δεν έγιναν ούτε έτσι ακριβώς όπως τα λένε οι άλλοι. Που σημαίνει, για όποιον θέλει να καταλάβει, ότι η «Ιερή Παγίδα» δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια του όρου. Αλλά και τα βιβλία, στα οποία ο ίδιος ο κριτικός αναφέρεται σαν δείγματα ιστορικών μυθιστορημάτων, δεν παραδίδουν μαθήματα ιστορικής ακρίβειας, όπως λόγου χάριν ο «Μαύρος Άγγελος» του Μίκα Βαλτάρι, το οποίο παρουσιάζει, καταπατώντας την «ιστορική ακρίβεια», την Άννα Νοταρά στην Κων/πολη την εποχή που αποδεδειγμένα είχε φυγαδευτεί στη Βενετία (Ράνσιμαν, Κουτίβας).

Το ερώτημα λοιπόν που μένει είναι: Πώς διαβάζονται σήμερα τα μυθιστορήματα που έχουν σαν βάση τους ιστορικά γεγονότα;

Σαν εγχειρίδια ιστορίας ή σαν λογοτεχνικά κείμενα;

Ήδη ο Κούρτοβικ (Τα Νέα-Βιβλιοδρόμιο 5.1.2007) μίλησε για το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που θα μας απασχολήσει στο μέλλον, ο Ζήρας προβάλλει στην «ελευθερία κινήσεων» του συγγραφέα μέσα στο χώρο της ιστορίας (Αυγή 4.3.2007), ενώ ο Περαντωνάκης (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας 4.5.2007) αναφέρεται στο μεταμοντέρνο «αιρετικό» ιστορικό μυθιστόρημα.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία"

Λεία Βιτάλη

(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ του Ιουλίου 2007)


Sunday, October 14, 2007

ΤΟ ΝΕΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Με αφορμή μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ σχετικά με την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ αλλά και τις επιστολές που ανταλλάχτηκαν στο περιοδικό με το εν λόγω θέμα, θα ήθελα να κάνουμε μέσα από αυτό εδώ το μπλογκ μια συζήτηση πάνω στο παρεξηγημένο κατά την ταπεινή γνώμη μου Νέο Ιστορικό Μυθιστόρημα στην Ελλάδα.
Σύντομα θα είμαι σε θέση (ελπίζω να δουλέψει το scanner) να δημοσιεύσω την κριτική αλλά και τις επιστολές για να μπορέσουμε να θέσουμε τους άξονες μιας συζήτησης και να πει ο καθένας τη γνώμη του.
Παράλληλα θα οργανώσω κι εγώ τις σκέψεις μου για να μπορέσω να εκφράσω με σύντομες αναφορές την εμπειρία μου από τη μεγάλη περιπέτεια της συγγραφής του -κατα μια έννοια- ιστορικού μυθυιστορήματος.

Με την ευκαιρία να ευχαριστήσω και από εδώ όλους τους φίλους που επικοινώνησαν μαζί μου και μου πρόσφεραν τη μεγάλη ή μικρή βοήθειά τους στο θέμα των ναρκωτικών.

Friday, October 05, 2007

ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

Παρακαλώ όλους τους καλούς φίλους που μπορεί να έχουν μια εμπειρία δική τους ή γνωστών τους, μια μαρτυρία, ένα γεγονός, ένα σχετικό λινκ ή και άποψη για το θέμα των ναρκωτικών να με βοηθήσουν με την γνώση τους αυτή. Ασχολούμαι με αυτό το θέμα και μου είναι χρήσιμο το κάθε τι που τα αφορά. Θα το εκτιμήσω αφάνταστα.
Σας ευχαριστώ όλους εκ των προτέρων.

Μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί μου επώνυμα ή ανώνυμα, με σχολιασμό ή με μέιλ.

Wednesday, October 03, 2007

ΔΙΗΓΗΜΑ 2 .

ΤΟ ΑΒΓΟ
(Η συνέχεια και το τέλος)

...η μικρή εκτινάσσεται στον καναπέ, κάνει δυο τρία πετάγματα μέχρι που ακινητοποιείται εντελώς ξαπλωμένη στο δεξί πλάι, το στόμα ορθάνοιχτο σε μια άφωνη κραυγή, τα μάτια γουρλωμένα, ούτε ανάσα. Ήταν ένα Σάββατο έξι Ιουνίου και τα γιασεμιά είχαν φτάσει τα κλαδιά τους μέχρι την μπαλκονόπορτα, έμπαιναν μέσα, θαρρείς ήθελαν να τους πνίξουν. Ησυχία.

