Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Saturday, September 30, 2006

Συγγραφή και φόνος-Σκέψη 2

Δεν ξέρω πώς έχει συμβεί αλλά έχει συμβεί. Είμαι αγκαλιά με το φόνο. Αυτών των παιδιών. Κάτι με σέρνει. Μπορεί να είναι για καλό ή μπορεί να είναι για κακό. Αυτό δεν θέλω να το σκέφτομαι. Σκέφτομαι όμως πάρα πολύ τον φόνο. Υπάρχουν κάποια βιβλία που πρέπει να ξαναδιαβάσω. Βουτιές που πρέπει να κάνω μέσα μου. Όταν σκοτώνεις κάποιον άγνωστο δεν σκοτώνεις στην πραγματικότητα αυτόν. Σκοτώνεις αυτό που συμβολίζει. Ή σκοτώνεις κάποιον άλλον που του δίνεις στο μυαλό σου τη θέση κάποιου άλλου. Μήπως το παρακάνω; Δεν ξέρω. Εχτές σε ώρα άσχετη που οι άλλοι μιλούσαν για τις δημοτικές εκλογές εγώ σκεφτόμουν αυτά.
Το βιβλίο ξεκινάει κινηματογραφικά.
Σκηνή 1: Πώς τα 3 αδέλφια οργανώνουν το έγκλημα.
Σκηνή 2: Πάμε στο ημερολόγιο του Βασίλη. Σκηνή 3: Επιστρέφουμε πάλι στην οργάνωση εκεί όπου την αφήσαμε. Προχωρώ λίγο λίγο. Να το νιώθω κι εγώ πώς γίνεται.
Κάποια στιγμή ένας ενδεικτικός διάλογος ίσως με δημοσιογράφο ή αστυνομικό ίσως με κάποιον άλλον.
-Την σκότωσες, είπες.
-Ναι.
-Γιατί;
-Έτσι. Ήθελα να το κάνω.
-Ήθελες να σκοτώσεις;
-Για μια στιγμή.

Η Χρυσαυγή δεν είχε λεφτά, οπότε η αστυνομία δεν κατάλαβε το κίνητρο. Πώς ήξερε η αστυνομία ότι δεν είχε λεφτά; Τους το είπε ο αδελφός της που τη βρήκε νεκρή.

Άλλη στιγμή ό ένας ανήλικος αδελφός λέει στον άλλον την ώρα που είναι στο σούπερ μάρκετ.
-Κοίτα τη χώρα του πλούτου. (Εννοεί την Ελλάδα βέβαια!) Έχει απ' όλα να φας. Σε λίγο θα 'χουμε κι εμείς.

Μπορεί ένα έργο χωρίς έρωτα να έχει ενδιαφέρον; Πέρα από τον έρωτα και το πάθος μέσα στον άνθρωπο ελλοχεύει το μίσος. Αυτό είναι απίστευτα δυνατή κινητήρια δύναμη. Οδηγεί. Και τελικά είναι σαν τον έρωτα. Πώς δημιοργείται το μίσος; Πώς μπορείς να ξεφύγεις απ' το μίσος;

Στόχος: Να ξαναδόσω σ' αυτά τα παιδιά την αξιοπρέπειά τους. Πίσω από τα τέρατα υπάρχουν άνθρωποι.

Θα πει κάποιος σε άλλο σημείο: Αν μπορεί αυτό να συμβεί σε μια θεοσεβούμενη γριά που προσέφερε ελεημοσύνη ποιός μπορεί τότε να είναι ασφαλής; (Θυμήσου τη Βιριδιάνα- Μπουνιουέλ).
Ποιός μπορεί να είναι ασφαλής;
Σκότωσαν τη γυναίκα που τους έδινε να φάνε. Γιατί;

"Όστις χύσει αίμα ανθρώπου υπό ανθρώπου θέλει χυθεί το αίμα αυτού;"
(Γεννεσις 9, στροφή 12.)

Θα συνεχίσω με τη μεριά του Βασίλη.


Monday, September 25, 2006

Το στορυ

(Η προετοιμασία)

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου.

Η πόλη είναι παραθαλάσσια. Ο αέρας έρχεται σχεδόν πάντα απ’ τη θάλασσα και μεταφέρει σταγονίδια που κολλάνε στα αντικείμενα, στα ρούχα, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων, εισχωρούν στα πνευμόνια, τα νιώθεις στα κόκαλα και πάνω στις αρθρώσεις, σε κάνουν να πονάς. Η Χρυσαυγή Αποσκίτη, ογδόντα δυο ετών τότε, τύλιγε τα πόδια της τα βράδια με μάλλινη κουβέρτα και έπινε ρόφημα από ένα μείγμα χαμομήλι, τίλιο και βαλεριάνα πιστεύοντας ότι διώχνει την υγρασία από μέσα της. Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή δεκαεννιά Δεκεμβρίου, φυσούσε απ’ το πρωί. Η Χρυσαυγή έβαλε ζαρωμένα φύλλα από παλιές εφημερίδες στις χαραμάδες του παραθύρου που έβλεπε προς τη θάλασσα για να σφηνώσει και να κρατά μέσα τη ζεστασιά από τη σόμπα υγραερίου που έκαιγε όλη νύχτα κι όλη μέρα. Έπρεπε να την κλείσει γιατί το γκάζι θα τελείωνε όπου να ‘ταν και ο αδελφός της δεν έδειχνε σημεία ζωής για να του ζητήσει να την αντικαταστήσει.

Η Χρυσαυγή σκέφτηκε να μετρήσει τα χρήματά της αν έφταναν για να παραγγείλει στον Παναγιώτη που έφερνε γκάζι με το μηχανάκι του στα γύρω απομακρυσμένα σπίτια, με λίγα ευρό παραπάνω. Η Χρυσαυγή έσκυψε με κόπο και έβγαλε από τον κρυψώνα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου το παλιό κουτί από παπούτσια φίρμας Σεβαστάκη και το άνοιξε. Δεν έβλεπε καλά και έφερε τα χρήματα κοντά στη μύτη της για να διακρίνει τι ήταν. Ξεχώρισε μερικά και τα έβαλε στη δεξιά άκρη του κουτιού. Χαμογέλασε. «Για τα σκατόπαιδα», ψιθύρισε, «για κανά τσουρέκι μέρες που ‘ρχονται». Ύστερα ξανάβαλε τα υπόλοιπα χρήματα και το κουτί στη θέση του. Καλύτερα να άφηνε τον αδελφό της να κάνει αυτή τη δουλειά με το γκάζι. Είχε μέρες να φανεί, όπου να ‘ταν θα ‘ρχόταν, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Ύστερα βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα της. Το κρύο την έκανε να τρέμει. Τυλίχτηκε καλύτερα στο ξεθωριασμένο άλλοτε κόκκινο μάλλινο σάλι της και έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι να βράσει νερό. Δίπλα στο τραπέζι ήταν η μαγκούρα της. Την πασπάτεψε. Παλιά τη βοηθούσε όταν έβγαινε για ψώνια. Τώρα δεν ξεμυτούσε πια, οι έξοδοι είχαν καταργηθεί, «σε λίγο και οι ανάγκες μου», έλεγε όταν τη ρωτούσε κανείς τι κάνει, χωρίς παράπονο είναι η αλήθεια, το Μαράκι από το καπή -το τελευταίο πρόσωπο που την είχε δει ζωντανή- την είχε μαλώσει χτες που είχε έρθει να την πλύνει και να της συγυρίσει το σπίτι γι’ αυτές τις ανοησίες, όπως της είπε, «εσύ θα ζήσεις μέχρι τα 100 και βάλε», την ενθάρρυνε, «τέτοιο γερό κόκαλο!»

