Thursday, September 27, 2007
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
H εκδήλωση δανείζεται τον τίτλο της συλλογής μου "Les Meres Obscures" (Σκοτεινές Μητέρες) και είναι αφιερωμένη σε γραφές που αφορούν τις σχέσεις μητέρας και κόρης.
Θα πραγματοποιηθεί στο Βιβλιοπωλείο "La Loucarne des Ecrivains", 115, rue de l' Ourcq, Paris
Επιτέλους! Μια φωτεινή ημέρα για τις Σκοτεινές Μητέρες!.
Friday, September 21, 2007
Κρυφά...
Παίρνω την τσάντα μου και κάτι άλλα διακριτικά σε μια σακούλα μπλε
κι αναχωρώ.
Πηγαίνω κάπου μυστικά
-κανείς δεν το ξέρει-
κι εκεί αρχίζω χαλαρά -αλλά ενίοτε και με μανία-
να κάνω κάτι που δεν το λέω σε κανέναν.
Ύστερα κοιτάζω μπροστά μου το γαλάζιο και πίσω μου το πράσινο, ανασαίνω βαθιά και κλείνω τα μάτια.
Μπαίνω στο σκοτεινό σημείο από τη δύσβατη δίοδο που κανείς δεν τη λέει σε κανέναν.
Κάθομαι ανάλαφρα, έτοιμη να πεταχτώ στο πρώτο φόβισμα.
Και περιμένω.
Αλλά δεν λέω σε κανέναν τι.
Άλλοτε έρχεται, άλλοτε όχι.
Όταν έρχεται είναι κόκκινο. Έντονο κόκκινο της φωτιάς. Αστραφτερό! Κι έχει ένταση σα να 'ναι πυρετός.
Μετά φεύγει αφήνοντας πίσω μια αχλύ πορτοκαλί φωτός που ξεμακραίνοντας αλλάζει σε μωβ, ροζ, θαμπό κίυτρινο, σπασμένο λευκό, διάφανο τίποτα.
Μαζεύω χωρίς να βιάζομαι ό,τι είχα φέρει και γυρίζω πίσω.
Το πίσω είναι πάντα εκεί και περιμένει.
Δεν λέω σε κανέναν τίποτα. Κανείς ποτέ δεν πρέπει να μάθει.
Γιατί είναι μυστικό.
Γιατί αν δεν είναι μυστικό,
κι αν δεν είναι κρυφό
τότε δεν θα 'ναι.
Thursday, September 13, 2007
Συνέντευξη για το μπλογκ
Αναδημοσιεύω το κείμενο που είχε την καλοσύνη η φίλη Ελένη Γκίκα να δημοσιεύσει στην εφημερίδα και την ευχαριστώ πολύ.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Μια φορά κι έναν καιρό (μόλις ένα χρόνο πριν δηλαδή) η συγγραφέας πάτησε ctrl+s κι έσωσε κάποιες μικρές διορθώσεις στο τελικό του μυθιστορήματός της, «Ιερή Παγίδα». Ύστερα έστειλε το μέιλ πίσω στον διορθωτή. Ακόμη και η παραμικρή άνω τελεία ήταν στη θέση της πια. Το βιβλίο για τη συγγραφέα ήταν ήδη παρελθόν.
