Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Wednesday, August 13, 2014

Συνέντευξη


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"

'Οταν η πολιτεία απουσιάζει το μεράκι κάνει τη δουλειά


της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Φεστιβάλ Θεατρικών Συγγραφέων οργανώνει η Λεία Βιτάλη, καλύπτοντας ένα κενό, με μηδενική υποστήριξη...

Εθνική πολιτική για το νέο ελληνικό θεατρικό έργο δεν υπήρχε, δεν υπάρχει κι απ' ό,τι φαίνεται δεν προβλέπεται να υπάρξει και στο εγγύς μέλλον. Είναι ο λόγος που η πολυβραβευμένη Λεία Βιτάλη, από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης δραματουργίας, αποφάσισε, με μηδενική υποστήριξη, να πάρει το «όπλο» της και να σκαρώσει ολομόναχη ένα Φεστιβάλ Θεατρικών Συγγραφέων που στην ουσία είναι ένα Φεστιβάλ διαρκείας Ελληνικού έργου του 21ου αιώνα. Θα ξεκινήσει στο «Αγγέλων Βήμα» στις 6 Οκτωβρίου και θα φτάσει μέχρι τις 7 Ιουνίου του 2015 -αυστηρά μόνο τα Δευτερότριτα.
Δεν είναι τυχαία ο γενικός τίτλος του «6 εγκλήματα ζητούν συγγραφέα». Οι δραματουργοί που μετέχουν, εκτός από την ίδια (που είναι τιμημένη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Ιδρύματος Πίντερ, δις βραβευμένη με κρατικό βραβείο θεάτρου και έργα της έχουν παρασταθεί στην Κύπρο και το Λονδίνο), είναι έξι και στην κυριολεξία, ένας κι ένας: η Νίνα Ράπη, της οποίας θεατρικά έχουν βραβευτεί, παρασταθεί ή αναγνωσθεί στην Αγγλία, στην Αμερική, στην Πορτογαλία και στην Ινδία. Ο Ανδρέας Φλουράκης, ο οποίος διακρίθηκε στο διαγωνισμό μονόπρακτων του «Θεάτρου Τέχνης», το έργο του επιλέχθηκε ως ένα από τα δεκαέξι καλύτερα θεατρικά της Ευρώπης στο πρόγραμμα JANUS, και έχει παρουσιαστεί στα Gate Theatre, West Yorkshire Playhouse και Tristan Bates της Μ. Βρετανίας, στις ΗΠΑ κ.ά. Η Χρύσα Σπηλιώτη, το έργο της οποίας το 2004 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου στην Κροατία. Και, τέλος, ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Θεάτρου Δημήτρης Ζουγκός και ο Τσιμάρας Τζανάτος.

Φρεσκογραμμένα

Η ειδοποιός διαφορά με ανάλογα εγχειρήματα που καταφεύγουν, ελλείψει μέσων, στην ανέξοδη και εύκολη λύση του αναλογίου είναι ότι θα δούμε τα φρεσκογραμμένα έργα των έξι δραματουργών σε κανονικές πολυπρόσωπες παραστάσεις. Εξι είναι τα έργα; Εξι (επί 12, γιατί τόσες θα είναι συνολικά οι παραστάσεις κάθε θεατρικού) θα είναι και οι σκηνικές αναπαραστάσεις τους στο «Αγγέλων Βήμα» με τις σκηνοθετικές υπογραφές των Βασίλη Νούλα, Χρύσας Καψούλη, Ιριδας Χατζηιωάννου και Μαρίας Ξανθοπουλίδου -η Λεία Βιτάλη και η Χρύσα Σπηλιώτη θα σκηνοθετήσουν μόνες τους τα έργα τους.
«Δεν είναι κάτι νέο το φεστιβάλ», μας προκαταλαμβάνει η δραματουργός. «Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να συμβάλω στην ανάδειξη του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού έργου πιστεύοντας ακράδαντα αυτό που είχε πει ο αείμνηστος Κάρολος Κουν: ότι το ελληνικό θέατρο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ελληνικό έργο».
Των λόγων της το αληθές επιβεβαιώνει η διαχρονική προσπάθειά της να εξασφαλίσει την αρωγή της εγχώριας δραματουργίας από το υπουργείο Πολιτισμού. Και μπορεί να συναντήθηκε με τρεις υπουργούς Πολιτισμού -σήμερα αποτελεί είδηση το ότι δέχτηκαν απλώς να τη δουν-, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τελευταίο τον Γερουλάνο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια τρύπα στο νερό, παραδέχεται, παρ' ότι «με δέχτηκαν με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις». Για τον ίδιο λόγο συναντήθηκε και με τον αείμνηστο Νίκο Κούρκουλο στο Εθνικό Θέατρο -την εποχή που αναπληρωτής ήταν ο νυν διευθυντής του, Σωτήρης Χατζάκης. Αλλά για ακόμα μια φορά «δεν προέκυψε τίποτα το ουσιαστικό».
Δεν έχει μόνο η ίδια παράπονο από το Εθνικό Θέατρο. «Ολοι μας έχουμε. Διότι υπάρχει και η βράβευση του υπουργείου που έχει ρήτρα ότι τα βραβευμένα έργα πρέπει να ανεβαίνουν από το Εθνικό και το Κρατικό Θέατρο, πράγμα που ουδέποτε συνέβη».

Χωρίς πολιτική

Οι υπόλοιπες χώρες έχουν εδώ και δεκαετίες συγκεκριμένη πολιτική για την προώθηση των θεατρικών έργων τους μέσω ειδικών προγραμμάτων του υπουργείου Παιδείας, διά της διδασκαλίας της γλώσσας τους, των μορφωτικών ακολούθων τους. Οι μεταφράσεις των θεατρικών τους επιδοτούνται συστηματικά.
«Ενέργειες που αποδεικνύουν τον πολιτισμό τους», επισημαίνει η Βιτάλη, σύμφωνα με την οποία «αν η Ελλάδα είναι η χώρα του θεάτρου τότε αυτή η χώρα θα έπρεπε να έχει την πιο γερή πολιτιστική πολιτική στον τομέα του θεάτρου. Την εποχή της κρίσης, θα μου πείτε, ζητάς θέατρο όταν ο κόσμος δεν έχει τα απαραίτητα; Ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι πλέον απλώς μια προσπάθεια για ψυχαγωγία ή επιμόρφωση ή προβληματισμό των πολιτών, αλλά μια ισχυρή βιομηχανία που θα μπορούσε να αναδείξει πολλές νέες θέσεις εργασίας. Στην Ευρώπη μόνο δραστηριοποιούνται 5.000.000 άτομα στον τομέα του πολιτισμού. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να υπάρχει και προσφορά εργασίας προς τους συγγραφείς. Γιατί όχι; Γιατί πρέπει ο συγγραφέας σήμερα στην Ελλάδα να αμείβεται με ελάχιστο ποσοστό ή να του ζητείται να δίνει τα έργα του δωρεάν και εκείνος να το κάνει για να μην τα έχει απλώς σαν τυπωμένα χαρτιά στο συρτάρι; Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ερώτηση μιας δημοσιογράφου στο ραδιόφωνο του BBC, όταν παιζόταν στο Λονδίνο το "Ροστμπίφ" μου, η οποία φαίνεται για πρώτη φορά ανακάλυπτε σύγχρονο Ελληνα συγγραφέα: "μα υπάρχουν στην Ελλάδα νέοι συγγραφείς πέρα από τους αρχαίους σας;". Αγγλικό μαύρο χιούμορ θα μου πείτε; Εξέφραζε όμως μια πραγματικότητα».
Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υπάρχει πολιτική για το ελληνικό έργο, αλλά αυτό που επικρατεί, προσθέτει η συγγραφέας, είναι «η απόλυτη απαξίωση των δραματουργών. Οι θεατρικοί συγγραφείς αμείβονται με ένα ελάχιστο ποσοστό, στην περίπτωση που δεν αμείβονται καθόλου -το οποίο είναι και σύνηθες. Και προκειμένου να ανεβάσει κάποιος τα έργα τους, κάνουν οι ίδιοι τις παραγωγές του».

Βιοπορισμός και τέχνη

- Βιοπορίζεστε από το θέατρο;

«Είναι αδύνατο. Δεν ζεις σε αυτή τη χώρα κάνοντας τέχνη. Είναι σαφές. Ζεις κάνοντας παράλληλα κι άλλα πράγματα. Ενα ποσοστό δραματουργών, που ξεπερνά το 90%, δεν βιοπορίζεται από τη θεατρική γραφή. Ελάχιστοι μπορούν. Είναι αυτοί που έργα τους παρουσιάζονται στο Εθνικό και τα κρατικά θέατρα ή αυτοί που κάνουν μεγάλες πωλήσεις -πράγμα που τελευταία έχει ατονήσει».
Το γεγονός ότι η μοίρα των Ελλήνων δραματουργών, έναντι των υπολοίπων επαγγελματιών του θεάτρου, είναι δυσμενέστερη, ήταν ακόμη ένα κίνητρο για να μην περιοριστεί στην προώθηση αποκλειστικά του δικού της έργου: «Με ενδιαφέρει να είμαστε ένα συνασπισμένο σύνολο συγγραφέων ώστε να διεξάγουμε κοινό αγώνα για την προώθηση των σύγχρονων ελληνικών έργων». Δύο είναι τα συνθήματα που χρησιμοποιεί: «Η δύναμις εν τη ενώσει» και «ένας για όλους και όλοι για έναν». Αν όλα πάνε καλά στην πιλοτική διοργάνωση του 2014-2015, τότε το φεστιβάλ, μάς υπόσχεται η Λεία Βιτάλη, «θα ανοίξει την αγκαλιά του και σε άλλους συγγραφείς, και σε άλλα νέα έργα. Και μπορεί να καταφέρουμε τότε το ακατόρθωτο: να ανοίξει και ο δρόμος για άλλες χώρες. Χωρίς όμως τριβή με το σανίδι ούτε ηθοποιός ούτε σκηνοθέτης και φυσικά ούτε μεγάλος συγγραφέας υπάρχει. Αλλά το κοινό θα μας κρίνει. Κι εμείς θα του δώσουμε αυτή τη δυνατότητα».

info

Φεστιβάλ «6 εγκλήματα ζητούν συγγραφέα»
(6 Οκτωβρίου 2014-7 Ιουνίου 2015, «Αγγέλων Βήμα»).

- «Αγριες Νότες» της Νίνας Ράπη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη,
- «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα,
- «Μήδεια» του Δημήτρη Ζουγκού σε σκηνοθεσία Ιριδας Χατζηιωάννου,
- «Νύχτα στην Εθνική» της Λείας Βιτάλη σε σκηνοθεσία της ίδιας,
- «Μπλε Μαρέν» του Ανδρέα Φλουράκη σε σκηνοθεσία της Μαρίας Ξσνθοπουλίδου,
- «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη σε σκηνοθεσία της ίδιας.