Η Χρυσαυγή πήρε το ζεστό της και τη μαγκούρα της και γύρισε στο μικρό χωλ που είχε την τηλεόραση. Ακούμπησε το ραγισμένο φλυτζάνι σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της και στερέωσε τη μαγκούρα στο χείλος του τραπεζιού. Είχε νιώσει μια ζαλάδα και σκέφτηκε να την έχει καλού κακού κοντά της, αν χρειαζόταν να ξανασηκωθεί αργότερα ν’ αλλάξει πάνα. Ένιωθε την κοιλιά της κιόλας να γουργουρίζει. Με το κοντρόλ άνοιξε την τηλεόραση και βρήκε το κανάλι που είχε τις συνταγές μαγειρικής. Το κατάλαβε από τον ήχο. Της άρεσε να χαζεύει αυτόν τον παχουλό άντρα να μιλά μελιστάλαχτα για τα κολοκυθάκια και τις πατατούλες. Ένιωθε μέσα της μια θαλπωρή. Η Χρυσαυγή άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές το καυτό αφέψημα. Καιγόταν η γλώσσα και ο βλεννογόνος της και της έβγαινε ένας ήχος σαν πφ πφ πφ απ’ το στόμα αλλά πάντα το έπινε καυτό γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της έδιωχνε την υγρασία απ’ τις αρθρώσεις που την πονούσαν, κι ας την έλεγε «γερό κόκαλο» το Μαράκι, καλή του ώρα. Ο παχουλός τηλεπαρουσιαστής ανακάτευε τώρα με τα χέρια του κάτι κοκκινωπό, μπορεί και να ήταν κιμάς, δεν έβλεπε καλά, η φωνή του είχε τη δική της αξία. Της θύμιζε… Κάτι της θύμιζε από παλιά, κάτι θολό και άπιαστο, που δεν έκανε την εμφάνισή του, δεν πείραζε όμως, ας ήταν καλά ο άνθρωπος. Τελείωσε το ζεστό της κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Τότε κοιμήθηκε ήσυχη με τη φωνή που μιλούσε τόσο, μα τόσο γλυκά στ’ αυτιά της, για αυγολέμονα και μπεσαμέλες. Και ούτε που της πέρασε η ιδέα, δεν έβλεπε άλλωστε και καλά εδώ και λίγα χρόνια, ότι εκεί, έξω από το παράθυρο αντίκρυ στη θάλασσα, δυο μάτια παρακολουθούσαν τις κινήσεις της μετρώντας με τον λεπτοδείκτη του ρολογιού τον χρόνο μέχρι να την πάρει ο ύπνος.

(Αργότερα θα προσθέσω και άλλα στοιχεία για την προσωπικότητα της Χρυσαυγής. Σ’ αυτή τη φάση χρειάζονται μόνο τα πολύ απαραίτητα για να διαμορφωθεί το μπακράουντ του στόρυ).

Wednesday, September 20, 2006

Η σκέψη του δεύτερου αφηγητή

Σκέφτομαι μήπως θα ευνοήσει την ιστορία να υπάρχει και δεύτερος αφηγητής. Δυο αφηγητές-δυο οπτικές γωνίες. Μπορεί να λειτουργήσει για να υπάρχει ο αντίποδας. Φυσικά και μόνο με τον μικρό σαν αφηγητή μπορεί να εισπραχτεί η άποψη του συνόλου για την περίπτωση καταγράφοντας ο ίδιος τις αντιδράσεις των άλλων με τον ιδιαίτερο τρόπο του. Αλλά ο δεύτερος αφηγητής μπορεί να παίξει και άλλο ρόλο. Ποιο ρόλο; Θα κάνει πιο έντονη την αντιπαράθεση του «κακού» και του «καλού». Τα εισαγωγικά έχουν μπει για ευνόητους λόγους. Λοιπόν ο μικρός είναι ο «κακός» φυσικά και η άλλη ο «καλός». Ο δεύτερος αφηγητής μάλλον θα είναι η κοινωνική λειτουργός. Θα το δοκιμάσω. Άλλωστε βρίσκομαι σε περίοδο προετοιμασίας. Όλα παίζονται εδώ. Και να μη βιάζομαι. Σκάβοντας μέσα της βρίσκουμε παρόμοιες εμπειρίες με κείνες του μικρού Βασίλη. Ίσως η διαφορά τους είναι ότι στη δική της περίπτωση η κοινωνία τις έχει αποδεχτεί. Ή η ίδια ήξερε πώς να τις διαχειριστεί. Σίγουρα το ότι είναι κοινωνική λειτουργός δεν είναι τυχαίο. Κι αν έχει κι εκείνη την εμπειρία του φόνου; Θα ταυτίζεται μαζί του. Κρυφά. Μπορεί στο τέλος να τον πάρει σπίτι της. Να αγαπηθούν και να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον. Να πουν τις αλήθειες τους. Η αγάπη σώζει; Έστω η κατανόηση. Χάπυ εντ; Δεν θα το έλεγα έτσι. Ωρίμαση ίσως. Η κοινωνική λειτουργός μπορεί να μιλάει σε κάποιον για τον μικρό. Παράλληλα με το γράψιμο του ίδιου στο ημερολόγιό του. Ακόμη δεν ξέρω σε ποιόν. Αλλά θα μιλάει με όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για κείνον. Τη στιγμή που στο δικό του ημερολόγιο διαβάζουμε την αντιπάθεια του μικρού για κείνην. Θα βλέπουμε τις αντίθετες αντιδράσεις τους. Ουσιαστικά στην ιστορία θα συμμετέχει αυτός, αυτή και το «κακό» που έχουν κάνει και οι δυο. Και η προσέγγισή τους θα πραγματοποιηθεί μέσα από εμπόδια. Κυρίως την αντίσταση του μικρού. Σκέφτομαι αυτή να του ετοιμάσει μια γιορτή για τα γεννέθλιά του. Αυτό θα λειτουργήσει σαν εκρηκτικός μηχανισμός στον Βασίλη. Δεν μ’ αρέσει το όνομα Μερόπη. Ίσως την πω Χαρίκλεια. Βλέπουμε πώς θα πάει.