Έμεινε να κοιτάζει την οθόνη με το γνώριμο μπλε φόντο. Ακίνητη οθόνη. Ψυχρή. Σχεδόν απειλητική. Γύρω βούιζε μια ταραγμένη σιωπή. Να έβγαινε έξω στον κόσμο, σκέφτηκε η συγγραφέας. Να ξέπλενε τα συναισθήματα του πρόσφατου αποχωρισμού συντροφιά με άλλους ανθρώπους. Οι χάρτινοι ήρωες της είχαν κρατήσει συντροφιά έξι ολόκληρα χρόνια. Σαν φίλοι. Άλλοτε σαν εχθροί. Πολέμιοι ίσως ήταν η καλύτερη λέξη. Τώρα σφραγίστηκαν καλά με τις δαγκάνες του διορθωτή, απομυθοποιήθηκαν, φτερούγισαν. Πάνε. Έξω μια ζεστή, σχεδόν υγρή βραδιά, η μυρωδιά της θάλασσας ακουμπάει τα ρουθούνια. Ο ήχος της κάνει πιο έντονη τη σιωπή. Η μοναξιά του συγγραφέα μετά την παράδοση του χειρόγραφου είναι εξουθενωτική. Γράφει τη λέξη «λογοτεχνία» και πατά αναζήτηση. Βάζει ένα ποτό και περιμένει. Η οθόνη την έχει παγιδέψει. Κατεβαίνουν πολλά από το google. Το ασύρματο ποντίκι επιλέγει. Blogspot.com
Η συγγραφέας αντιμέτωπη με τον πρώτο blogger. Υπάρχει κάποιος εκεί που μπορεί να «μιλήσει» μαζί του για λογοτεχνία. Από το βάθος της οθόνης αναδύεται ένας καινούριος κόσμος. Φωτάκια ανάβουν. Φρέσκο υγρό χύνεται στο ποτήρι. Ένα χαμόγελο. Ύστερα ένα γέλιο. Στην αρχή η συγγραφέας είναι επιφυλακτική. Προχωρά αργά. Δεν ξέρει το έδαφος. Οι άλλοι την καθοδηγούν. Μέσα πάντα από τη γνώριμη μπλε οθόνη που αλλάζει χρώματα. Ψηλαφά τα posts. Αγγίζει τα comments. Εκσφενδονίζει λέξεις, φράσεις. Εισπράττει επαφή. Γελάει. Χαίρεται σαν παιδί.
Το πρωί το γυροφέρνει ξανά. Τόσο εύκολο να εισχωρήσεις. Blogspot.com. Κι αρχίζει αυτό που λέμε απλά: επικοινωνία.
Η συγγραφέας προσδοκά να γράψει συντροφιά με τους αναγνώστες της. Εκείνη, για πρώτη φορά. Άγνωστοι φίλοι μπαίνουν και βγαίνουν. Ψευδώνυμοι. Ανώνυμοι. Επώνυμοι. Τα βράδια γεμίζουν comments. Τα πρωινά σχεδιάζονται καινούρια spots με κείμενα από νέες επιθυμίες συγγραφικών προτάσεων. Γράφει παρέα με τον κόσμο. Η μοναξιά του συγγραφέα μοιάζει να έχει απορροφηθεί από τη μπλε οθόνη. Διορθώνει το νέο κείμενο. Δέχεται ιδέες. Σχολιάζει τα σχόλια. Καλοπροαίρετοι φίλοι. Πικρόχολοι σχολιαστές άλλοι. Μια ολόκληρη κοινωνία αντίγραφο της πραγματικής. Με πλεονέκτημα ή μειονέκτημα την απόλυτη ελευθερία.
Ένα χρόνο μετά έχει γίνει πια συνήθεια. Οι φίλοι πληθαίνουν. Το ίδιο και οι άλλοι. Μα δεν είπε κανείς ότι εκεί μέσα υπάρχουν… άγγελοι. Υπάρχουν απλώς άνθρωποι. Καλύτερο από το να μην είναι κανείς. Λέω να συνεχίσω. Σχολιάστε».
(Δημοσιεύτηκε στο Κυριακάτικο ΕΘΝΟΣ τον Ιούλιο 2007)
Monday, September 10, 2007
Για την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ
Και επίσης ευχαριστίες στη Λένα Μαντά για την γνώμη της εδώ στην οποία και εύχομαι πάντα επιτυχίες.
Ευχαριστώ τον αγαπητό Νουβάντα που ασχολήθηκε με την "Ιερή Παγίδα" στο μπλογκ του εδώ.
Και να δηλώσω τη χαρά μου που "συνυπήρξα" (δαιμονοδιαστροφικά) μ' έναν συγγραφέα της νεότερης γενιάς, τον Αύγουστο Κορτώ, του οποίου τον χειμαρρώδη λόγο, την ευρηματικότητα και το παλλόμενο πάθος εκτιμώ.
Tuesday, September 04, 2007
EΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΥΡΠΟΛΗΜΕΝΟΙ
Γύρισα απ’ την πυρπολημένη Εύβοια προχθές το βράδυ. Εκεί πέρασα τις τελευταίες δέκα ημέρες του φλεγόμενου Αύγουστου. Συγκλονισμένη. Ντροπιασμένη. Απογοητευμένη.