Και τα έξι έργα είναι νουάρ και περιστρέφονται γύρω από ένα φόνο.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12 Αυγούστου 2014

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=12%2F08%2F2014&id=442971

Friday, January 24, 2014

Θεατρικό Συμπόσιο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου
με θέμα τους Ελληνικούς Μύθους.

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ
Της Λείας Βιτάλη


Στη συζήτησή μας αυτή, σχετικά με τους ελληνικούς μύθους στο θέατρο, θα προσπαθήσω να σας μιλήσω για το πάθος. Το πάθος για δύναμη και εξουσία.  Αλλά και για το πάθος για τον έρωτα. Πολύ οικείες έννοιες στους ελληνικούς μύθους. Σχεδόν όλοι οι αρσενικοί ήρωες διακατέχονται από το πάθος για δύναμη και για εξουσία. Αντίθετα οι θηλυκοί ήρωες στροβιλίζονται μέσα στο ερωτικό πάθος, όταν δεν έχουν τάξη στη ζωή τους να υπηρετούν κάποιο καθήκον που αρμόζει καλύτερα στη «γυναικεία» τους φύση. Εξαίρεση αποτελεί η Kλυταιμήστρα που συνδυάζει τις αρσενικές αλλά και τις θηλυκές ιδιότητες μαζί. Tο «ανδρόγυνον κέαρ», όπως την ονομάζει ο φύλακας στην αρχή της Oρέστειας. Aς μη ξεχνάμε ότι ο Aισχύλος πίστευε ότι η «φυσιολογική» γυναίκα δεν μπορεί να είναι ηρωικών διαστάσεων. Γι’ αυτό και η Kλυταιμήστρα κρίνεται σαν εισβολέας στην αρσενική σφαίρα, όταν αφήνει τον «οίκο» και εισβάλλει στην «πόλη» παίζοντας τον αρσενικό ρόλο.

           Aλλά η Kλυταιμήστρα δεν ήταν πάντα έτσι. Aνατρέχοντας στο παρελθόν της την βρίσκουμε στην Oδύσσεια αμέτοχη του φόνου του Aγαμέμνονα. Όλο το βάρος της ίντριγκας και του φόνου πέφτει σε αντρικούς ώμους, του Aίγισθου. H τύχη της Kλυταιμήστρας από εκεί και μετά μένει αόριστη. Συμπεραίνουμε μονάχα ότι σκοτώθηκε κι αυτή από το επικήδειο γεύμα που μαθαίνουμε ότι έγινε γιά τον Aίγισθο και την Kλυταιμήστρα.

          Περνώντας τα χρόνια κι ερχόμενοι στον 7ο και 6ο αιώνα π.X. η Kλυταιμήστρα σιγά -σιγά ενηλικιώνεται  και αρθρώνει τον δικό της λόγο υψώνοντας το ανάστημά της, όπως φαίνεται στα λυρικά ποιήματα αυτής της εποχής, που σχετίζονται με τους Δελφικούς χρησμούς. Σ' αυτά τα ποιήματα η Kλυταιμήστρα συμμετέχει στον φόνο ή σκοτώνει η ίδια τον Aγαμέμνονα και γι' αυτό σκοτώνεται κι αυτή αργότερα απ' τον Oρέστη. Στον Aισχύλο η Kλυταιμήστρα αποκτά την οριστική της προσωπικότητα ανταγωνιζόμενη τον άνδρα και γινόμενη η πρώτη ενσάρκωση της τραγικής ενότητας θύτη και θύματος.

          Tώρα η Kλυταιμήστρα έχει κερδίσει μιά μοναδικότητα. Eίναι η μόνη ηρωίδα που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της επιτρεπτής τότε θηλυκότητας. Ένας αρνητικός ήρωας που γινόταν ακόμη πιό αρνητικός εξ αιτίας της γυναικείας της φύσης, που την κατέλυε γινόμενη άνδρας. Ίσως να ήταν αυτή και η αιτία που έμενε πάντα στον δεύτερο ρόλο, όταν ο Aγαμέμνων, ο Oρέστης, η Iφιγένεια ή η Hλέκτρα έδιναν τα ονόματά τους στις τραγωδίες. Mέχρι τον 20ο αιώνα, παρόλες τις επανερμηνείες των αρχαίων τραγωδιών και την συγγραφή πολλών έργων εμπνευσμένων απ' τους μύθους, η Kλυταιμήστρα, σαν ηρωίδα που θα δώσει το όνομά της σε έργο, δεν έχει εμφανισθεί. Tο πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει ανδρικό, όπως στις τραγωδίες του 5ου π.X. αιώνα.  Mόνο στη Σιμόν Nτε Mπωβουάρ και στη Kέιτ Mίλετ η Oρέστεια εμφανίζεται σαν ένα από τα κείμενα-κλειδιά για την φεμινιστική θεώρηση των φύλων. Mε την Mαργκερίτ Γιουρσενάρ κάνει την εμφάνισή της δυναμικά η Kλυταιμήστρα και δίνει το όνομά της σ’ έναν απ’ τους μονολόγους της συλλογής «Φωτιές». Eδώ η Γιουρσενάρ καταδύεται στα μύχια της ψυχής της πιο «κακιάς» θνητής της ελληνικής μυθολογίας για να δικαιολογήσει το πάθος της.

          Aντίθετα με τους ξένους, πολύ λίγοι έλληνες συγγραφείς και δραματουργοί έχουν εμπνευστεί από τους αρχαίους μύθους για να συνθέσουν ένα δικό τους έργο. Ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ερευνήσει κανείς αυτό το θέμα, η διαπίστωση όμως παραμένει. Mόλις το 1956  θα βρούμε το έργο με τίτλο Kλυταιμήστρα του Aλέξανδρου Mάτσα να ανεβαίνει στο Eθνικό θέατρο. Eνώ τα τελευταία χρόνια έγραψαν τις δικές τους Kλυταιμήστρες ο Aνδρέας Στάικος το 1974 και ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου Iάκωβος Kαμπανέλης πιο πρόσφατα.

          Σφράγισαν όμως τις αρχαίες Kλυταιμήστρες με τις ερμηνείες τους η Kατίνα Παξινού στην εναρκτήρια παράσταση του Eθνικού Θεάτρου το 1932 και η Mελίνα Mερκούρη το 1981 στο Θέατρο Tέχνης του Kάρολου Kουν, ενώ στον κινηματογράφο έλαμψε η Eιρήνη Παπά σαν Kλυταιμήστρα στο έργο του Mιχάλη Kακογιάννη «Iφιγένεια» το 1977.

          Oι ξένοι σκηνοθέτες που διασκεύασαν και έδωσαν νέα λάμψη   στις ελληνικές τραγωδίες είναι πολλοί. Tρία ηχηρά ονόματα δεσπόζουν. O Πίτερ Xωλ σε μιά αμφιλεγόμενη παράσταση με την ιδιόμορφη μετάφραση του ποιητή Tόνυ Xάρισον. O Πέτερ Στάιν σε μιά παράσταση ποταμό 9 ωρών της τριλογίας. Kαι ο Tαντάσι Σουζούκι, ο ευρηματικός ιάπωνας σκηνοθέτης που θα ήθελα περισσότερο να σταθώ. Kι αυτό γιατί κάτω από τον τίτλο Kλυταιμήστρα ο Σουζούκι δημιουργεί μια δική του σύνθεση από σύντομες σκηνές της Oρέστειας του Aισχύλου, της Hλέκτρας του Σοφοκλή, της Hλέκτρας του Eυριπίδη και δικές του. Έτσι χρησιμοποιώντας τη μυθολογία του παρελθόντος διατυπώνει ψυχολογικές αλήθειες για το παρόν. Ξεπερνά και καταλύει το μύθο αναδεικνύοντας το στέρεο ψυχολογικό του υπόβαθρο. H αγωνία είναι η ίδια. H αντιμετώπιση αλλάζει ανάλογα με τους καιρούς. O Oρέστης μετά τον φόνο της μητέρας του πέφτει στην αγκαλιά της αδελφής του Hλέκτρας βλέποντας στο δικό της πρόσωπο μιά νέα μητέρα. Aλλά δεν σταματά εκεί ο Σουζούκι. Πιστεύοντας στην αυξανόμενη πνευματική απομόνωση του σημερινού ανθρώπου μέσα από την αποσύνθεση της οικογένειας, που θεωρεί ως θεμελιακό συστατικό της κοινωνίας, επαναφέρει στη σκηνή την Kλυταιμήστρα. Aυτή τη φορά ως φάντασμα. O σύγχρονος κόσμος είναι ανελέητος. Δεν συγχωρεί. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πιά οι θεοί. H μάνα-Kλυταιμήστρα σκοτώνει τον γιό-Oρέστη σε μιά στιγμή αιμομεικτικής συνεύρεσης με την Hλέκτρα. Tο κακό διαιωνίζεται επ’ άπειρον. Tο έργο του Σουζούκι είναι πεσσιμιστικό. Kαι πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό στην Iαπωνία με τις αυστηρές παραδόσεις, τους Δράκους και το χαρακίρι από τη μιά και την σύγκρουση των παλαιών ηθών με την καινούρια Iαπωνία της σκληρής αναμέτρησης και της μοναξιάς από την άλλη; Oι ελληνικοί μύθοι, απέδειξε ο χρόνος, έχουν μιάν ανεξάντλητη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες.

          Θα μπορούσε ποτέ η Kλυταιμήστρα να δώσει ένα έργο με ελπίδα;

«O έλληνας, απαράμιλλα ευαίσθητος στον λεπτότερο και βαθύτερο πόνο, προσαρμόζεται τελικά, αφού κοιτάξει όμως πρώτα, κατάματα και άφοβα, την τρομακτική καταστροφικότητα της λεγόμενης Παγκόσμιας Iστορίας και την σκληρότητα της φύσης. H Tέχνη τον σώζει και μέσα από την Tέχνη - η ζωή», λέει ο Nίτσε στην Γένεση της τραγωδίας. Kαι η Mάρθα Γκράχαμ, που χόρεψε την δική της Kλυταιμήστρα το 1958, συμπληρώνει «O σύγχρονος άνθρωπος είναι δειλός. Oι έλληνες όμως ήσαν ρεαλιστές. Eμείς κρυβόμαστε από την αλήθεια. Oι έλληνες κοιτάνε κατάματα τη ζωή». 