Monday, September 18, 2006

Τι κάνει ο συγγραφέας;

Το να γράφει κανείς σε μπλογκ ένα μυθιστόρημα από την αρχή είναι σα να το καταδικάζει να μη διαβαστεί ποτέ όταν γίνει βιβλίο. Όσοι παρακολουθούν το γράψιμό του είναι πολύ πιθανό να βαρεθούν τα συνεχή μπρος πίσω του συγγραφέα, τις συνεχόμενες αμφιβολίες του να γράψει εκείνο ή το άλλο. Την προσπάθειά του να εντάξει υλικό διαφορετικό, πολλές φορές τελείως ανόμοιο εκ πρώτης όψεως και γενικά πρωτογενές υλικό που καθόλου στο τέλος δεν θα θυμίζει τον "εαυτό" του. Ακόμη μπορεί να κουράσει η πρώτη γραφή που προχωρά αργά, ιδιαίτερα σε κάποιους συγγραφείς που δεν είναι "ποταμοί". Κι ύστερα πάλι αυτό που διαβάζουν μπορεί να μην έχει και καμία φανερή σχέση με ό,τι προκύψει στο τέλος. Οι ήρωες ενδέχεται να αλλάξουν. Η πλοκή να εξελιχτεί διαφορετικά. Μια έμπνευση στιγμής ή μια άλλη ιδέα μπορεί να εισχωρήσει σαν σφήνα και να ανατρέψει το οικοδόμημα. Η γλώσσα επίσης είναι πιθανό να αλλάξει. Γενικά όλα είναι υπό αμφισβήτηση. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον για τον συγγραφέα, ο οποίος μοιάζει να έχει στα χέρια του ένα κομμάτι πλαστελίνη που το μαλάζει συνέχεια και του δίνει άλλο σχήμα κάθε φορά. Ακόμη και λίγο πριν το τέλος. Ωστόσο αυτό που έχει ενδιαφέρον για τον συγγραφέα μπορεί να έχει ενδιαφέρον και για τον δυνητικό αναγνώστη που παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία ωρίμασης και διαμόρφωσης μιας ιδέας;
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί με κέντρισε ένα μέιλ που πήρα από κάποιο φίλο που παρακολουθεί αυτό το πείραμα συγγραφής μυθιστορήματος σε μπλογκ. Με ρώτησε ευθέως τι έχω κατά νου να κάνω. Και τι κάνω.
Προσπάθησα κι εγώ να βρω μια απάντηση. Πώς να εξηγήσω κάτι που βρίσκεται σε διαδικασία με μια λέξη ή μια φράση ή ακόμη και με ένα ολόκληρο λογίδριο; Λοιπόν αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έχω "συλλάβει"! Και ότι τώρα ...κοιλοπονώ! Ας το φανταστούμε έτσι. Υπήρξε μια αρχική ιδέα που ξεπήδησε ξαφνικά όταν διάβασα εκείνη την είδηση στην εφημερίδα. Για κάποια μικρά παιδιά που κατηγορήθηκαν για τον φόνο μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Είναι καιρός τώρα που με απασχολούσε η πράξη του φόνου και το σκοτεινό σημείο μηδέν απ' όπου κάνει την εμφάνισή της. Επίσης με απασχολούσε η παιδική ηλικία και το γεγονός ότι πολλές φορές μου είχε γίνει αντιληπτή η σκληρότητά της σε σχέση πάντοτε με την "αθωότητα" που επιμένουμε να "φορτώνουμε" στα παιδιά. Όταν αυτά τα δυο έσμιξαν και έγιναν ένα: φόνος+παιδιά, έγινε και η σύλληψη της ιδέας. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρει να γράψω ένα ντοκουμέντο αυτής της πραγματικής ιστορίας. Αυτή η ιστορία είναι η αφορμή. Αυτό που με ερεθίζει είναι να μάθω κι εγώ η ίδια, αν είναι αυτό δυνατόν, τα όρια του ανθρώπου. Όχι οποιουδήποτε ανθρώπου. Αλλά εκείνου του μικρού ανθρώπου που ζει για κάποιον λόγο στο περιθώριο. Εκείνου που τον έχει απορρίψει ο "πολιτικά ορθός" κόσμος. Γιατί πιστεύω ότι αυτόν που τον έχει απορρίψει ο πολιτικά ορθός κόσμος έχει υποστεί απόρριψη και από όλους τους άλλους. Ακόμη και από εκείνους που επίσης τους έχει απορρίψει ο πολιτικά ορθός κόσμος. Είναι λοιπόν ένας μικρός άνθρωπος με άδεια χέρια. Με ζητούμενα. Με ματαιώσεις. Με τις ελάχιστες μικρές του αξίες, με ξέφτια από τις αξίες των άλλων. Με ένα μεγάλο κενό εκεί που κάποιοι άλλοι έχουν θέσει ένα στόχο ζωής. Είναι ο καινούριος μικρός άνθρωπος στις νέες αναπτυγμένες κοινωνίες. Με ενδιαφέρει αυτός ο μικρός ανθρωπάκος που είναι 9 ή 10 χρονών και βρίσκεται κι όλας αντιμέτωπος με έναν κόσμο που του φορτώνει εξ αρχής τα δικά του αμαρτήματα. Ποια είναι η γλώσσα του; Τι ονειρεύεται; Πώς αντιδρά στις πράξεις των άλλων; Πού κρύβεται το μίσος του και τι μορφές παίρνει; Πώς διαχειρίζεται την οργή του; Φυσικά θα μπορούσε από κάποιον επιστήμονα να γίνει θέμα ειδικού δοκιμίου. Ωστόσο η λογοτεχνία μπορεί να πάει ακόμη πιο μακριά και πιο βαθιά. Μπορεί να αναστήσει αυτόν τον μικρό άνθρωπο μέσα στις σελίδες της. Να τον κάνει πραγματικό, με σάρκα και αίμα. Να τον δικαιώσει ίσως. Όμως για να γίνει αυτό πρέπει να περάσει καιρός, να ωριμάσουν οι σκέψεις, να "τριφτεί" η σχέση συγγραφέα και μυθιστορηματικού ήρωα. Θα τολμούσα ακόμη να πω: να ταυτιστεί ο ενήλικος "άκαπνος" συγγραφέας με το παιδί-δολοφόνο του περιθωρίου. Και για να γίνει αυτό -αν γίνει τελικά- χρειάζεται ο συγγραφέας να τολμήσει κάτι οδυνηρό. Να ανασύρει από μέσα του παρόμοιες πιθανώς μνήμες! Μνήμες απόρριψης. Μνήμες οργής. Μίσους. Φόνου. Αληθινού ή επιθυμητού. Δεν μιλάμε πλέον για περιγραφές στιγμών που βίωσε κάποτε ο συγγραφέας, ούτε ιδέες που του πέρασαν απ' το μυαλό, ούτε καν συναισθήματα που ένιωσε ζώντας κάποια γεγονότα. Χρειάζεται να ανασύρει μνήμες που δεν έζησε. Υλικό από το σκοτάδι του που πιθανώς κι ο ίδιος ήθελε να μην ξέρει. Μα αυτό είναι φοβερό, θα πει κανείς. Γιατί να το κάνει ο συγγραφέας; Γιατί το κάνουμε, αν το κάνουμε; Γιατί το κάνω; Γιατί; Γιατί έτσι! Δεν έχω απάντηση. Ας βρει ο καθένας αυτή που νομίζει ότι του ταιριάζει.
Όσο για τον μικρό Βασίλη της ιστορίας μου ακόμη δεν ξέρω πολλά. Τα ψάχνω. Μέχρι στιγμής ξέρω ότι είναι πολύ οργισμένος. Ότι ποτέ δεν πήρε από κανέναν ένα δώρο. Ότι είναι αντιμέτωπος με όλον τον κόσμο των μεγάλων. Ότι είναι καχύποπτος με τους ανθρώπους. Ότι σκότωσε μια γιαγιά. Ότι πέθανε η γάτα του. Ότι δεν μιλάει σαν ...απόφοιτος κολλεγίου. Κι ότι για όλα αυτά εγώ τον έχω αγαπήσει!