Οι ξαφνικοί λυγμοί της δεν έφεραν αποτέλεσμα. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν είχε συνέλθει με το κλάμα ενός άλλου. Βοήθησαν όμως να καταφτάσει κατατρομαγμένη, λέει, η θεία Καλλιρρόη, αλλιώς η μικρούλα με την κομμένη ανάσα της θα είχε πετάξει για κείνον τον άλλο κόσμο και ποτέ μα ποτέ δεν θα γευόταν μια μπουκιά φρέσκο αβγό.

Η θεία Καλλιρρόη την αγκάλιασε, την έσφιξε, την τίναξε προς τα εμπρός, την πίεσε στο στήθος μια και δυο και τρεις φορές και η μικρή με μια κραυγή γύρισε πίσω.

Την επομένη η μητέρα δέχτηκε την πρόταση του αβγουλά για μια βόλτα με το λευκό βόλβο μέχρι τη θάλασσα κι ύστερα στον κήπο του σπιτιού του που ασφυκτιούσε στην κυριολεξία απ’ τα γιασεμιά. Αλλά ο αβγουλάς, -ω, τι ατυχία!- είχε το ίδιο ελάττωμα με τον άντρα της. Έπινε πολύ και τα βράδια έπεφτε στο κρεβάτι του ξερός για ύπνο. Ευτυχώς δεν είχε έλλειψη από άντρες η γειτονιά. Ο κρεοπώλης ήταν τόσο πρόθυμος που ξεχάστηκε αμέσως ο αβγουλάς. Κι ύστερα πώς μπορούσε να κάνει πως δεν έβλεπε το λίγωμα του φούρναρη όταν αγόραζε εκείνα τα μικρά παξιμαδάκια διαίτης με τον γλυκάνισο. Ήταν κι ο λογιστής που έμενε απέναντι και συμπλήρωνε νύχτα τις φορολογικές δηλώσεις. Κι ο αστυφύλακας που επέτρεπε σ’ αυτήν και μόνο σ’ αυτήν να διαταράσσει την κοινή ησυχία με τα τραγούδια της μέρα μεσημέρι. Και κάποιοι άλλοι, που να τους θυμάται κανείς, είχαν τελείως διαφορετικά κουσούρια, αλλά δεν έβαζαν στο στόμα τους ποτό. Αβγό δεν ξαναπροσπάθησε να ταΐσει την κόρη της, κι έτσι η μικρή δεν γνώρισε τη γεύση του, αυτό όμως δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της. Πιο σημαντικό ήταν που όταν μεγάλωσε, δεν κατάφερε να μάθει ποδήλατο! Η παρεγκεφαλίδα, λέει, την έκανε να χάνει την ισορροπία της, ούτε να περπατήσει κατόρθωσε ποτέ σε μιαν ευθεία γραμμή, πήγαινε από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, νόμιζες ήταν μεθυσμένη, ακόμη κι όταν δεν ήταν. Ούτε μπόρεσε ποτέ να χαρεί τη θάλασσα που τόσο λάτρευε, με τον παραμικρό κυματισμό έχανε τον προσανατολισμό της και βυθιζόταν στο νερό ψάχνοντας τον ήλιο στην άμμο. Κι ούτε παντρεύτηκε ποτέ, δεν ήθελε να την αγγίξει άντρας, της κοβόταν αυτόματα η αναπνοή. Στα πενήντα πέντε της, δηλαδή τώρα, χρησιμοποιούσε ήδη μπαστούνι. Με βαριά ασημένια λαβή που τη διακοσμούσε ένα γυρισμένο, σαν κάτι ν’ αποστρεφόταν, μουσούδι δράκου από ελεφαντόδοντο, που είχε στο στόμα του καρφωμένο ένα μικρό αβγό.