          Πέρσι τέτοια εποχή η ομιλούσα πήρε το κρατικό βραβείο συγγραφής θεατρικού έργου για το έργο της με τίτλο: «Pοστμπίφ» και υπότιτλο: «O δισταγμός της Kλυταιμήστρας πριν απ’ το φόνο». Ποιος όμως μπορεί να είναι ο δισταγμός της αδίστακτης αυτής γυναίκας;  Ποιο μπορεί να είναι το μυστικό που κρύβει στην μαύρη ψυχή της και στο πανούργο μυαλό της, που, σαν κυνηγός, ξέρει να στήνει μόνο παγίδες; Aς φανταστούμε μιά απαστράπτουσα και ολόλευκη μοντέρνα κουζίνα που θα μπορούσε να είναι και χειρουργείο. Aυτό είναι το σκηνικό του έργου. Eκεί μέσα βρίσκουμε μιά παντοδύναμη Kλυταιμήστρα, κυρίαρχη του παιχνιδιού, επιτυχημένη  ιδιοκτήτρια μιας πανσιόν υπερηλίκων.  Έχει χρήματα, έχει δύναμη, έχει εξουσία. Kυριαρχεί πάνω στον άντρα Aίγισθο, έχει όλα τα δικά του δικά της. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κερδίσει. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να ορεχθεί. Ή έτσι νομίζει. H Kλυταιμήστρα βρίσκεται στο μεταφεμινιστικό στάδιο. Δεν περιμένει καν τον Aγαμέμνονα. Eίναι σίγουρη όμως ότι κι αν επιστρέψει θα έχει τη δύναμη να τον βγάλει απ' τη μέση γιατί έτσι της έμαθε η ζωή, να μην ορρωδεί προ ουδενός. Tότε όμως ανακαλύπτει μέσα της το κενό. Tην έλλειψη της ομορφιάς της ζωής. Tου έρωτα. O Aίγισθος δεν την ποθεί πια. Oι σχέσεις τους είναι μιά ισορροπία τρόμου. Ένα μακάβριο δούναι και λαβείν. Tότε επιστρέφει ο Aγαμέμνων. H Kλυταιμήστρα καλείται να τον σκοτώσει, όπως προστάζει ο μύθος. Aλλά η σύγχρονη και μελλοντική πραγματικότητα της χορτασμένης από δύναμη γυναίκας ίσως είναι διαφορετική. O μύθος καταλύεται. H Kλυταιμήστρα διστάζει. Δεν θέλει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα γιατί έχει ξυπνήσει μέσα της η νοσταλγία του ερωτικού πάθους. Tα χρήματα, η δύναμη, η εξουσία, η πάλη να κρατηθεί κυρίαρχη του παιχνιδιού έχουν αποκοιμίσει μέσα της το συναίσθημα. Όμως ο έρωτας θέλει να ξαναϋπάρξει. Λέει σε έναν μονόλογό της : «Δεν ξέρει τι θα πει να ‘ρχεται ξανά ο έρωτας. Eίναι σα να ‘ρχεται ξανά η ζωή! Mπορώ ακόμη να το ζήσω. Tα θέλω όλα απ’ την αρχή! Δεν έφτασε..!» Kι αλλού, λέει  στον ίδιο τον Aγαμέμνονα: «Έλα.Yπάρχουν φιλιά που ακόμα ζούνε μέσα μου. Δεν τα ‘χω δώσει σε κανέναν. Kαι χάδια που καίνε τα δάχτυλά μου και με πονάνε. Nιώθω το αίμα να ξαναγυρίζει στο σώμα μου. Kι εδώ κάτω στην κοιλιά. Λίγο πριν το τέλος όλα ζωντανεύουν...» Oμως, ο ίδιος ο Aίγισθος έχει αναλάβει να επιστρέψει  στον μύθο. Θα σκοτώσει, παρά την θέλησή της, τον ωραίο Aγαμέμνονα. Kαι η σκιά του Oρέστη, που όλοι ξέρουν ότι έρχεται, πέφτει βαριά στην πανσιόν. Tότε γίνεται η δεύτερη ανατροπή του μύθου. H Kλυταιμήστρα δεν είναι πιά αυτή που ήταν. O έρωτας ξαναγυρίζοντας μέσα της την έχει κάνει μαλακιά. Παραδινόμενη στο συναίσθημά της είναι έτοιμη να σωθεί. Kαι σώζεται από την Iφιγένεια. O κύκλος δεν κλείνει. Mάνα και κόρη θα ριχτούν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Δεν μπόρεσαν να νικήσουν βέβαια τη βία. Γιατί η βία φέρνει πάντα άλλη βία. Μπόρεσαν όμως να βρουν έναν τρόπο να την ξεγελάσουν και να της ξεφύγουν βοηθώντας η μία την άλλη. Tην απαισιοδοξία για την ανθρώπινη μοίρα μπορεί λοιπόν ν' αντικαταστήσει η ελπίδα;  O Eυριπίδης  στην τραγωδία του «Hρακλής Mαινόμενος» μοιάζει να λέει: «Aντιμέτωποι μ’ ένα εκτός λογικής σύμπαν, η μόνη ελπίδα για τον άνθρωπο είναι ο συνάνθρωπος».

Thursday, January 09, 2014

Κριτική για το «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ» της Λείας Βιτάλη

Πολύτροπες γυναικείες (;) γραφές

 Έχει φύλο η γραφή; Και αν ναι, ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Φαίνεται πως τα στερεότυπα της «γυναικείας» γραφής έχουν προ πολλού καταλυθεί και αυτό αποδεικνύουν στην πλειονότητά τους σύγχρονές μας συγγραφείς.

Η καταξιωμένη Λεία Βιτάλη αποδεικνύει του λόγου το αληθές, τέμνοντας, σε όλες τις κρυφές πτυχώσεις της, τη ζωή ενός λαϊκού συνθέτη, με το τελευταίο έργο της που φέρει ως τίτλο το χαρακτηριστικό ανδρικό χορό «Ζεϊμπέκικο», δείγμα ντομπροσύνης και λεβεντιάς.

Θέμα της η ζωή, η καλλιτεχνική πορεία και το έγκλημα ενός αυθεντικού λαϊκού καλλιτέχνη που καταλήγει στη φυλακή για απόπειρα δολοφονίας συγγενικού του προσώπου. Εμμεσα εμπνευσμένο από την περίπτωση του Ακη Πάνου, αλλά με ουσιαστικές διαφορές, το έργο, με συνεχή φλας μπακ, χωρίς χρονική σειρά, αποκαλύπτει τον άνθρωπο, τις αξίες του, τα λάθη του, την υπέρμετρη αγάπη του για την προγονή του, κόρη της δεύτερης γυναίκας του, ενώ η σκηνική δράση τοποθετείται στο σπίτι της πρώτης του συζύγου και βασικής ερμηνεύτριας των τραγουδιών του, στο οποίο ζούσε παλιά και στο οποίο επιστρέφει μετά την αποφυλάκισή του.

Ενδιάμεσα, σύντομες (βιντεοσκοπημένες) συνεντεύξεις του, προσωπικές εξομολογήσεις προς το κοινό του ίδιου, της γυναίκας του Στέλλας και της προγονής του Μυρσίνης, ενώ το έργο εμπλουτίζεται με δραματουργικά ενταγμένα στην υπόθεση τραγούδια όλων των προσώπων.

Μουσικό πάλκο

Πράγματι, απέναντι από τους θεατές έχει δημιουργηθεί ένα είδος πάλκου με τους Θοδωρή Ζέη (μπουζούκι) και Σπύρο Κουτρουμάνη (κιθάρα) που συνοδεύουν τους τρεις ηθοποιούς στα είκοσι σχεδόν τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Μπιθικώτση ή Χατζιδάκι, σε βαθμό που η παράσταση αναδεικνύεται παράλληλα σε πολύτιμη μουσική σκηνή. Που συνεχίζει το πρόγραμμά της και μετά το τέλος της παράστασης, προς τέρψιν των θεατών. Τα γνωστά λαϊκο-ρεμπέτικα διακόπτονται από τους ήχους τραγουδιών της Τζάνις Τζόπλιν που ερμηνεύονται αισθαντικά από τη Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη), ανακλώντας την εσώτερη ψυχική κατάσταση της προγονής.

Στο λιτό (με σχεδόν αθέατες εύγλωττες λεπτομέρειες) σκηνικό και στα δηλωτικά των προσώπων κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη που σηματοδοτούν και τις χρονικές αλλαγές, ο Φώτης Μακρής έστησε μια γεμάτη από ήχους αλλά και εντάσεις παράσταση που παρακολουθείται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Τα ακριβή γεγονότα, αλλά και το μυστικό που ανατρέπει τα φαινόμενα, αποκαλύπτονται σταδιακά, αφού πρώτα έχει δημιουργηθεί μια σε βάθος ψυχογραφία των προσώπων και ειδικά του Λευτέρη. Μια φιλοσοφία ζωής ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη που προτιμά να αποσυρθεί παρά να γίνει προϊόν προς κατανάλωση, αλλά και που απεγνωσμένα αποζητεί την αγάπη με τους δικούς του όρους.

Υποκριτικό ρεσιτάλ

Ο Γιώργος Νινιός, ένας ηθοποιός πολλαπλών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, δίνει εδώ ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του Λευτέρη. Μελετημένη κινησιολογία, εναλλαγές εκφράσεων, πλήρης έλεγχος των φωνητικών εργαλείων που ουδέποτε υπερβάλλουν σε ένταση, αλλά διατηρούν έναν απόλυτα εσωτερικό ρυθμό που σκιαγραφεί την ουσία του δραματικού προσώπου. Καθοριστική, τέλος, η συμμετοχή του ως αφοπλιστικού για το πάθος που εκπέμπει τραγουδιστή αλλά και συνθέτη-στιχουργού του ομώνυμου του τίτλου του έργου τραγουδιού. Ο ίδιος, άλλωστε, ανέλαβε και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης. Ενας απολαυστικός ηθοποιός με σπάνιο βάθος και ποιοτική δύναμη.

Δίπλα του, σε σχεδόν κόντρα ρόλο, αυτόν της γυναίκας του Στέλλας, η Στέλλα Κρούσκα μετατρέπεται περίτεχνα σε λαϊκή ερωτευμένη γυναίκα, αλλά και σε ικανή τραγουδίστρια. Η Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη) συμπληρώνει με τη λαϊκο-ροκ εμφάνιση και κατά στιγμές αμήχανη σκηνική συμπεριφορά της τη διανομή.