Friday, September 15, 2006

Γραφή πρώτη- Ημέρα τρίτη του ημερολογίου

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου

Γεια. Δεν έγραψα το σαββατοκύριακο για τις φασαρίες που γίνηκαν. Δε μπορούσα με τους παπάδες να πηγαίνουνε και να ‘ρχονται με τα θυμιατήρια και τις ψαλμωδίες τους. Κάνανε αγιασμούς και μαλακίες, δεν ξέρω τι τους πιάνει κάθε Σάββατο. Κι ύστερα δεν μπορούσα να βγάλω το τετράδιο απ’ τα βρακιά, ο ξανθομαλάκας ήταν όλη την ώρα μπάστακας ο μαλάκας, κι έπαιζε ξαπλωμένος το γκεμπόι του. Ούτε βρακί δεν άλλαξα κι άμα με μυρίσει η Χρυσάνθη που όλο πλένει και σιδερώνει θα γίνει της πουτάνας. Γι’ αυτό την αποφεύγω αν και πολύ θα μου άρεζε να χαμουρευτώ μαζί της. Έχει κάτι βυζιά μπόμπες! Με τσάκωσαν στα σκουπίδια γι’ αυτό γινήκανε οι φασαρίες. Λέει άμα το ξανακάνω θα με κλειδώνουνε τη νύχτα αλλά ο άλλος δεν φταίει που άμα θέλει να κατουρήσει δεν θα μπορεί. Εγώ θα κατούραγα το κρεβάτι να μάθουν. Έτσι δεν θα κλειδώνουν, αλλά δεν πρέπει να το ξανακάνω. Θα σκεφτούν λέει άλλη τιμωρία. Ας ρωτήσουν τον πατέρα μου τι τιμωρία να βάλουν. Χε χε χε. Αυτός ξέρει τις καλύτερες, θα τις καταγράψω άλλη φορά και θα τους τις πω με τη σειρά μπας και ξεστραβωθούνε οι μαλάκες.

Καταγράφω τώρα τι βρήκα στα σκουπίδια που μου άρεζε. Ένα σπασμένο καθρεφτάκι που σκέφτηκα να το δώσω σ’ αυτήν με τα βυζιά. Ένα στυλό που δε γράφει αλλά σκέφτηκα ότι μπορώ να βουτήξω ανταλακτικό απ’ το γραφείο της προϊσταμένης την ώρα που η χοντρή πάει έξω τον κουβά. Ξέρω πότε το κάνει, κρατάω τσίλιες, όπως τότε με τη γριά. Ο μεγάλος ήθελε να ξέρει τι κάνει τα βράδια η γριά κι εγώ που ήμουνα τσακάλι που ‘λεγε, κάθε βράδυ κρυφοκοιτούσα απ’ το παράθυρο και την έβλεπα. Έβραζε κάτι στο μπρίκι και το βαζε στο γλυτζάνι και ύστερα καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά στο χαζοκούτι και το πινε γουλιά γουλιά κι έκανε κάτι σα φτ φτ φτ με τη γλώσσα της σα να καιγόταν. Ύστερα την έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στο χαζοκούτι. Δεν έβλεπα ποια εκπομπή κοιτούσε γιατί ήμουνα ανάποδα. Εγώ έπρεπε να μετράω πόση ώρα κοιμόταν για να ξέρουμε πότε θα κάνουμε το ντου. Κοιμόταν δυο ώρες. Ξεπάγιαζα έξω απ’ το παράθυρο χειμωνιάτικα να κρατάω τσίλιες αλλά ο μεγάλος δε σήκωνε κουβέντα. Κάθε βράδυ κοιμόταν δυο ώρες σα να ‘χε ρολόι η μαλακισμένη. Μετά ξύπναγε και ξαναπήγαινε να βράσει κι άλλο με το μπρίκι. Αυτά τα έβλεπα εγώ. Ο μικρός μου αδερφός φοβότανε, ένας χέστης και τότε που κάναμε το ντου εκείνος δε μπήκε μέσα. Κράταγε τότε τις τσίλιες. Σιγά τη δουλειά. Γι’ αυτό και δεν του δώσαμε μερτικό. Και κλαψούριζε το μαλακισμένο. Του ‘χωσε δυο στ’ αρχίδια ο μεγάλος και μούγκωσε. Όχι τι. Τώρα λέει αυτός θα τη γλυτώσει. Πρέπει να τη γλυτώσει; Δεν ξέρω. Εγώ πάντως δενβ θα πω τίποτα στον κύριο Ανέστη από αυτά. Γιατί ρωτάει για το μπαστούνι αλλά μήπως δεν ξέρω ότι θέλει να μάθει τα άλλα; Αυτά που μας ξυλοφόρτωσαν για να μάθουν κι οι μπάτσοι. Αλλά εγώ μούγκα. Μου-γκα. Μούγκα μούγκα μούγκα. Χε χε χε. Μαλάκες μαλάκες μαλάκες.