Η μητέρα περίμενε ακόμη με το στόμα άπληστα ανοιχτό, λίγο σάλιο φάνηκε στην άκρη του, έσταξε στη χάρτινη πετσέτα που ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Η κόρη απόστρεψε επιτέλους το βλέμμα της απ’ το μικρό ημερολόγιο του τοίχου και μάζεψε μ’ ένα βρεγμένο χαρτί το χυμένο αβγό απ’ το λινό καρό τραπεζομάντιλο. Ύστερα βύθισε ξανά το κουτάλι στο αβγό κι έβγαλε ακόμη μια μπουκιά. Οι σκέψεις την ταλάνιζαν όλη την ώρα ασφυκτικά. Το βλέμμα της έπεσε στο μπαστούνι της, ύστερα στη βαριά ασημένια λαβή με το ελεφαντόδοντο. Ήταν στερεωμένο στην άκρη του τραπεζιού, δυο βήματα μακριά της. Και πώς της πέρασε μια ιδέα απ’ το νου, αν είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια, να το ‘πιανε λέει τώρα στα χέρια της και... Ω, τι σκέψη! Έκανε ν’ ανασηκωθεί κρατώντας την κουταλιά μετέωρη στον αέρα και κοιτάζοντας τη μητέρα βαθιά στα μάτια. Δεν είδε δάκρυα, δεν είδε τίποτ’ άλλο, δεν υπήρχε άλλη εικόνα, μόνο η ίριδα και το ασπράδι του ματιού γαλανό απ’ τα χρόνια με τις μικρές κόκκινες φλέβες να στέκει ακίνητο σαν παγωμένο κι όμως τόσο ζωντανό, γεμάτο ολόχαρη λαχτάρα για τη μικρή μπουκιά του καθημερινού αβγού. Η κόρη κατάπιε έναν κόμπο στον λαιμό της και σήκωσε με δύναμη το χέρι της που κρατούσε το κουτάλι.

Ύστερα, έβαλε μέσα στο ορθάνοιχτο σαν σπήλαιο στόμα μαλακά το αβγό.

Και πώς τους φάνηκε έτσι ξαφνικά και των δυο τους, καθώς κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια, ότι το δωμάτιο -εντελώς απότομα- σα να πλημμύρισε ένα άρωμα, λέει, από χιλιάδες γιασεμιά. Που τους τριγύριζε και τους στροβίλιζε σ’ έναν άχρονο χρόνο χωρίς εικόνες, χωρίς σκέψη, μόνο με μια λαχτάρα για μελάτο αβγό. Που επιτέλους το μοιράστηκαν! Με την ίδια λαιμαργία -μια μπουκιά εσύ μια εγώ- λες κι έκρυβε αυτή η μαλακιά κι αφράτη γεύση την ίδια τη ζωή. Κι ένιωσαν για πρώτη φορά τόσο, μα τόσο πολύ κι οι δυο τους αναπάντεχα ευτυχισμένες!

Tuesday, October 02, 2007

Διηγημα 1.

Ευχαριστώ όλους τους καλούς φίλους για τις ευχές τους σχετικά με την παρουσίαση στο Παρίσι. Δημοσιεύω εδώ το ΑΒΓΟ από τη συλλογή ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ που ενέπνευσε και το μετέφρασαν στα γαλλικά. Θα το διαβάσετε σε 2 συνέχειες.

Της είχαν πει πως έπρεπε να την ταΐζει ένα αβγό κάθε μέρα. Είχε έλλειψη, λέει, λευκώματος στα ογδόντα πέντε της και πρήζονταν τα δάχτυλά της, έτοιμα να σκάσουν έλεγες, να τρέξει το υγρό που ασφυκτιούσε μέσα τους, ολόλευκα και τσιτωμένα.

Της το έκανε μελάτο, ήταν πιο εύκολο να της το ταΐσει με το κουταλάκι, θαρρείς η μητέρα το περίμενε κάθε πρωί, τα μεγάλα, γαλακτερά απ’ το χρόνο, θαμπά σαν δακρυσμένα μάτια της, κοιτούσαν την κόρη γεμάτα λαχτάρα, όλος ο κόσμος της φώλιαζε σ’ αυτή τη μικρή μπουκιά του αβγού.