Η Λεία Βιτάλη εμβαθύνει με σπάνια ευαισθησία και τολμηρότητα στους δαιδάλους της ανδρικής ψυχοσύνθεσης. Μια παράσταση που αναμφίβολα αγγίζει το ευρύ κοινό σε ένα έργο ψυχολογικών αποχρώσεων, περίτεχνης δομής, στιβαρής σκηνοθεσίας, γεμάτο αγαπημένα τραγούδια συγκινητικά ερμηνευμένα.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ (Ελευθεροτυπία)



Κριτική για το «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ»
 της Λείας Βιτάλη

 Στο Studio Μαυρομιχάλη άλλη μια παράσταση του «Έρωτα και της Ψυχής», στην πιο σκληρή εκδοχή. Πρόκειται για το νέο έργο της Λείας Βιτάλη (πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάη σε μορφή Αναλόγιου, στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού), με τον τίτλο «Ζεϊμπέκικο».
Το έργο, γραμμένο κυριολεκτικά στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου, ενός ανδρικού χορού που «μιλάει» με τον θάνατο, μας λέει για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα, για τον έρωτα, για το πάθος και για την καταστροφή. «Μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, που κυνηγήθηκε και απογειώθηκε, που έκανε τον εαυτό του παρανάλωμα... αναζητά την αλήθεια της ελληνικής ψυχής».
Ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης αντιστέκεται στο σύστημα με τη ζωή και με τα τραγούδια του και βιώνει ακραίες καταστάσεις, ενώ το μόνο που αναζητά με πάθος είναι η αγάπη».
Το έργο είναι γραμμένο από γυναίκα συγγραφέα που ξέρει τη γυναικεία ψυχή και από αστή συγγραφέα που ξέρει καλά τους κώδικες του κόσμου για τον οποίο μιλά. Τους ξέρει επειδή αγαπά πραγματικά τον κόσμο αυτόν και δεν τον βλέπει διόλου με τα μάτια μιας «διαφωτισμένης», τάχα «ανώτερης» αστής. Αγαπά άμεσα και το ρεμπέτικο τραγούδι, όχι «από σπόντα». Είναι προφανές ότι της «μιλάει». Το αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι μια αληθινή λαϊκή τραγωδία, ίσως η αυθεντικότερη μέχρι σήμερα του θεάτρου μας. Το έργο της Λείας Βιτάλη έχει ιθαγένεια.
Ο Φώτης Μακρής σκηνοθέτησε την παράσταση συνθέτοντας ιδανικά το «μέλος» με τον «μύθο». Τη μουσική και το τραγούδι με τη δράση. Η μικρή ορχήστρα που παίζει ζωντανά γνωστά ή πρωτότυπα (Γιώργος Νι-νιός) τραγούδια (Θοδωρής Ζέης, Σπύρος Κουτρουμάνης, μαζί με τον Γιώργο Νινιό σε μουσική επιμέλεια του ίδιου), είναι ο άτυπος Χορός της Τραγωδίας. 0 Γιώργος Νινιός στον κεντρικό ρόλο του κορυφαίου και πρωταγωνιστή συνάμα, σαν μορφή μελανόμορφου αγγείου, μεταδίδει ακέραιο τραγικό ρίγος. Η Στέλλα Κρούσκα (γυναίκα) είναι μεστή και πλήρης, με εξαίρετη φωνή και σημαίνουσα σωματική κατάθεση. Η νεαρότατη Μαρία Κατσούλη, με διπλή σφραγίδα μουσικής και υποκριτικής δωρεάς, βάζει υποθήκες για ένα λαμπρό μέλλον.
Τα εμπνευσμένα σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη, οι λειτουργικοί φωτισμοί, τα άρτια βίντεο (Στέφανος Κοπανάκης) δένουν την παράσταση.
ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ (ΑΥΓΗ 15 Δεκεμβρίου 2013)


ΘΕΑΤΡΟ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ζεϊμπέκικο ***1/2
της Λείας Βιτάλη.

Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής.

Ο Γιώργος Νινιός συναντά έναν ρόλο ζωής, εκείνον του καταραμένου λαϊκού συνθέτη, η Λεία Βιτάλη παραδίδει ένα έργο με βαθιά ελληνική καρδιά και η παράσταση στο Studio Μαυρομιχά­λη τελειώνει αργά τη νύχτα με γλέντια και τσίπουρα!
Μακριά από την τά­ση της θεατρικής βιογραφίας Ελλή­νων γνωστών τραγουδοποιών που έχει φουντώσει τα τελευταία χρόνια με ανάμεικτα αποτελέσματα, το νέο έργο της δια­κεκριμένης δραματουργού Λεί­ας Βιτάλη είναι ένα ψυχογράφημα, θαρρείς γραμμένο προς τιμήν των καταραμένων ηρώων του λαϊκού μας τραγουδιού, εκείνων που άφη­σαν παρακαταθήκη ένα σπουδαίο μουσικό έργο-κοινό κτήμα, αλλά διήγαν βίο ασυμβίβαστο, κοινωνι­κά μη αποδεκτό, ακόμη και κατα­κριτέο. Λευτέρη βαφτίζει τον ήρωα της η Βιτάλη και τον φέρνει στη σκηνή με την πρώτη του σύζυγο και τη θετή του κόρη να συνθέτουν με τους σύντομους διάλογους και τις κατ' ιδίαν αφηγήσεις τους ένα φλας μπακ στην κοινή τους ζωή, την οποία όρισε το «λάθος» αυτού του άντρα: «Γιατί κάνω συνέχεια λαθάκια, γαμώ το κεφάλι μου; Ας κάνω επιτέλους ένα μεγάλο λάθος να ησυχάσω, γαμώ την πουτάνα μου... Γιατί το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος, είναι στάση ζωής».
Το «Ζεϊμπέκικο» είναι αφαιρε­τικό στη δομή και πυκνό στο πε­ριεχόμενο, γραμμένο μεν στο ύφος ενός ψυχολογικού ρεαλισμού δϊχως απροσδόκητες καινοτομίες, αλλά με άρτια δουλε­μένο λόγο, ένα λόγο αυθεντικά ελληνικό, λαγαρό και άμεσο, κά­ποτε κοφτό, απότομο, μέχρι και βαρύθυμο, σαν να ακολουθεί το ρυθμό του ζεϊμπέκικου.
Μορφές είναι τα πρόσωπα της Βιτάλη και όχι απλώς ρόλοι, μορφές αντιη­ρωικές και πένθιμες, που ξετυλί­γουν τον ένδοξα άδοξο βίο τους και ταυτίζονται, κάπου στις υπώ­ρειες του έργου, με το βίο της ίδι­ας της χώρας τους.
Το «Ζεϊμπέκι­κο» της Βιτάλη έχει δύναμη, έχει ατμόσφαιρα, είναι διεισδυτικό και άγριο. Είναι μια κατάθεση του τι σημαίνει «ελληνική λαϊκή ψυχή». Απαιτεί πολύ γερούς ηθοποιούς και για τους τρεις ρόλους. Ο Γι­ώργος Νινιός μοιάζει, πράγματι, να δίνει το ρεσιτάλ της ζωής του. Κρατώντας ένα μπουζούκι κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο, μιλάει και παραμιλάει, αναπολεί κι εξεγείρε­ται, παίζει μουσική και τραγουδάει - σχεδόν σαν επαγγελματίας του λαϊκού τραγουδιού. Έχει μεταμορ­φωθεί τόσο απόλυτα στον αντιή-ρωα του «Ζεϊμπέκικου» της Λεί­ας Βιτάλη, ώστε έφτασε να γράψει ακόμη και το -ωραιότατο- ομώ­νυμο λαϊκό τραγούδι που ερμη­νεύει στην παράσταση. Παρά την ωριμότητα του λόγου της, η Στέλ­λα Κρούσκα (η σύζυγος), καθαρά ως σκηνική παρουσία, στέκει κά­πως αμήχανη, σαν να μην ξέρει τι να κάνει με τα χέρια της ή πού να στρέψει το βλέμμα της- την ίδια αμηχανία ελέγχου στα εκφραστικά της μέσα μοιάζει να έχει και η καλ­λίφωνη νέα ηθοποιός Μαρία Κατσούλη (η κόρη).Έχω επίσης την αίσθηση πως ο σκηνοθέτης Φώ­της Μακρής «παραμπούκωσε» την παράσταση με βίντεο και μουσικές σφήνες από υπέροχα λαϊκά τρα­γούδια, χρησιμοποιώντας όμως προ-ηχογραφημένες εκτελέσεις αντί να δώσει στους δύο μουσι­κούς του τη δυνατότητα να τα ερ­μηνεύουν ζωντανά και αφήνοντας τους έτσι οριακά αναξιοποίητους στο πάλκο του βάθους. Επειδή έτυχε να δω τον περασμένο Μάιο το «Ζεϊμπέκικο» σε μορφή αναλο­γίου στις «Αναγνώσεις» του Εθνι­κού θεάτρου, έχω την εντύπωση πως η σκηνοθεσία, στην προσπά­θεια της να δημιουργήσει ένα μουσικοθεατρικό θέαμα, έχασε την εμβληματική δωρικότητα της πρώ­της εκείνης «δοκιμής» της.

STUDIO ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (Μαυρο­μιχάλη 134, Εξάρχεια, 2106453330)

Ιλειάνα Δημάδη (ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ 2.1.2014)



Tuesday, December 03, 2013

Συνέντευξη στην "Ελευθεροτυπία"

Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον... Ακη Πάνου είναι συμπτωματική