Έγραφα για τη χοντρή. Θα μπουκάρω όταν βγάζει τον κωλοκουβά, τσακ παίρνω το ανταλλακτικό απ’ το ποτήρι, χοπ χοπ βγαίνω και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα έχω ένα στυλό να γράφω όχι μολύβι που όλο το ξύνεις και απάει η κωλομύτη. Η κυρία λέει μη ζουπάς τη μύτη στο χαρτί. Γι’ αυτό σπάει. Βρήκα και μια ξεποδαριασμένη μαλακισμένη μπάρμπι, αλλά δεν την πήρα, κορίτσι είμαι; Αν ήμουνα σπίτι θα την έπαιρνα για την Αννιέζα, είναι τριών και παίζει ακόμη με σαχλαμάρες, είναι και κορίτσι, δεν θα παίξει ποτέ με γκεμπόι γιατί μπόι είναι το αγόρι στα αγγλικά κι αυτή δεν θα γίνει ποτέ αγόρι, θα μείνει ένα μαλακισμένο κορίτσι. Και δεν έχει ούτε ψωλή. Κανένα κορίτσι δεν έχει, αυτές λέει κατουράνε απ’ αλλού. Απ’ τον κώλο; Δεν ξέρω. Στα σκουπίδια με βρήκε η κυρία Μερόπη. Δεν πρόλαβα να την κοπανήσω. Και δεν είχα και κάλτσες να βάλω στα χέρια μου, όπως τότε με τη γριά, μη μου βρούνε τα αποτυπώματα. Θα μας δώσουνε λέει κάλτσες άμα αρχίσει το κρύο. Τότε θα έχω. Αλλά δεν πιστεύω να φέρουν κωλόμπατσους για τα σκουπίδια. Για πέταμα τα ‘χουν. Με φοβέρισαν όμως, δηλαδή η χοντρή, γιατί η κυρία Μερόπη έκανε την καλή και μη το ξαναπείς της είπε αυτό στο Βασιλάκη, το παιδάκι είναι πληγωμένο, της είπε κρυφά αλλά το άκουσα και θα κακάριζα στα γέλια αλλά δεν ήθελα μπροστά της, κακαρίζω τώρα, χε χε χε χε χεεε. Μου πήρανε τα μαραφέτια που βούτηξα από τα σκουπίδια και η κυρία Μερόπη είπε αφού θέλω τόσο πολύ ένα στυλό θα μου χαρίσει ένα και να της υποσχεθώ ότι θα γράψω κάτι όμως. Κούνησα το κεφάλι μου κι αυτό μπορεί να είναι και ναι και όχι. Έτσι κάναμε εμείς πάντα. Το έκανε η μάνα μου και δεν ήξερες τι εννοούσε. Το κάνω κι εγώ. Τώρα σιγά μη μου δώσει στυλό. Λες να μου δώσει; Μπα. Δεν το πιστεύω. Α, μη ξεχάσω να γράψω ότι στα σκουπίδια δε βρήκα γόπες. Δε βρήκα ούτε μια κωλομαλακισμένη γόπα. Τι τις κάνουν; Πρέπει να φυλάξω τσίλιες να δω. Η χοντρή φουμάρει κρυφά. Α, να το γράψω κι αυτό, πήρε λέει τηλέφωνο η μάνα μου και θέλει να με δει. Μακάρι να την αφήσουν. Λες να την αφήσουν; Λες να πήγε και στον μεγάλο; Αλλά πώς θα ‘ρθει δώ πάνω; Ρε μάνα έλα γαμώ την μπανακόλα μου. Γαμώ τη γριά. Αν είχε πιο πολλά από είκοσι ευρό μπορεί και να την κάναμε και να μη μας έκαναν τσακωτούς οι μπατσάδες. Αυτή φταίει. Η κωλογριά, που αν δεν τα είχε βάλει με τη γάτα μου, εγώ δεν θα- Ωχ ακούω βήματα, γεια γεια γεια. Ούτε έναν πολλαπλασιασμό δεν πρόλαβα γεια γεια γεια. Το κρύβω στα βρακιά. Λες αύριο αυτή η γαμιόλα να μου δώσει στυλό;

Wednesday, September 13, 2006

H διακριτική γοητεία ενός φόνου

(Αποσπάσματα από συνέντευξη στον Aνταίο Xρυσοστομίδη, για την εφημερίδα AYΓH το 1991)

"A.X.: Aκόμη ένα έγκλημα από αυτά τα άγρια που χαρακτηρίζονται ως “δι' ασήμαντον αφορμήν” αλλά ασήμαντα δεν είναι γιατί υποδηλώνουν μια καθημερινότητα, που, εν όψει ‘92, επιμένουμε να ξεχνάμε για να αυτοβαυκαλιζόμαστε. Kάποιο σχόλιο;

Λ.B.: Σαν άνθρωπος οπωσδήποτε έχω συγκλονισθεί από την υπόθεση... (αυτής της άγριας δολοφονίας). Ωστόσο για άλλη μια φορά εκείνο που με προβλημάτισε διαβάζοντας για την υπόθεση δεν είναι το ίδιο το γεγονός, που όσο ειδεχθές και αν είναι, θα το κρίνει η δικαιοσύνη, είναι άλλο: H διαπίστωση της αγάπης μας για τη βία. Για άλλη μια φορά φανέρωσε την τάση μας να πλουτίζουμε τις γνώσεις μας με θέματα που έχουν σχέση με τη βία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, που όλα τα έντυπα αφιερώνουν σελίδες και σελίδες στη βία, παρουσιάζοντας τα θέματα που κάθε φορά την περιέχουν, με μακροσκελή άρθρα και πηχιαίους τίτλους. Όποιο γεγονός βίας κι αν συμβεί, από τρομοκρατία μέχρι δολοφονία εξ αμελείας, βρίσκει χιλιάδες έτοιμους αναγνώστες, που θα ρουφήξουν μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια... Όλοι φυσικά μιλάμε πάντα εναντίον του φονιά και του βιαστή, αλλά με περισσή νοσηρότητα ο καθένας μας απολαμβάνει κρυφά το έγκλημα. Kαι ίσως μέσα μας να παίρνουμε εκείνη την ώρα τον ρόλο του φονιά, κάποιου άλλου εκλήματος, που θεωρούμε ότι θα έσωζε τη δική μας τιμή ή θα κατεύναζε την οργή μας για τις “αδικίες” που έχουμε κατά καιρούς υποστεί...
... Kαι εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι σίγουρο ότι δεν έχουμε οι πάντες μέσα μας κάποια απωθημένα που θα μπορούσαν με κάποιες προϋποθέσεις να μας μετατρέψουν σε δολοφόνους!.."