Συγκλονισμένη γιατί βίωσα τη φωτιά από κοντά, διαπιστώνοντας την ανεξέλεγκτη δύναμή της σαν στοιχείο της φύσης.
Ντροπιασμένη γιατί ήρθα αντιμέτωπη με τις ευθύνες μου σαν πολίτις αυτής της χώρας, που, ενώ είμαι ελεύθερη να δράσω, ωστόσο τα χέρια μου είναι δεμένα σφιχτά.
Απογοητευμένη από τους κατέχοντες την όποια εξουσία που σύλησαν τα πτώματα της Πελοποννήσου και της Εύβοιας δράττοντας την ευκαιρία για ψηφοθηρία και θεαματικότητα.
Δεν μπόρεσα να μπω μέσα στη φωτιά -ανθρώπινος ο φόβος- (γενναίοι στ’ αλήθεια πυροσβέστες!), πλησίασα μετά. Μετά τη φωτιά. Στα μέρη που εγκατέλειπε. Έβλεπα μια άλλη χώρα. Σκεπασμένη μ’ ένα μαύρο τούλι. Ένα τοπίο ύστερα από πόλεμο και ίσως ατομική βόμβα. Η μυρωδιά του καμένου εισχωρούσε βαθιά εντός. Καμιά φωτογραφία, κανένα κείμενο δεν μπορεί να μεταδώσει την αίσθηση αυτής της μυρωδιάς. Όταν έγραφα την «Ιερή Παγίδα» προσπαθούσα να περιγράψω τη μυρωδιά του πολέμου αλλά δεν είχα αυτό το βίωμα. Τώρα το έχω. Αυτός ο κατακαθισμένος καπνός από καμένα δέντρα, ανθρώπους και ζώα! Είναι η μυρωδιά του πολέμου. Θα την κουβαλάω πάντα μέσα μου. Η φωτιά έχει απολυμάνει το τοπίο καταστρέφοντάς το. Στους δρόμους την ημέρα μετά και για αρκετές μέρες δεν υπάρχουν άνθρωποι. Ο δρόμος καθαρός από ανθρώπινα σκουπίδια, έχουν καεί τα πάντα. Μισολιωμένα μαύρα κουτάκια κόκα κόλας και μπίρας ταιριάζουν χρωματικά με το τοπίο. Για χιλιόμετρα ησυχία. Όχι θρήνοι, ο κόσμος έχει φύγει τρομαγμένος για όπου. (Δεν μιλάω για τους νεκρούς. Δεν τολμώ ακόμη να θίξω αυτό το θέμα). Δεν υπάρχουν ζώα. Ξαφνικά στο πλάι του δρόμου ένας γάιδαρος χωρίς σαμάρι με μισοκαμένη γούνα. Βαδίζει σκυφτός. Τη γνωστή του ίσως διαδρομή. Ενσωματωμένος επίσης χρωματικά στο φόντο.
Δεν είναι η θλίψη. Δεν είναι η οργή. Δεν είναι η απελπισία που αυλακώνει το πρόσωπο. Είναι η morina των Ισπανών. Δεν έχουμε εμείς τέτοια λέξη. Ίσως δεν την ξέρω εγώ. Είναι η νοσταλγία γι’ αυτό που δεν έχει υπάρξει. Η νοσταλγία για το πώς θα έπρεπε να ήταν οι άνθρωποι, αν ήθελαν να είναι άνθρωποι σε μια πολιτισμένη χώρα. Γιατί ο πολιτισμός δεν είναι έμφυτος. Ο άνθρωπος είναι άγριο θηρίο που επιβιώνει με τον θάνατο του άλλου. Ο πολιτισμός κερδίζεται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, πράξη με την πράξη καθώς το είδος εξελίσσεται και κερδίζει σε ανθρωπιά, σε αλληλεγγύη, σε κοινωνική ευαισθησία, σε συντροφικότητα…
Σε ποια χώρα! Όχι εκεί που οι επιτήδειοι πατούν στα πτώματα των νεκρών εν όψει…
(«… πόσο ιερόσυλη μοιάζει η διεκδίκηση της ψήφου, ενώ υπάρχουν ακόμα άταφοι νεκροί». Αλέξης Ζήρας, Αυγή, 2.9.2007)