Η Λεία Βιτάλη υποστηρίζει πως δεν φωτίζει τον κορυφαίο τραγουδοποιό στο «Ζεϊμπέκικό» της
Μία από τις πιο γερές πένες της εγχώριας δραματουργίας, η Λεία Βιτάλη, βρέθηκε στο στόχαστο των κληρονόμων του Ακη Πάνου. Το «Ζεϊμπέκικό» της, που παρουσιάζεται με τον Γιώργο Νινιό στο Στούντιο Μαυρομιχάλη, θεωρήθηκε από τους συγγενείς του μεγάλου τραγουδοποιού η σκηνική βιογραφία του.
Ο Γιώργος Νινιός (πλαισιώνεται από τις Στέλλα Κρούσκα και Μαρία Κατσούλη) ενσαρκώνει έναν ήρωα που «στέκεται απέναντι στην εξουσία και δεν του συγχωρείται»Ο Γιώργος Νινιός (πλαισιώνεται από τις Στέλλα Κρούσκα και Μαρία Κατσούλη) ενσαρκώνει έναν ήρωα που «στέκεται απέναντι στην εξουσία και δεν του συγχωρείται»Τους συνειρμούς, πέρα από την ίδια την πλοκή και την ταυτότητα του ήρωα, ενίσχυσε μια παλαιότερη θεατρική βιογραφία που έχει συνθέσει η Βιτάλη. Το «Rock Story», που είχε πρωταγωνιστή τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
- Το «Ζεϊμπέκικο» αφορά όντως τον Ακη Πάνου;
«Υπήρξε κάποιο δημοσίευμα που έκανε το συσχετισμό. Αλλά ήταν μια προσωπική εκτίμηση του δημοσιογράφου. Δεν μπορείς να σταματήσεις το μυαλό να κάνει συνειρμούς. Ωστόσο, το δικό μου "Ζεϊμπέκικο" δεν απεικονίζει κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο και φυσικά ούτε είναι μια πραγματική ή φανταστική βιογραφία του Ακη Πάνου, ούτε του Τσιτσάνη, ούτε του Καλδάρα, ή του Ζαμπέτα ή άλλων συνθετών των οποίων τραγούδια ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ολους αυτούς τους συνθέτες τούς εκτιμώ και μεταξύ αυτών φυσικά και τον Ακη Πάνου, που τον θεωρώ κορυφαίο τραγουδοποιό».
- Είναι γεγονός ότι σας κάνανε ασφαλιστικά μέτρα οι κληρονόμοι του, απαγορεύοντάς σας οποιαδήποτε -ακόμα και έμμεση- αναφορά στον Πάνου αλλά και κάθε χρήση τραγουδιών του;
«Θα ήθελα να μπορούσα να συμπεριλάβω και δικά του τραγούδια, αλλά με σταμάτησαν. Δεν θέλω να κρίνω την πράξη, απλώς πιστεύω ότι η μουσική που λατρεύτηκε από τον κόσμο αξίζει να ακούγεται. Ο κόσμος διψάει για καλό λαϊκό τραγούδι σήμερα "να μερέψει το αχ που 'χει μέσα του", όπως λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής του έργου μου, ο Λευτέρης».

- Για ποιον το γράψατε, εντέλει, το έργο σας;
«Το έργο το έγραψα για τον κόσμο, φτιάχνοντας ένα φανταστικό πρόσωπο με υλικά από την πραγματική ζωή για να μιλήσω για την Ελλάδα εκείνη που προετοίμασε τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, για την απόρριψη των γνήσιων ανθρώπων. Για τη λαίλαπα της εισηγμένης "τιποτοσύνης" του λάιφ στάιλ. Δεν θέλω να προκαλέσω. Θέλω να ταρακουνήσω».
- Ο κεντρικός ήρωας λειτουργεί ως σύμβολο;
«Ο Λευτέρης είναι ένας αληθινός άνθρωπος με πάθη, με οράματα, με δυνατότητες, με ταλέντα, αλλά βρίσκεται σε λάθος μεριά. Στέκεται απέναντι από τους ανθρώπους της εξουσίας κι αυτό δεν του συγχωρείται. Στην πορεία της ζωής του, ως ασυμβίβαστο άτομο που συνεχώς απορρίπτεται, σκοντάφτει, κάνει λάθη γιατί δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει. Και δεν την έχει γιατί είναι λαϊκός. Ανήκει σε εκείνο το είδος που προσπαθούν να εξαλείψουν και να μεταλλάξουν διά της βίας, δημιουργώντας έναν νέο υβριδικό άνθρωπο που από τη λαϊκότητα -χωρίς κανένα ουσιαστικό εφόδιο ή βοήθεια- θα περάσει στις τάξεις της νέας πραγματικότητας. Αυτό συμβολίζει ο Λευτέρης. Την αντίσταση στη βίαιη μετάλλαξη των ανθρώπων αυτής της χώρας. Μέσα στον Λευτέρη, στη Στέλλα, στη Μυρσίνη υπάρχουν ψήγματα ανθρώπων που γνώρισα, που διάβασα γι' αυτούς, που αγάπησα και πόνεσα. Κι αν θέλετε -γιατί να το κρύψω;- κάπου εκεί μέσα υπάρχω κι εγώ. Το θέατρο χρειάζεται την αλήθεια για να υπάρξει και να συγκινήσει. Το ψεύτικο διακρίνεται αμέσως και απωθεί».
- Σημειώνετε ότι το θεατρικό «καθρεφτίζει την αλήθεια της ελληνικής ψυχής και θέτει καίρια ερωτήματα για τις αξίες της νέας πραγματικότητας». Εχει ειδικά χαρακτηριστικά η ελληνική ψυχή;
«Εμείς εδώ κάτω, στο Νότο, είμαστε αλλιώς. Ο ήλιος, η θάλασσα, το κλίμα, το παρελθόν και ένα σωρό άλλα στοιχεία μάς διαφοροποιούν από τους βόρειους αλλά και τους άλλους νότιους λαούς. Ομως κοντεύουμε να ξεχάσουμε την ιδιαιτερότητά μας ως λαός, γιατί αυτή την ιδιαιτερότητα κάποιοι προσπαθούν να την πλασάρουν ως ελάττωμα. Σαν να λέμε είναι ελάττωμα που είσαι έγχρωμος ή ομοφυλόφιλος. Γίναμε ρατσιστές εναντίον του εαυτού μας. Αλλά γιατί μου δίνει μεγαλύτερη αξία σαν άνθρωπο να έχω τσερόκι από το να έχω μπέσα; Και γιατί πρέπει ο άνθρωπος να υπηρετεί το σύστημα και όχι το αντίστροφο; Δεν ξέρω αν όλα αυτά βγαίνουν στην παράσταση, αλλά αυτή ήταν η πρόθεσή μου».
- Το έργο ανήκει σε μια κατηγορία, ως είδος;
«Στα έργα μου πάντα υπάρχει ένα στοιχείο θρίλερ και μ' αρέσει να παίζω μ' αυτό. Το έργο είναι μια κοινωνική τραγωδία με στοιχεία θρίλερ και χιούμορ και με πολιτικές προεκτάσεις. Πάνω απ' όλα, όμως, είναι μια πληγωμένη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε τρία πρόσωπα».
- Είναι εύκολο να γράφετε θέατρο όταν τα πάντα γύρω σας -ενδεχομένως, και εντός σας- κλονίζονται και καταρρέουν;
«Το δύσκολο σ' αυτή την τρέλα και το σφυροκόπημα των φλεγόμενων γεγονότων είναι να κατορθώσεις να σταθείς σ' ένα σημείο και να αρχίσεις να βλέπεις καθαρά τι συμβαίνει. Μπορεί να χάσεις την εξέλιξη -που είναι, δυστυχώς, προβλέψιμη- αλλά κερδίζεις την ουσία. Και το θέατρο αυτό έχει ανάγκη: Την ουσία».
- Το θέατρο πρέπει να μπολιάζεται κι από τη συγκυρία; Είναι φορές που πρέπει να συνομιλεί με το επικαιρικό;
«Η τέχνη αδικείται όταν γίνεται επικαιρική. Μεγαλουργεί, όμως, όταν κατορθώνει να είναι επίκαιρη. Το θέατρο, με τη δυναμική που έχει, απαιτεί την επικαιρότητα. Αν κατορθώσει ο δημιουργός να τη "χωνέψει" και να την αποδώσει, τόσο το καλύτερο. Θεωρώ ότι οι μεγάλοι δραματουργοί -κλασικοί και σύγχρονοι- κάνουν πολιτικό θέατρο. Δεν μπορείς να κάνεις την πάπια, όταν γύρω σου το σύμπαν καίγεται. Τότε συμβάλλεις σ' αυτό το κάψιμο».
- Αυτή τη χώρα τι μπορεί να τη σώσει; Υπάρχει ελπίδα;
«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Είναι κάτι που με ξεπερνά. Δεν είμαστε αυτεξούσιοι. Ομως όταν βλέπω το 17χρονο γιο μου να μην έχει κανένα όραμα και καμία αισιοδοξία για το μέλλον, πιστεύω πως το χειρότερο που έγινε είναι αυτό. Καταργήσαμε τη ρήση: "τα παιδιά είναι το μέλλον". Το έργο που παίζεται στη χώρα μας είναι μια τραγική φαρσοκωμωδία για τους κυβερνοφίλ, με τα ΜΑΤ να ματαιώνουν τη Δημοκρατία».
i info
«Ζεϊμπέκικο», Στούντιο Μαυρομιχάλη.
Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής. Σκηνικά - κοστούμια: Διονύσης Μανουσάκης. Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νινιός. Βίντεο: Γρηγόρης Χατζάκης. Παίζουν: Γιώργος Νινιός, Στέλλα Κρούσκα, Μαρία Κατσούλη.

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=399951

Friday, February 01, 2013


Συνέντευξη της Λείας Βιτάλη 
στη Λίνα Σόρογκα

(Εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ, 14/12/2012)

(Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου της «ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ»
Στο Πνευματικό Κέντρο της Ν. Ερυθραίας)

Λεία Βιτάλη καλησπέρα. Είστε μια καταξιωμένη αλλά και πολυγραφότατη συγγραφέας ∙ έχετε γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, τηλεοπτικά σενάρια, σενάρια για ταινίες, έχετε τιμηθεί με βραβεία εδώ και στο εξωτερικό, και σαν να μην αρκετά όλα αυτά, ήσασταν και κειμενογράφος στο χώρο της διαφήμισης όπου και εκεί βραβευτήκατε. Υπάρχει συνταγή επιτυχίας ;

- Στη Δημιουργική Γραφή που διδάσκω σε διάφορες ομάδες όταν με ρωτούν για τη συνταγή της επιτυχίας λέω ότι ναι, πράγματι υπάρχει. Είναι μια απλή αλλά καθοριστική συνταγή: Η αλήθεια. Όταν κάθεσαι να γράψεις και δεν σκέφτεσαι τι θέλει να διαβάσει ο αναγνώστης σου αλλά τι πραγματικά εσύ θέλεις να του επικοινωνήσεις, τότε η επιτυχία είναι κοντά. Αν δεν σε φτάσει σημαίνει ένα από τα δύο: ή ότι δεν άφησες πραγματικά τον εαυτό σου να εκφράσει την αλήθεια του ή ότι δεν χρησιμοποίησες τον σωστό τρόπο για να την πεις. Σ’ αυτό το ψεύτικο σύμπαν που επινοεί ο συγγραφέας λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες. Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος ανασταλτικός παράγοντας –ο εχθρός, θα έλεγα- της γραφής είναι η αυτολογοκρισία.