(Ψάχνοντας κάποια παλιά αρχεία για άλλο θέμα ανακάλυψα αυτή την προ 15ετίας συνέντευξη και τρόμαξα που το περιεχόμενό της ταιριάζει τόσο πολύ με όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα. Και ιδιαίτερα με την υπόθεση του μικρού Βασίλη. Ο άνθρωπος παραμένει πάντα κατά βάθος ο ίδιος. Εγώ παραμένω πάντα κατά βάθος η ίδια. Ένας εαυτός γεμάτος από... φόνους που δεν έγιναν! Ακόμη;! Τι λέω;)



Tuesday, September 12, 2006

Aπό blog σε blog

Σήμερα έκανα μια βόλτα από το blog της Σταυρούλας Σκαλίδη www.stavroulascalidi.blogspot.com και ανάμεσα σε άλλα ωραία κείμενα διάβασα και το παρακάτω που μου ξεσήκωσε σκέψεις. Έγραψα ένα comment και πάτησα το κουμπί για δημοσίευση. Πέντε φορές το έκανα αλλά και τις 5 μου άνοιγε ένα παράθυρο που μου ζητούσε συγνώμη γιατί δεν μπορούσε να εκτελέσει τις εντολές μου. Δεν ξέρω τι πρόβλημα υπάρχει. Ωστόσο δημοσιεύω εδώ το post της Σταυρούλας και το δικό μου comment.


(Το post της Σταυρούλας)

"Αναρωτιέμαι

Αναρωτιέμαι αν η γραφίδα αυτού που γράφει κινείται από το πλεόνασμα ή το έλλειμμα της ζωής του, από το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της ψυχής του. Αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς ως αναγνώστης να το διακρίνει. Αναρωτιέμαι αν ο αναγνώστης διαβάζει με το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της δικής του ζωής, της δικής του ψυχής. Αναρωτιέμαι αν ο συγγραφέας θα το μάθει ποτέ. Αναρωτιέμαι πόσο βαθύ μπορεί να είναι το χάσμα ανάμεσα σ' αυτό το έλλειμμα κι αυτό το πλεόνασμα. Αναρωτιέμαι αν ζούμε την ίδια μας τη ζωή με το έλλειμμα ή το πλεόνασμα του εαυτού μας. Αναρωτιέμαι αν οι άλλοι μπορούν να το καταλάβουν. Αναρωτιέμαι αν εκείνοι οι άλλοι μας κατανοούν μέσα από το δικό τους έλλειμα ή το δικό τους περίσσευμα. Αναρωτιέμαι τι φέρνει την ισορροπία. Αναρωτιέμαι αν είναι αναγκαία η ισορροπία. Αναρωτιέμαι τι το κάνουμε αυτό το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της ψυχής μας."

(Το comment)

Μ' άρεσε αυτό το κείμενο αλλά το είδα αργά. Τι είναι το πλεόνασμα; Ίσως μια μορφή ενέργειας που δεν εκτονώθηκε ποτέ γιατί υπήρχε ατολμία, δεν το επέτρεψαν οι συνθήκες, ή υποκύψαμε σε αναστολές. Μια ενέργεια που μαζεύτηκε έτοιμη πια να εκραγεί. Είναι όταν ξαφνικά κάποιος κλαίει και δεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Είναι το πλεόνασμα που δεν βρήκε διέξοδο. Οι γάλλοι το λένε sur plus και είναι πολύ χαρακτηριστικό. Πάνω από το πολύ. Το κουβαλούν οι πληθωρικοί άνθρωποι. Θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει απλώς: Πάθος;! Σίγουρα ορισμένοι γράφουν μ' αυτό. Κι ανοίγουν ορίζοντες. Γιατί τα όρια των σχέσεων, των πράξεων, του κόσμου τους στενεύουν.

Με τα χρόνια το sur plus στεγνώνει. Ευτυχώς! Γιατί οι δρόμοι που ανοίγει είναι απρόβλεπτοι, ριψοκίνδυνοι έως αυτοκτονικοί. Ωστόσο και "στεγνωμένο" τροφοδοτεί με την ανάμνησή του την πένα του συγγραφέα...

Sunday, September 10, 2006

Σκέψεις για την ανατροπή

Κάθε μυθιστόρημα χρειάζεται μιαν ανατροπή. Όπως και η πραγματική ζωή. Στην πραγματική ζωή βέβαια δεν συμβαίνει η ανατροπή γιατί χρειάζεται αλλά γιατί η πραγματικότητα αποτελεί από συνεχείς εκπλήξεις και ανατροπές. Ποτέ δεν συμβαίνει αυτό που περιμένεις να συμβεί και πάντα ο δρόμος που έχεις πάρει σε βγάζει αλλού, συναντάς άλλους ανθρώπους, οι επιλογές σου αποβαίνουν λανθασμένες κοκ. Το μυθιστόρημα ακολουθεί την πραγματική ζωή κατά το δυνατόν, κρατώντας ωστόσο μόνο την ουσία, χωρίς να χάνεται σε λεπτομέρειες. Και φυσικά η πραγματική ζωή δεν έχει...σκοπό! Τι ανακούφιση όταν σε κάποιο μυθιστόρημα, ταινία ή θεατρικό έργο ο ήρωας πετυχαίνει το σκοπό του στο τέλος. Η πραγματική ζωή δεν έχει τέλος. Κι όταν φτάσει το... τέλος πάλι δεν έχει το άτομο ολοκληρώσει το σκοπό του. Λοιπόν ακολουθώντας τη γραμμή της μυθιστορηματικής αλήθειας ο μικρός μου Βασίλης χρειάζεται στη ζωή του μιαν ανατροπή που θα φέρει τα πάνω κάτω και θα του αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα μέχρι πρότινος. Και πρέπει να είναι αυτό, που από παιδί θα τον κάνει να μεγαλώσει. Ενήλικος. Ωστόσο μιλάμε για ένα παιδί που έχει ζυμωθεί με όλα τα κουσούρια της κάτω πλευράς της ζωής. Κλέφτης. Δολοφόνος. Καχύποπτος. Άπιστος στις καλές προθέσεις των ανθρώπων. Ψεύτης. Αρπακτικό. Τι άλλο μπορεί να διδάξει η ζωή σ' ένα παιδί που τα έχει δει όλα; Όλα; Τα έχει δει στ' αλήθεια όλα; Υπάρχει κάτι που ακόμα δεν το έχει δει. Που μπορεί να είναι αληθινό ή μπορεί να είναι ψεύτικο αλλά οπωσδήποτε είναι ξένο στον δικό του κόσμο. Η αγάπη! Αληθινή ή ψευδής, όπως είπα παραπάνω. Η εκδήλωση της αγάπης λείπει από τη ζωή του. Αυτή είναι η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του Βασίλη. Πρέπει να τη βρει ξαφνικά μπροστά του. Και αυτή θα τον κάνει κάποια στιγμή να αναθεωρήσει την μέχρι στιγμής ζωή του. Όχι γλυκερή και μελοδραματική. Προσοχή. Είπα μπορεί να είναι και ψευδής, υποκριτική, όπως η αγάπη των μεγάλων, αλλά πάντως είναι μια άλλη πρακτική, ένας άλλος τρόπος προσέγγισης των ανθρώπων και των γεγονότων της ζωής. Η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του Βασίλη είναι η εκδήλωση από κάποιον, κάπου, κάποτε συμπεριφοράς αγάπης. Και είναι το απόλυτο αντίθετο από ό,τι έχει ζήσει μέχρι τώρα. Φυσικά αμέσως θα γεννηθούν τα ερωτήματα: Θα την καταλάβει; Θα την αποδεχτεί; Θα την υιοθετήσει; Πώς θα αντιδράσει σ' αυτήν; Πώς αντιδρά ένας δολοφόνος όταν του προσφέρουν αντί τιμωρία αγάπη; Νομίζω τώρα αρχίζει να διαμορφώνεται κάτι πιο ουσιαστικό. Αλλά δεν πρέπει να παρασυρθώ. Να βιαστώ. Ακόμη βρίσκομαι στην περιγραφή της σημερινής του κατάστασης. Έχω μέλλον. Εννοώ πολύ δρόμο μέχρι να φτάσω σ' αυτό το σημείο. Αλλά έκανα σήμερα ένα βήμα.
(Είναι παράξενος αυτός ο τρόπος γραφής. Ενώ γράφω πάλι, όπως παλιότερα με τα άλλα μου μυθιστορήματα ή θεατρικά, με το μπλογκ έχω την αίσθηση ότι λέω τις σκέψεις μου δυνατά. Με μπερδεύει λίγο αυτό. Ελπίζω να το συνηθίσω γιατί από την άλλη με διεγείρει αφάνταστα).

