Ευχαριστώ όλους τους καλούς φίλους για τις ευχές τους σχετικά με την παρουσίαση στο Παρίσι. Δημοσιεύω εδώ το ΑΒΓΟ από τη συλλογή ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ που ενέπνευσε και το μετέφρασαν στα γαλλικά. Θα το διαβάσετε σε 2 συνέχειες.
Της είχαν πει πως έπρεπε να την ταΐζει ένα αβγό κάθε μέρα. Είχε έλλειψη, λέει, λευκώματος στα ογδόντα πέντε της και πρήζονταν τα δάχτυλά της, έτοιμα να σκάσουν έλεγες, να τρέξει το υγρό που ασφυκτιούσε μέσα τους, ολόλευκα και τσιτωμένα.
Της το έκανε μελάτο, ήταν πιο εύκολο να της το ταΐσει με το κουταλάκι, θαρρείς η μητέρα το περίμενε κάθε πρωί, τα μεγάλα, γαλακτερά απ’ το χρόνο, θαμπά σαν δακρυσμένα μάτια της, κοιτούσαν την κόρη γεμάτα λαχτάρα, όλος ο κόσμος της φώλιαζε σ’ αυτή τη μικρή μπουκιά του αβγού.
Δεν μπορούσε πια να περπατήσει, να φροντίσει εκείνη την υπέροχη αψεγάδιαστη ομορφιά της, αυτή που τον παλιό καιρό όλοι ποθούσαν ν’ αγγίξουν το απαλό λευκορόδινο κορμί της, τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της, τ’ αλαβάστρινα περιποιημένα χέρια με το αστραφτερό μπλε ζαφείρι να κοσμεί τον παράμεσο του αριστερού της χεριού ακόμη και στο πλύσιμο των πιάτων. Δεν της το είχε βγάλει παρόλο που άλλοτε έχασκε κι άλλοτε την έσφιγγε όταν πρήζονταν τα δάχτυλα. Ήταν πάντα εκεί, το δικό της σημάδι.
Η κόρη πήρε με το κουταλάκι λίγο απ’ το νερουλό αβγό και το ‘βαλε στο ορθάνοιχτο σαν σπήλαιο στόμα της μητέρας, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να την κοιτάζει με το βλέμμα της γεμάτο ολόχαρη προσμονή. Το κατάπιε μ’ ένα δυνατό θόρυβο λες και κατρακυλούσαν χίλιες πέτρες σ’ απόκρημνη πλαγιά κι αμέσως μετά άνοιξε πάλι το σπήλαιο-στόμα για την επόμενη κουταλιά. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν κάθε πρωί εδώ και μερικούς μήνες, η μία απέναντι στην άλλη μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας στρωμένο με το λινό καρό τραπεζομάντιλο, κινήσεις μηχανικές, χωρίς σκέψη, ίσως λίγο κουρασμένες, καμιά τους δεν ήταν νέα πια. Και τίποτα, μα εντελώς τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να ταράξει αυτή την καθημερινή τους συναλλαγή, εκτός… Εκτός απ’ τη σημερινή μέρα. Σάββατο έξι Ιουνίου! Πού της ήρθε τώρα ν’ αρχίσει να ξεθάβει.
Σαν σήμερα η κόρη είχε γεννηθεί, γύρω στις δέκα το πρωί, της είχε πει η μητέρα, αλλά δεν θυμάται να είχε πέσει τα τελευταία χρόνια αυτή η ημερομηνία πάλι Σάββατο. Άλλωστε δεν γιόρταζε ποτέ. Η μητέρα δεν έκανε γιορτή τέτοια μέρα. Ήταν μια μέρα σχεδόν ανεπιθύμητη, θα μπορούσε να πει κανείς. Ούτε η ίδια καλά-καλά δεν τη θυμόταν, μόνον όταν έπεφτε τυχαία το μάτι της σ’ εκείνο το μικρό ημερολόγιο του τοίχου που το ανανέωνε κάθε χρόνο, έτσι από συνήθεια.
Και τότε έγινε κάτι ξαφνικά. Καθώς κοίταζε την ημερομηνία στο λευκό μικρό χαρτάκι. Για πρώτη φορά μέσα σ’ αυτούς τους μήνες το κουταλάκι με τη μπουκιά του αβγού γλίστρησε απ’ τα δάχτυλα της κόρης και ω! το κίτρινο υγρό λέρωσε το καθαρό τραπεζομάντιλο, καθώς οι σκέψεις πλημμύριζαν απρόσμενα το μυαλό της γυρίζοντάς την πίσω, στην άλλη άκρη του χρόνου, σ’ εκείνο το άλλο σπίτι με τα ψηλά στρογγυλά παράθυρα και τις λευκές γύψινες γιρλάντες στα ταβάνια. Και είδε! Το δικό της σημάδι.
Είχε φορέσει πρωί-πρωί το ολόλευκο φουστάνι της με το μπλε σιρίτι –τόσο της μόδας τα ναυτικά- και τα μπλε παπούτσια, ψηλοτάκουνες γόβες, αν ήταν κάποιος άλλος θα το δεχόταν, αλλά ένας αβγουλάς!
Ξαναβούτηξε το κουτάλι στο αβγό, η πρώτη κουταλιά είχε χυθεί ολόκληρη στη σαλιάρα της μικρούλας κι εκείνη απόστρεφε το μουσούδι άλλη μια φορά. Δεν θα το άντεχε άλλο αυτό, στο μυαλό της μπερδευόταν το λάγνο βλέμμα του αβγουλά μαζί με το δηλητήριο των γιασεμιών κι έκανε το αβγό στο κουτάλι να ριγεί και το κορμί της έτοιμο να εκραγεί. Να γλιτώσει ήθελε, αυτό μονάχα.
(Αύριο η συνέχεια και το τέλος).
No comments:
Post a Comment