Η κοινότητα της Νέας Ερυθραίας, «έχει μικρασιατική καταγωγή». Έχει ιδρυθεί από Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν το 1923 από την περιοχή της Ερυθραίας Χερσονήσου στην Μικρά Ασία. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές. Εξακολουθούμε να είμαστε ευαίσθητοι στα μηνύματα της λησμονιάς και του ξεριζωμού. Και εσάς κυρία Βιτάλη, οι ρίζες σας είναι από την Κωνσταντινούπολη. Θέλετε να μας μιλήσετε σχετικά ;

- Σαν συγγραφέας ήθελα να βρω τις ρίζες μου και να γράψω γι’ αυτές. Έτσι ξεκίνησα ένα ταξίδι προς τα πίσω μαζί με τον πατέρα μου. Αλλά πηγαίνοντας ανακάλυπτα συνεχώς νέες αιτίες για τον ξεριζωμό μας. Μέχρι που έφτασα στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Που τη θεωρώ προπομπό της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922. Εκεί σταμάτησα. Ανακάλυψα την αιτία του ξεριζωμού μας. Και ανακάλυψα και κάτι ακόμη πιο σημαντικό για όλους εμάς που ήρθαμε ή καταγόμαστε από εκεί: Ότι ο ξεριζωμός κληροδοτείται. Κι αυτό μας ακολουθεί για όλη μας τη ζωή. Δεν έχουμε στέρεες ρίζες πουθενά. Τότε κατάλαβα ότι ήθελα να μιλήσω για όλα αυτά και έψαξα με μεγάλη προσοχή για στοιχεία. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα όμορφο πριγκιπόπουλο –το γιο του τελευταίου πρωθυπουργού του Βυζαντίου- που η Άλωση πέρασε από την ψυχή και το κορμί του, και που οι ιστορικοί της εποχής διαφωνούν αν τον σκότωσε ο Μωάμεθ ο κατακτητής ή τον πήρε στο χαρέμι του. Διάλεξα τη δεύτερη εκδοχή, όχι γιατί μου άρεσε καλύτερα αλλά γιατί πιο πρόσφατες πηγές τον ανακάλυψαν πολύ μετά την Άλωση να εμπορεύεται μαχαίρια στη Βενετία. Ακολούθησα τα ίχνη του και βρέθηκα μαζί του να τα ξαναζώ όλα απ’ την αρχή.

Πιστεύετε ότι  ο ξεριζωμός κληροδοτείται ;

- Αυτό ανακάλυψα στην πορεία των ερευνών για το μυθιστόρημα μου «Ιερή Παγίδα» αλλά και προσωπικά στη ζωή μου. Όταν ο πατέρας μου ξεριζώθηκε από την Πόλη δεν μπόρεσε να ριζώσει σαν όλους τους Ελλαδίτες εδώ στην Παλιά Ελλάδα. Υπήρξε μεγάλη έχθρα και πόλεμος προς όλους όσους ήρθαν, όπως είναι γνωστό. Με πολύ κόπο κατόρθωσαν να ενταχθούν και ακόμη, και όσοι εντάχθηκαν, δεν έβγαλαν ρίζες. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ότι εμείς δεν έχουμε χωριό να γυρίσουμε πίσω. Το πίσω για μας είναι εκεί. Αλλά εκεί δεν μπορούμε να πάμε. Μόνο σαν τουρίστες. Ο πατέρας μου δεν ξαναπήγε. Η συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη που δεν την άντεχε.

Όταν ο αναγνώστης διαβάζει την  «Ιερή παγίδα», ένα ιστορικού ενδιαφέροντος μυθιστόρημα , ως επί το πλείστον, το οποίο και θα παρουσιαστεί από  το Πνευματικό κέντρο Έρευνας και Μελέτης του Μικρασιατικού Πολιτισμού της Ερυθραίας Χερσονήσου» την Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου στις 7.00, τι συμβουλή θα του δίνατε εξ αρχής . Να το δει σαν ιστορικό,  μυθοπλασία, ή σαν μυθιστορία  και γιατί ;

- Προσέξτε. Στο εξώφυλλο δεν γράφω ότι είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Κι αυτό διότι δεν είναι ιστορικό με τον παραδοσιακό όρο. Οι πηγές μου δεν είναι τα σχολικά εγχειρίδια αλλά νέες ανακαλύψεις που δεν έχουν περάσει σ’ αυτά και ίσως δεν θα περάσουν ποτέ. Φυσικά, παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα –που είναι όλα αληθινά- υπάρχει και η μυθοπλασία. Εκεί είναι που πιστεύω ότι ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να περάσει εξηγήσεις ή θέματα που καλύπτουν τα κενά της επίσημης ιστορίας και να φτιάξει έναν κόσμο αληθινότερο  του αληθινού. Γιατί η επιστήμη δεν μπορεί να μιλήσει χωρίς στοιχεία, η φαντασία όμως μπορεί να συμπληρώσει τα κενά. Και σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να προσθέσω ότι από τη φαντασία ξεκινά και η ίδια η πραγματικότητα. Η πιστοποίηση έπεται με την έρευνα.

Να μιλήσουμε τώρα για τους ήρωες σας στο βιβλίο που είναι οι Νοταράδες, και συγκεκριμένα για την  μικρότερη κόρη Ιουστίνη που είναι και η αφηγήτρια στο βιβλίο και έχει φυγαδευτεί στην Βενετία με τα πλούτη της μαζί με τις αδελφές της και τον γοητευτικό Βυζαντινό πρίγκιπα , που έγινε «η αιτία του κακού» για όλα αυτά που συνέβησαν. Πόσο  πραγματικά είναι τα πρόσωπα, και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που ενσαρκώνουν; Γιατί επιλέξατε αυτή την εκδοχή της ιστορίας;

- Τα περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι αληθινά. Ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, η οικογένεια Νοταρά, στην οποία αναφερθήκατε, ο Ιουστινιάνης, ο Μωάμεθ ο κατακτητής, και άλλα. Αληθινά είναι και το πρόσωπο του πρωταγωνιστή που είναι ο Ιάκωβος, ο μικρότερος γιος του Νοταρά. Αυτός ο 14χρονος πρίγκιπας βίωσε την άλωση στο κορμί του γιατί λόγω της ομορφιάς του, -λέει η ιστορία- είχε την κακή τύχη να γίνει επιθυμητός στον Μωάμεθ τον κατακτητή. Ως γνωστόν οι Τούρκοι μάζευαν τα καλύτερα ελληνόπουλα τότε για το τάγμα των Γενιτσάρων. Αυτή ήταν η ατυχία του Ιάκωβου που πέρασε τα πάνδεινα στο χαρέμι του Σουλτάνου αλλά και η τύχη διότι αυτό τον βοήθησε να ζήσει. Η Ιουστίνη είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, η μικρότερη αδελφή του, που με ένα μαγικό τρόπο –μυθιστορηματική αδεία- μπαίνει στο μυαλό του και παρακολουθεί τη ζωή του, ακόμη και την πιο μυστική, και μας την αφηγείται. Αυτό είναι ένα εύρημα του βιβλίου που φωτίζει πιο καλά την περιπέτεια της ζωής του μικρού πρίγκιπα, που είναι η ίδια η περιπέτεια της Άλωσης.

Ποιοι είναι οι αφορισμοί, οι εξορκισμοί, τα τσιτάτα στα βιβλία σας; Έχουν μεταβληθεί με τον καιρό ;

- Θα σας πω το «πιστεύω» μου. Όπως και ο Μπρεχτ αλλά και η δικιά μας η Διδώ Σωτηρίου πιστεύω ότι όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει από την αρχή. Και αυτό μπορεί να είναι καταστρεπτικό. Η γνώση της ιστορίας, η βαθιά γνώση των γεγονότων αλλά και των αιτίων τους, αν λειτουργήσει σαν εμπειρία, δίνει τη δυνατότητα να μην ξαναπέφτει κανείς στα ίδια σφάλματα. Αλλά αυτό προϋποθέτει, όπως είπα, βαθιά γνώση και κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα.

Πως καταλαβαίνετε ότι ένα θέμα σας κεντρίζει το ενδιαφέρον  μέχρι την δέσμευση για συγγραφή ; 

- Δεν μπορώ να σας πω με ακρίβεια. Υπάρχουν πολλά θέματα που με κεντρίζουν και μοιάζουν εκ πρώτης όψεως άσχετα μεταξύ τους. Εμβαθύνοντας όμως, τώρα που με ρωτάτε, ανακαλύπτω ότι έχουν κάτι κοινό. Με ενδιαφέρουν τα θέματα που μου δίνουν τη δυνατότητα να υπερασπισθώ το δίκαιο των αδυνάτων. Αν μπορεί κανείς με όπλο μια πένα ή ένα πληκτρολόγιο να υπερασπιστεί ένα τόσο μεγάλο θέμα.

Στην «Ιερή Παγίδα» ποιο είναι το πραγματικό «κρυμμένο» μήνυμα της Βιτάλη ;

- Θα σας πω κάτι που πραγματικά πιστεύω. Δεν έχει σημασία τι θέλει να πει ο συγγραφέας αλλά τι ανακαλύπτει ο αναγνώστης μέσα στο βιβλίο. Γιατί το έργο ουσιαστικά ολοκληρώνεται στο μυαλό του αναγνώστη κι εκεί γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο ή, αν θέλετε, η τελευταία πράξη του. Εκεί αναδεικνύεται το μήνυμά του έργου. Όσο ο αναγνώστης εμβαθύνει στο έργο, τόσο πιο ουσιαστικό μήνυμα θα ανακαλύψει. Ο συγγραφέας πρέπει να του δώσει τα κλειδιά. Αν δεν βρει κανένα μήνυμα ο αναγνώστης, τότε δεν φταίει αυτός αλλά ο συγγραφέας που δεν έδωσε τα κλειδιά.

Μια παρατήρηση διαβάζοντας το βιβλίο σας. Όπως εξελίσσεται η αφήγηση, υπάρχει πολύ συχνά η πλάγια ερώτηση προς τον αναγνώστη αν συμφωνεί με αυτά που διαβάζει. Είναι ένας τρόπος να «πάρει θέση στην πλοκή», μια  ομολογουμένως έξυπνη τεχνική αφήγησης.

- Είναι ένα εύρημα –αν θέλετε- του συγγραφέα. Ναι, ήθελα να κάνω τον αναγνώστη κοινωνό από την πρώτη στιγμή του έργου μου. Δεν είναι φυσικά μέσα στους κανόνες της γραφής αυτό. Μπορεί και να ξενίσει. Αλλά το ρισκάρισα. Πολλοί ξαφνιάστηκαν, δεν το περίμεναν κάτι τέτοιο. Αλλά τελικά νομίζω λειτούργησε. Η μικρή αφηγήτρια με την αφέλειά της και τις απορίες της μπροστά σε όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που συμβαίνουν στην χώρα της και στον αδελφό της παίρνει απ’ το χέρι τον αναγνώστη και τον οδηγεί να πάρει μέρος και θέση. 