Ένα ποίημα

Μερικές φορές ένας ηλεκτροκινός φίλος μου στέλνει ποιήματα. Λέγεται Larry Cool. Kαι έμαθα ότι έχουν γράψει κάποιοι γι' αυτόν στο διαδίκτυο. Δεν ξέρω τίποτα άλλο γι' αυτόν παρά μόνο ότι αυτό το ποίημα μου άρεσε. Το αντιγράφω απόψε.

Γκαζόν στις παλάμες

Βρίσκω στην άμμο ένα γυμνό κορίτσι να κοιμάται

Απλώνω το χέρι να το ξυπνήσω

Και α!, μένω κατάπληκτος

Στις παλάμες μου φυτρώνει γκαζόν…

Ένα μικρό νέφος βρέχει κατευθείαν στα μάτια μου

Μικροσκοπικοί άνθρωποι βγαίνουν από τους πόρους μου

Αντί για το κεφάλι μου,

Προβάλλει ένας μαύρος, αιχμηρός γρανίτης

-«Στο σώμα σου φυτρώνει ο κόσμος», λέει γελώντας

-«Στο σώμα μου είναι θαμμένοι,

Όλοι οι νεκροί του κόσμου», μονολογώ περίλυπος.

Νύχτα στην παραλία

Λικνίζεται στους ήχους μιας λαϊκής ορχήστρας

Με τα μάτια κλειστά, με τα χέρια υψωμένα

Αναδεύει τους έναστρους ουρανούς

Δημιουργεί και καταστρέφει γαλαξίες.

Wednesday, September 06, 2006

Πρώτη γραφή-σημειώσεις

Με προβληματίζει πολύ η συνομιλία του μικρού Βασίλη -που ίσως τώρα θέλω να τον ονομάσω Ευαγόρα- με τον δικηγόρο. Θεωρώ αυτή τη συνομιλία κλειδί στην ωρίμαση του 10χρονου. Όχι αυτά καθ' εαυτά που θα πουν αλλά η εξέλιξη της ιστορίας του μικρού κατά το δικαστήριο και η μετατροπή του από παιδί σε ενήλικα, δηλαδή σε ώριμο άτομο, όσο μπορεί να είναι κανείς ώριμος στα 10 του. Η όλη υπόθεση αυτό αφορά. Την ωρίμαση αυτού του παιδιού. Που ξεκινάει σαν κατατρεγμένος και δολοφόνος και μετά μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Τι; Να η ερώτηση. Τώρα γράφω απλώς τις σκέψεις μου. Είμαι σ' ένα δρόμο που δεν ξέρω πού οδηγεί. Για να φτάσω όμως στο τέλος αυτού του δρόμου πρέπει να ξέρω ποιό είναι. Εκείνο που ξέρω τώρα είναι ότι ο μικρός έχει μια ψευδαίσθηση στο κεφάλι του. Ποιά είναι αυτή; Ότι ο κόσμος του χρωστάει. Όταν θα ανακαλύψει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια τότε θα βρεθεί πραγματικά μπροστά στην απόφαση που πρέπει να πάρει για τη ζωή του. Όλοι νομίζουμε ότι ο κόσμος μας χρωστάει. Από πού πηγάζει αυτό; Πρέπει να το βρω για να ανιχνεύσω την ψυχή του. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής πάει καλά. Ίσως θέλει περισσότερη δουλειά στις εκφράσεις. Ακόμη τίποτα δεν είναι ολοκληρωμένο. Αν δεν παρευρεθώ στη δικάσιμο. Αύριο θα μιλήσω με την εισαγγελία να μάθω πότε έχει ορισθεί κι αν έχει ορισθεί.