Δεν μπορούσε πια να περπατήσει, να φροντίσει εκείνη την υπέροχη αψεγάδιαστη ομορφιά της, αυτή που τον παλιό καιρό όλοι ποθούσαν ν’ αγγίξουν το απαλό λευκορόδινο κορμί της, τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της, τ’ αλαβάστρινα περιποιημένα χέρια με το αστραφτερό μπλε ζαφείρι να κοσμεί τον παράμεσο του αριστερού της χεριού ακόμη και στο πλύσιμο των πιάτων. Δεν της το είχε βγάλει παρόλο που άλλοτε έχασκε κι άλλοτε την έσφιγγε όταν πρήζονταν τα δάχτυλα. Ήταν πάντα εκεί, το δικό της σημάδι.

Η κόρη πήρε με το κουταλάκι λίγο απ’ το νερουλό αβγό και το ‘βαλε στο ορθάνοιχτο σαν σπήλαιο στόμα της μητέρας, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να την κοιτάζει με το βλέμμα της γεμάτο ολόχαρη προσμονή. Το κατάπιε μ’ ένα δυνατό θόρυβο λες και κατρακυλούσαν χίλιες πέτρες σ’ απόκρημνη πλαγιά κι αμέσως μετά άνοιξε πάλι το σπήλαιο-στόμα για την επόμενη κουταλιά. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν κάθε πρωί εδώ και μερικούς μήνες, η μία απέναντι στην άλλη μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας στρωμένο με το λινό καρό τραπεζομάντιλο, κινήσεις μηχανικές, χωρίς σκέψη, ίσως λίγο κουρασμένες, καμιά τους δεν ήταν νέα πια. Και τίποτα, μα εντελώς τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να ταράξει αυτή την καθημερινή τους συναλλαγή, εκτός… Εκτός απ’ τη σημερινή μέρα. Σάββατο έξι Ιουνίου! Πού της ήρθε τώρα ν’ αρχίσει να ξεθάβει.

Σαν σήμερα η κόρη είχε γεννηθεί, γύρω στις δέκα το πρωί, της είχε πει η μητέρα, αλλά δεν θυμάται να είχε πέσει τα τελευταία χρόνια αυτή η ημερομηνία πάλι Σάββατο. Άλλωστε δεν γιόρταζε ποτέ. Η μητέρα δεν έκανε γιορτή τέτοια μέρα. Ήταν μια μέρα σχεδόν ανεπιθύμητη, θα μπορούσε να πει κανείς. Ούτε η ίδια καλά-καλά δεν τη θυμόταν, μόνον όταν έπεφτε τυχαία το μάτι της σ’ εκείνο το μικρό ημερολόγιο του τοίχου που το ανανέωνε κάθε χρόνο, έτσι από συνήθεια.

Και τότε έγινε κάτι ξαφνικά. Καθώς κοίταζε την ημερομηνία στο λευκό μικρό χαρτάκι. Για πρώτη φορά μέσα σ’ αυτούς τους μήνες το κουταλάκι με τη μπουκιά του αβγού γλίστρησε απ’ τα δάχτυλα της κόρης και ω! το κίτρινο υγρό λέρωσε το καθαρό τραπεζομάντιλο, καθώς οι σκέψεις πλημμύριζαν απρόσμενα το μυαλό της γυρίζοντάς την πίσω, στην άλλη άκρη του χρόνου, σ’ εκείνο το άλλο σπίτι με τα ψηλά στρογγυλά παράθυρα και τις λευκές γύψινες γιρλάντες στα ταβάνια. Και είδε! Το δικό της σημάδι.