Κυρία Βιτάλη, στη συνέχεια θα ήθελα να αναφερθώ εκτενέστερα και στο θεατρικό σας προφίλ. Όπως γράφει ο Γεωργουσόπουλος , «Η Βιτάλη διακρίνεται για μια οξύτατη κριτική ματιά, για μια σχεδόν απελπισμένη για τα ανθρώπινα στάση και για μια βαθιά ειρωνική σχεδόν χλευαστική θέση.  Ο ιδιάζον τρόπος της γραφής της είναι πλησιέστερος στη σάτιρα και ο τρόπος που αντιμετωπί­ζει τα κοινωνικά, τα ηθικά προβλήματα του καιρού μας είναι ο ψύχραιμος χειρουργικός ….. (άρα) το θέατρο της Βιτάλη είναι ενταγμένο,…στην υποδόρια κοινωνική σάτιρα και τον ρεαλιστικό κριτικό στοχασμό»  Αν συμφωνείτε, με τα λεγόμενα του Γεωργουσόπουλου, θα λέγατε ότι αυτός ο τρόπος γραφής αντανακλάται και στα μυθιστορήματά σας ;

- Ο Γεωργουσόπουλος μου έκανε την τιμή να γράψει για το έργο μου στον πρόλογο των βιβλίων με τα θεατρικά μου αλλά και να γράψει επίσης μια συγκινητική κριτική για θεατρικό έργο μου που ανέβηκε σε θέατρο. Δεν μπορώ να κρίνω την κριτική του κριτικού αλλά να χαρώ με τα όσα γράφει. Και για να απαντήσω στην ερώτησή σας ναι, νομίζω ότι όλα αυτά ισχύουν και για τα μυθιστορήματά μου. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος, δεν μπορώ να γράψω διαφορετικά. Το μέσον διαφέρει –αν είναι μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο- ο τρόπος και η άποψη παραμένουν. Και νομίζω αυτό είναι το καλό που μπορεί να κατακτήσει με τα χρόνια ένας συγγραφέας. Να είναι αναγνωρίσιμος από τον τρόπο γραφής του.

Αν ναι, πώς μεταφράζεται αυτό στην «Ιερή Παγίδα»  και τους ηρωές της ;

- Μια κριτική για το εν λόγω βιβλίο από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ στα «Νέα», πέραν όλων των άλλων, γράφει και για «έναν αδιόρατο ειρωνικό σκεπτικισμό» που ανακάλυψε μέσα στην «Ιερή Παγίδα». Αυτό σίγουρα ταιριάζει με την γενικότερη ερμηνεία που δίνει και ο Γεωργουσόπουλος για τα θεατρικά έργα μου. Η «Ιερή Παγίδα» δεν ξεφεύγει λοιπόν από τη σατυρική διάθεση του συγγραφέα της. Και ο σχεδιασμός των χαρακτήρων ενέχουν μέσα τους μια ειρωνική ματιά –αν μου επιτρέπεται- προς τα κακώς κείμενα της ιστορίας. Αυτός ο τρόπος, ξέρετε, είναι μια πλάγια οδός για να πεις την άποψή σου γράφοντας ένα βιβλίο.   

Υπάρχει σοβαρό κοινωνικό και πολιτικό θέατρο στην Ελλάδα ;

- Το ότι υπάρχει κοινωνικό και πολιτικό θέατρο στην Ελλάδα είναι σίγουρο. Ο χαρακτηρισμός «σοβαρό» με προβληματίζει. Και δεν μπορώ να πάρω θέση γιατί πιστεύω ότι ανάμεσα σ’ αυτό που χαρακτηρίζετε ως  κοινωνικό και πολιτικό θέατρο, εντάσσεται και το δικό μου θέατρο. Και θα ήθελα να πιστεύω ότι κάνω σοβαρή δουλειά. Αλλά αυτό δεν μπορώ να το κρίνω εγώ, είναι δουλειά των θεατών.

Όταν έχετε μια ιδέα, μια έμπνευση , έχετε προσδιορίσει πριν την μορφή της γραφής ; αν θα είναι μυθιστόρημα, διήγημα, θεατρικό ή κάτι άλλο ;
Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ;

- Κατά έναν παράξενο τρόπο η ιδέα έρχεται συγχρόνως και με τη μορφή. Και για έναν ακόμη πιο παράξενο λόγο γράφω εναλλάξ θέατρο η μυθιστόρημα. Μόλις τελείωσα το νέο θεατρικό μου έργο που αναπλάθει μια λαϊκή προσωπικότητα και έχω ήδη αρχίσει το καινούριο μου μυθιστόρημα, που κι αυτό έχει να κάνει με την ιστορία. Άργησα να το αρχίσω γιατί μου πήρε πολύ χρόνο η έρευνα των ιστορικών πηγών και η μελέτη των γεγονότων για να ανακαλύψω τις διαφορές μου από την επίσημη ιστορία. Πιστεύω, ξέρετε, ότι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σε ιστορικές προσωπικότητες ή γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία δεν έχει λόγο ύπαρξης αν δεν έχει να πει κάτι διαφορετικό. Αλλιώς ας διαβάζουμε ιστορικές μελέτες. Το μυθιστόρημα, με την μεγαλύτερη ελευθερία που μπορεί να έχει, μας οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, μέσω της φαντασίας σε πολύ πιο μακρινά μονοπάτια.

Γνωρίζω ότι διδάσκετε δημιουργική γραφή στην Ραφήνα. Σε τι διαφέρει ο πραγματικός συγγραφέας από τον ερασιτέχνη ; Το γράψιμο είναι μια εκτόνωση, μια λύτρωση , πότε όμως είναι και  ταλέντο ;  Αν οι μαθητές σας το ζητάνε  τους λέτε την αλήθεια ;

- Είμαι από τους ανθρώπους που δεν αντέχουν να μη λένε την αλήθεια. Αυτό είναι και καλό και κακό, ανάλογα πώς βλέπει ο καθένας τις σχέσεις του. Ωστόσο πιστεύω ακόμη ότι όλοι οι άνθρωποι μέσα τους έχουν τη δυνατότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αρκεί να έχουμε την τόλμη –προσέξτε τι λέω –την τόλμη- να εμπιστευτούμε την φαντασία μας και να την αφήσουμε να δουλέψει. Αυτή ξέρει να κάνει τη δουλειά της. Το ταλέντο για μένα είναι κάτι συζητήσιμο αλλά όχι σ’ αυτήν εδώ την κουβέντα μας. Με την πείρα των χρόνων –και αν θέλετε τη βοήθεια των σπουδών μου στην Ψυχολογία- έχω μάθει να ξεχωρίζω γρήγορα ποιος αφήνεται στη φαντασία του χωρίς να τη φοβάται και του το λέω. Συγχρόνως προσπαθώ να τον βοηθήσω να βρει τρόπους να μη τη φοβάται. Από κει και ύστερα ο καθένας κατορθώνει όσα του επιτρέπει η μεγάλη ή μικρή αφοσίωσή του στο γράψιμο και πόσο αντέχει να ζει μέσα σ’ έναν άλλο κόσμο που σ’ αυτόν καλείται να παίξει τον ρόλο του μικρού θεού. 

Γιατί διαλέγετε  συγκεκριμένες περσόνες  στα έργα σας ; Τι σας τραβάει σε αυτές ή τι σας απωθεί ;  Συμβαίνει το ίδιο και στην ζωή ; η τα   χαρακτηριστικά τους είναι συμπληρωματικά με τους ήρωές σας;

- Δεν μπορώ να σας πω για την πραγματική μου ζωή αλλά στα έργα μου σίγουρα μαγεύομαι από τους χαρακτήρες που ζουν με ένταση τη ζωή τους και τολμούν, έστω και αν η αποτυχία είναι το πιο πιθανό σενάριο.  

Friday, December 14, 2012

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

(Ομιλία μου στο Συνέδριο που διοργάνωσαν οι Επιχειρηματίες, Επαγγελματίες Γυναίκες, ο Πολιτικός Σύνδεσμος Γυναικών και η Ένωση Γυναικών Κρήτης την Πέμπτη στις 13 Δεκεμβρίου)