Tuesday, September 05, 2006

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου

Στο δωμάτιο που με έχουνε δεν είμαι με τον αδερφό μου. Με βάλανε μ' έναν άλλον, λέει καλύτερα γιατί έχουμε την ίδια ηλικία. Είναι λέει δέκα σαν και μένα. Εμένα στην αρχή με λέγανε εννιά αλλά μετά είπανε όχι είναι δέκα. Δεν ξέρω πώς το βγάλανε. Έπρεπε λέει η μάνα μου να με δηλώσει όταν μ' έκανε. Και τ' αδέρφια μου έπρεπε. Εγώ δεν ξέρω γιατί μου το λένε αυτό. Λέει γι' αυτό δεν πάνε φαντάροι οι γύφτοι. Το λέει κρυφά η μαλακισμένη και νομίζει δεν ακούω. Γιατί λέει για το κράτος δεν υπάρχουν. Κι ύστερα άμα με βλέπει με χαϊδεύει και λέει, μα τι χρυσό παιδάκι, η καραμαλακισμένη. Κι εγώ χαμηλώνω το βλέμμα και λέω από μέσα μου μωρή καριόλα ξεκολιάρα αλλά απ' έξω μου παναγία. Πάντως εγώ πιστεύω πως θέλουνε να μας χωρίσουνε με τον αδερφό μου για να μη μιλάμε. Και μετά να λένε πως εκείνος ομολόγησε το ένα και το άλλο και να τα πω κι εγώ αλλά ξέρω ότι είναι ψέμματα όπως κάνουνε στα έργα στο χαζοκούτι. Ο άλλος που μ' έχουνε μαζί είναι ένας μαλάκας λευκός από τους άλλους, ξανθός που τρέχει όλο πίσω απ' τον παπά και του φιλάει τα χέρια, εγώ δεν τρέχω. Με κοιτάει λίγο λοξά και πρόσεξα ότι δεν είναι αλοίθωρος, μπορεί να τον πειράζει που κοιμάται μαζί μου που 'μαι γύφτος, δεν ξέρω πάλι. Έχει όμως και τις καλές του, μου δίνει το γκεμπόι να παίζω όταν το βαριέται. Μακάρι να 'χε κασέτα με τον Ταζ. Είναι ο αγαπημένος μου. Α, έκαναν πίτα με σοκολάτα κι έφαγα και δεν έβγαλα σπυράκια. Έχω να βγάλω κάτι μήνες, λες να μου φύγανε που κάνω μπάνιο; Ξέρω γω. Βούτηξα και την πίτα του ξανθομαλάκα και πού να το καταλάβει. Ούτε που την έψαχνε. Δεν τρώει αυτός. Α, ξέχασα να γράψω ότι θα πάω το βράδυ πάλι στα σκουπίδια στην κουζίνα να δω μην έχει τίποτα γόπες ν' ανάψω καμιά, δεν φουμάρουνε δω μέσα ρε πούστη μου, εκτός κι αν την κλειδώσουνε πάλι. Η κυρία Μερόπη μ' έκανε τις προάλλες τσακωτό κι είπε να μη ψάχνω εκεί, είναι βρωμιές, επίτηδες το λέει για να πάει να ψάχνει εκείνη. Αλλά αυτοί δεν ψάχνουνε στα σκουπίδια, τα πετάνε. Να τώρα μου 'ρθε πάλι η γάτα στο μυαλό. Να 'τανε λέει τώρα ζωντανή να την είχα. Θα την κρατούσα αγκαλιά. Θα με κοιτούσε με το αριστερό της μάτι το πράσινο. Το δεξί που ήτανε καφέ δεν έβλεπε γιατί ο μικρός της είχε χώσει μια βελόνα μέσα παλιά όμως, πριν ψοφήσει. Όταν θα βγω από δω θα πάρω δυο γάτες, τρεις, δέκα, σαράντα, δυο η οκτώ δεκάξι γάτες, πέντε η οκτώ σαράντα γάτες, γάτες, γάτες, θέλω πολλές γάτες να τις παίρνω αγκαλιά. Γουργουρίζουνε κι είναι φχαριστημένες και ποτέ μα ποτέ δεν σήκωσε καμιά το κουλάδι της να μου χώσει κανα φούσκο. Εμένα οι γάτες με πάνε. Α, ούτε με τον κύριο Ανέστη έβγαλα σπυράκια. Έφερε δυο σοκολάτες και μου έδωσε τη μία. Λέει δεν θέλει να του πω τίποτα μόνο αν η γριά σήκωσε τότε που έγινε το κακό το μπαστούνι της να μας χτυπήσει. Εγώ δεν θυμάμαι κανένα μπαστούνι γιατί ήτανε καθισμένη. Άρα αν είχε μπαστούνι θα ήταν παρακεί. Ο κύριος Ανέστης όμως επιμένει με το μπαστούνι. Στο δικαστήριο λέει θα με ρωτήσουν για το μπαστούνι. Εγώ δεν θα πω τίποτα. Η μάνα μας έλεγε να μη λέμε. Άμα δε λέτε δεν ξέρουνε, κι άμα δεν ξέρουνε εμείς κάνουμε τη δουλειά μας, έλεγε κι εγώ αυτό κάνω. Αχ να ήτανε τώρα εδώ ο μεγάλος να κάναμε κανα τσιγαρλίκι. Αυτός πάντα είχε, έκλεβε λίγο απ' τα σακουλάκια πριν τα σπρώξει, αλλά δεν το καταλάβαινε κανείς. Το πρωί παραλίγο να την πατήσω μ' αυτήν που καθαρίζει δω μέσα, μια χοντρή καρακαριόλα. Την έπιασα που ήθελε ν' ανέβη να ξεσκονίσει τη ντουλάπα και πάτησα ένα βήχα κι ήρθε να με δει και μετά το ξέχασε. Σήμερα θα το βάλω κάτω απ' τα βρακιά μου και δεν θ' αλλάξω μέχρι να βρω άλλη κρυψώνα. Μου ΄χουνε δώσει βρακιά άσπρα που με ψιλοστενεύουν. Έξι μετρημένα. Έξι η οχτώ σαρανταοχτώ. Οχτώ ή οχτώ εξηντατέσσερα. Κάτσε ρε πρέπει να τα λέω με τη σειρά όχι ότι μου 'ρθει. Αυριο γιατί τώρα πάω για τα σκουπίδια. Χοπ, χοπ, χοπ, που κάνουν και τα ανηψάκια του Μίκυ. Γεια τώρα. Χοπ. Χοπ. Χοπ. Γεια.

Κι αν το blogging...

Κι αν το blogging δεν είναι μόνο θεωρία, συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων, σχολιασμός της επικαιρότητας, προβολή έργου, παράθεση προτιμήσεων, πλάκες, εκτόνωση, συντροφιά, αντίδοτο στη μοναξιά, κρυφός σεξουαλισμός, αναμετάδοση ειδήσεων, λαχτάρα για επικοινωνία, σπάσιμο της λογοκρισίας, αυτοκριτική, αυθορμητισμός, συγγραφή μεγάλων ή μικρών ιστοριών, μάρκετινγκ ή συμπλήρωμα των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αλλά είναι συγχρόνως και ένα μέσον εξωτερίκευσης βαθύτερων και σκοτεινών σκέψεων ή ανομολόγητων πράξεων, είμαστε έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε; Αν κάποιος θέλει να μιλήσει γι' αυτό που στ' αλήθεια του καίει τα σωθικά τι γίνεται; Αν στείλει επιστολή σε εφημερίδα ίσως δεν δημοσιευτεί. Αν θελήσει να μιλήσει απ' το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση μπορεί να κοπεί στον αέρα. Αν προσπαθήσει να το εκφράσει σε συνάνθρωπο υπάρχει η πιθανότητα να δει την πλάτη του ή την βδελυγμία του. Αν το γράψει σε βιβλίο μπορεί να μην εκδοθεί. Αν το φωνάξει στον δρόμο κινδυνεύει να κατηγορηθεί. Αν το εκφράσει σε blog μπορεί να έχει την αλληλεγγύη; Ή η υποκρισία, ο καθωσπρεπισμός, η ρηχότητα και ο συναισθηματικός πολτός εισχωρούν από την έξω ζωή και εδώ μέσα; Αν ναι δεν φέραμε καμιά "επανάσταση". Διαμορφώσαμε ακόμα ένα μέσον για να τροφοδοτούμε απλώς τον ναρκισσισμό μας. Αν όχι, τότε ίσως μπορούμε πλέον να μιλάμε για μεγάλη διαφορά!