Η μητέρα βυθίζει το κουτάλι στο μελάτο αβγό και το τείνει προς το στόμα της μικρούλας της κόρης. Είναι ένα μαγευτικό ανοιξιάτικο απόγευμα, μια ανάλαφρη αύρα γεμάτη αρώματα από γιασεμιά εισβάλλει ορμητικά απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Το κουτάλι αγγίζει τα χείλια της μικρής. Αλλά το στόμα μένει ερμητικά κλειστό. Η ευωδιά των γιασεμιών λιγώνει καθώς απλώνεται σ’ όλο το δωμάτιο. Η μητέρα πιέζει με το κουτάλι ν’ ανοίξει το πεισματάρικο στόμα. Όλο και πιο δυνατά, με πιο μεγάλη πίεση. Τα γιασεμιά ξαφνικά μοιάζει να χάνουν τη μαγική τους δύναμη κι η ευωδιά τους αρχίζει, άκου να δεις, να πονάει, σαν ένα μαχαίρι βυθίζεται στην καρδιά. Το κουτάλι θυμίζει τώρα έμβολο, που προσπαθεί ν’ ανοίξει την αναθεματισμένη θύρα που αντιστέκεται. Μα τι γίνεται; Δεν είναι δυνατόν πάλι να αποστρέφει το μουσούδι της η μικρή με τόση αηδία. Ο παιδίατρος είχε πει ένα αβγό κάθε δύο μέρες. Γιατί τόσο συχνά; Δεν ήξερε πώς θ’ άντεχε τέτοιο μαρτύριο. Και τα γιασεμιά να ποτίζουν τον χώρο με όλο και μεγαλύτερη ένταση μ’ αυτό το άρωμα-δηλητήριο. Της ερχόταν να το φάει η ίδια το αβγό με μια χαψιά να ξεμπερδεύει. Μύριζε τόση φρεσκάδα! Ο αβγουλάς της τα φυλούσε ολόφρεσκα στην έβγα, το πρωί την κοιτούσε σαν μαγεμένος, είχε δει ολοκάθαρα τη γλώσσα του να σαλιώνει τα χείλη του, ω! η γλώσσα του…

Είχε φορέσει πρωί-πρωί το ολόλευκο φουστάνι της με το μπλε σιρίτι –τόσο της μόδας τα ναυτικά- και τα μπλε παπούτσια, ψηλοτάκουνες γόβες, αν ήταν κάποιος άλλος θα το δεχόταν, αλλά ένας αβγουλάς!

Ξαναβούτηξε το κουτάλι στο αβγό, η πρώτη κουταλιά είχε χυθεί ολόκληρη στη σαλιάρα της μικρούλας κι εκείνη απόστρεφε το μουσούδι άλλη μια φορά. Δεν θα το άντεχε άλλο αυτό, στο μυαλό της μπερδευόταν το λάγνο βλέμμα του αβγουλά μαζί με το δηλητήριο των γιασεμιών κι έκανε το αβγό στο κουτάλι να ριγεί και το κορμί της έτοιμο να εκραγεί. Να γλιτώσει ήθελε, αυτό μονάχα.

Πασάλειψε τα χείλη του μωρού της με το αβγό κι ύστερα με πιο μεγάλη ένταση τη μικρή ανασηκωμένη μύτη του, κι ύστερα το στρογγυλό σαγόνι, και τα ροδαλά μάγουλα και το ψηλό, καμπυλωτό μέτωπο, αυτή τη φορά δεν θα ανεχόταν άλλα νάζια, άλλα κλάματα γοερά, άλλα πείσματα, άλλα τσίσα, σιχαινόταν! Τη ζωή της που πέρναγε. Που καθρεφτιζόταν στα λιμασμένα μάτια του αβγουλά, φα’ το! Για μια ακόμη φορά προσπαθεί να παραχώσει έστω λίγο, ελάχιστο απ’ το μεγάλο τρεμουλιαστό αβγό στο πεισματάρικο στόμα κι ένας ίλιγγος την ανακατεύει πάλι, όπως χθες, όπως προχθές, από τότε που κοιμάται σε χωριστά κρεβάτια με τον άντρα της, δεν την αγγίζει πια κανείς, τι να τον κάνει, μεθυσμένος κάθε νύχτα βρωμάει και ξερνάει όπου βρεθεί. Φα’ το! Το χέρι της αφήνει το κουτάλι να πέσει στο δάπεδο, το κίτρινο τρεμουλιαστό και πηχτό υγρό πιτσιλάει τη λευκή φούστα της, τα μεταξωτά μαξιλάρια του καναπέ, τις βελούδινες κουρτίνες. Το άλλο χέρι τινάζεται κρατώντας το παιδί, δεν θα το ανεχτεί άλλο, όχι άλλο, όχι σήμερα που φορά το ολόλευκο καινούριο της φουστάνι με το μπλε σιρίτι, όχι σήμερα που έχουν τρελαθεί τα γιασεμιά με τ’ αρώματά τους....

(Αύριο η συνέχεια και το τέλος).