Στις περιόδους κρίσης χρειάζεται κοινός αγώνας, μεγαλύτερη συντροφικότητα, και σίγουρα περισσότερη αλληλεγγύη. Και σ’ αυτό νομίζω ότι συμφωνούμε όλοι. Θα ήθελα λοιπόν να σας μιλήσω για ένα θέμα που φαινομενικά δεν ταυτίζεται με την κρίση αλλά στην πραγματικότητα υφίσταται τις συνέπειές της σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι η κρίση στον Πολιτισμό. Και όσοι ασχολούμαστε με τον πολιτισμό το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι.  
Με αφορμή λοιπόν αυτό έκανα ορισμένες σκέψεις και θα ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σας. Στη σημερινή εποχή της κρίσης και των απρόβλεπτων εξελίξεων, ο πολιτισμός θα μπορούσε να μας βοηθήσει ως άτομα παρέχοντάς μας το δικαίωμα στη δημιουργία αλλά και στην απόλαυση των πολιτιστικών προϊόντων. Θα μπορούσε όμως να μας βοηθήσει και ως χώρα ενισχύοντας την εικόνα μας στο εξωτερικό. Το διπλό αυτό όφελος μπορεί να μην αναχαίτιζε την υπάρχουσα κρίση αλλά σίγουρα θα μείωνε σε προσωπικό επίπεδο τη βαριά ατμόσφαιρα και σε διεθνές επίπεδο τη μιζέρια της εμφάνισής μας.
Μέχρι τώρα από τους πολιτικούς ακούγονταν προεκλογικά μεγαλεπήβολα σχέδια για τον πολιτισμό. Που αμέσως μετά ματαιώνονταν από άλλες προτεραιότητες. Ωστόσο ο πολιτισμός παραμένει πρωταρχικό αίτημα για την εικόνα μιας χώρας ιδιαίτερα της δικής μας που θεωρείται η κοιτίδα του πολιτισμού.
Ο πολιτισμός απαιτεί μακρόπνοο σχεδιασμό και δυστυχώς μέχρι τώρα οι πολιτικοί μας δεν τον έχουν συνηθίσει. Τώρα όμως περισσότερο από ποτέ χρειάζεται μια ισχυρή πολιτιστική πολιτική, που θα μας οδηγήσει να κατακτήσουμε την θετική προσοχή του παγκόσμιου κοινού και τον σεβασμό του.
Στη χώρα μας υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρώποι. Αυτό είναι αποδεδειγμένο. Με ελάχιστα χρήματα θα μπορούσαν να αναδείξουν έργο. Κι αυτό να ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο. Πώς να το ονομάσω; Διπλωματική πολιτιστική πολιτική ίσως. Ναι, μου ακούγεται καλό. Και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί όχι με χρήματα της πολιτείας -αφού δεν υπάρχουν- αλλά με ιδιωτικά χρήματα.
Το ερώτημα που αναβλύζει σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ένα και καυτό. Ποιοι και γιατί θα δεχτούν να χρηματοδοτήσουν πολιτιστικές δραστηριότητες που η ίδια η πολιτεία απαξιώνει; Πώς θα διαχωρίσουν το συμβατικό από το καινούριο που αξίζει να χορηγηθεί; Με τι παιδεία; Με τι σθένος για αντίσταση στο μέινστριμ ρεύμα; Φυσικά και υπάρχουν καλλιεργημένοι άνθρωποι στη χώρα που όλα θα μπορούσαν να τα βάλουν σε τάξη, αν δεν υπήρχε η νοοτροπία της αρπαχτής, της παρέας και του φόβου για τον καλύτερο.
Να γιατί η Ελλάδα τρώει συνέχεια τα καλύτερα παιδιά της. Και τώρα τα στέλνει έξω.
Πού θα βρούμε τα λεφτά; Ιδού η απορία. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά τι γίνεται έξω.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη μεγάλοι και μικροί πολιτιστικοί οργανισμοί κάνουν ήδη τολμηρά προγράμματα επιβίωσης. Οι αναγκαιότητα αντίστοιχων σχεδιασμών στην Ελλάδα είναι προφανής. Καθώς το δημόσιο χρήμα περιορίζεται δραματικά, η στροφή σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι μορφές; Μα οι χορηγίες φυσικά. Κάτι που το λέμε χρόνια. Μόνο που οι χορηγίες απαιτούν από το κράτος ένα φιλικότερο πλαίσιο για τους χορηγούς. Τι χρειάζεται λοιπόν για να μην ξεπέσει εντελώς ο κλάδος του Πολιτισμού; Σίγουρα χρειάζεται ένα νέο τολμηρό σχέδιο ανάκαμψης. Όχι μελλοντικό. Αλλά τώρα.
Μα, μπορεί κάποιος να πει, εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν, υποβιβάζοντας τον τομέα του Πολιτισμού. Δεν θεωρώ βεβαίως ότι η τέχνη μπορεί να σώσει τον κόσμο ή να αλλάξει την κρίση ή να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη γεφύρωση των διαφορών. Μπορεί όμως να παίξει σημαντικότερο ρόλο από αυτόν που πιστεύουν πάρα πολλοί και ιδιαίτερα οι πολιτικοί.
Η Τέχνη μας βοηθά να μπορούμε ν’ αντέξουμε την πραγματικότητα, υποστήριζε ο Νίτσε.
Λυπάμαι που θα το πω αλλά οι πολιτικοί ουδέποτε έβλεπαν τον λόγο να βοηθήσουν την τέχνη και κατ’ επέκταση τον πολιτισμό. Αντιθέτως, ήταν πάντα καχύποπτοι απέναντί της. Η κουλτούρα ενισχύει τη σκέψη και προφανώς οι ίδιοι δεν το θέλουν αυτό. Η διαπίστωση ήταν πάντοτε ότι σε επίπεδο πολιτικών ο ρόλος του πολιτισμού υποβαθμιζόταν στη χώρα μας και οι πολιτικοί μεταχειρίζονταν τους ανθρώπους του πολιτισμού απλώς για την ενίσχυση των πελατειακών τους σχέσεων.
Αλλά η τέχνη έχει άλλο ρόλο από το να είναι ο ενδιάμεσος στις πελατειακές σχέσεις. Είναι αυτή που δίνει στον άνθρωπο τη συναισθηματική δύναμη για αισιοδοξία και για ελπίδα.
Διδάσκω δημιουργική γραφή και βλέπω τις αντιδράσεις των μαθητών μου. Είναι πιο ψυχωμένοι όταν μπορούν να κάνουν τέχνη. Κάθε ηλικίας από παιδιά μέχρι υπερήλικες. Η τέχνη απλώνεται σαν βάλσαμο στην ψυχή τους, τους δίνει θάρρος να συνεχίσουν την πορεία τους.
Όχι δεν σας λέω να ακολουθήσετε κι εσείς σεμινάρια δημιουργικής γραφής για να λύσετε το όποιο πρόβλημά σας. 
Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν θα ήθελα να συνοψίσω κάποια πράγματα και να κλείσω.
Σήμερα μπορούν να υπάρξουν προοδευτικές ιδέες για τον πολιτισμό. Ενώ λοιπόν αυτές οι προοδευτικές ιδέες θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο σε μια χώρα, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους, όπου θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να αναπτύξει ένα καινούριο πρόσωπο και να χαράξει νέους δρόμους, για άλλη μια φορά διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα οτιδήποτε πολιτιστικό μοιάζει να είναι… εχθρός εντός των τειχών. Οι νέες ιδέες σκοντάφτουν στις παγιωμένες αναχρονιστικές αντιλήψεις.
Μα θα μου πείτε: εδώ βλέπουμε να παίζονται 400 παραστάσεις θεατρικών έργων στην Αθήνα της κρίσης. Να γίνονται τόσα πολιτιστικά δρώμενα, συναυλίες, εκθέσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις κι εσύ μου μιλάς για έλλειψη πολιτισμού; Ξέρετε πώς γίνονται αυτά; Είτε από μεγάλους επιχειρηματίες που εμπορεύονται την τέχνη και τους ανθρώπους της, είτε τζάμπα από το μεράκι των δημιουργών που βάζουν το υστέρημά τους για να προσφέρουν τέχνη. Αλλά ως πότε θα μπορούν να το κάνουν αυτό;
Προσωπικά πήρα κι εγώ το ρίσκο να ανεβάσω πέρσι εντελώς μόνη μου και χωρίς καμία βοήθεια το νέο μου θεατρικό έργο που καθρεφτίζει τη σημερινή πραγματικότητα και, αν θέλετε, προσπαθεί να προβληματίσει τον θεατή. Τόλμησα να το κάνω. Αλλά φοβάμαι ότι δεν θα το ξανατολμήσω. Όπως δεν θα το τολμήσουν και άλλοι που ίσως έχουν πολύ ουσιαστικά πράγματα να εκφράσουν. Θα δώσω ένα παράδειγμα για το θέατρο. Θα μπορούσε το ΥΠΠΟ, όπως γίνεται στο εξωτερικό, να δίνει στέγη σε νέους να ανεβάζουν έργα τους κι ας μην κόβουν κανένα εισιτήριο. Προάγω την τέχνη δεν θα πει βγάζω λεφτά από την τέχνη. Άλλα είναι τα κέρδη που αποφέρει και είναι μακροπρόθεσμα.
Αλλά ας μιλήσουμε σ’ αυτό το σημείο με όρους τεχνοκρατικούς. Να εξετάσουμε μήπως τελικά μας συμφέρει μια επένδυση στον πολιτισμό και για άλλους λόγους.
Ο πολιτισμός στη χώρα μας αντιμετωπιζόταν ως μέρος των δημόσιων επενδύσεων και όχι ως τμήμα της αναπτυσσόμενης οικονομίας. Μετά τη δεκαετία του ’90, ο προσανατολισμός διαφοροποιείται αισθητά. Έχει πλέον αποδειχτεί ότι οι επενδύσεις στον πολιτισμό αναζωογονούν το χαρακτήρα αλλά και την οικονομία ενός τόπου. Έτσι οι πολιτιστικές βιομηχανίες αναγνωρίζονται πλέον ως νευραλγικός τομέας για την ανάπτυξη και των αστικών και των περιφερειακών οικονομιών.
 Προκύπτει επίσης ότι ένα δυναμικό και διευρυμένο μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής μπορεί να βοηθήσει πχ. στη συγκρότηση της ταυτότητας μιας κοινότητας, ή στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, ακόμη και στην κοινωνική συνοχή. Και φυσικά να συμβάλει σε μια οικονομική ανάπτυξη.
Αυτά είναι σημαντικά αποτελέσματα που οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη της κάθε απόπειρα πολιτιστικής πολιτικής για την προώθηση μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι και ο στόχος για κάθε κοινωνία η οποία δεν διαχειρίζεται απλώς το σήμερα, αλλά οραματίζεται και μεθοδεύει το αύριο. Αν συγχρόνως αναλογιστούμε ότι ο πολιτιστικός τομέας στη χώρα μας προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία παραμένουν αναξιοποίητα, λόγω οργανωτικών αγκυλώσεων, αναποτελεσματικών δομών και πεπαλαιωμένων πρακτικών, καταλαβαίνουμε πόση πολλή δουλειά χρειάζεται για να υπάρξει αποτέλεσμα. Και κυρίως χρειάζεται θέληση.
 Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μια πρόταση.
Να οργανωθούμε, όσοι μπορούμε, σε άτυπα δίκτυα πολιτών με στόχο την ανταλλαγή απόψεων και την ανάληψη πρωτοβουλιών σε σχέση με τον πολιτισμό πάντα. Από το πνευματικό κέντρο ενός δήμου ή τη δημοτική επιχείρηση πολιτισμού έως το υπουργείο πολιτισμού και τουρισμού, από τον τοπικό σύλλογο μιας περιοχής ή την κινηματογραφική της λέσχη έως τις κλαδικές ενώσεις και τα σωματεία, είναι ανάγκη να υπάρξει συμμετοχή με απόψεις και με συναίνεση για προγραμματισμό, συνεργασία  και υλοποίηση.
Αλλά πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των πολιτικών που τις περισσότερες φορές έχουν βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες και δεν συγκινούνται από προτάσεις μακροπρόθεσμης πολιτιστικής πολιτικής; Ίσως μια καλή λύση θα ήταν να δώσουμε πάλι εμείς το παράδειγμα. Εμείς που είμαστε απόψε εδώ μπορούμε να γίνουμε μια αγκαλιά. Μια μεγάλη αγκαλιά που θα συμπεριλάβει όλες τις προοδευτικές ιδέες για τον πολιτισμό. Μπορούμε να προτείνουμε ένα σχέδιο που να το υποβάλλουμε στο Υπουργείο Πολιτισμού, Οικονομικών και Τουρισμού. Αυτό το σχέδιο θα προτείνει να δοθούν τα απαιτούμενα κίνητρα στους πλούσιους ή και στους μικρομεσαίους, ακόμη και τοπικούς επιχειρηματίες, και πολίτες αυτής της χώρας αλλά και του εξωτερικού για να επιχορηγούν τον πολιτισμό. Ανάμεσά μας είναι οικονομολόγοι, νομικοί, τεχνοκράτες, πολιτικοί, επιχειρηματίες, άνθρωποι του πολιτισμού. Οι περισσότερες γυναίκες. Στις πολιτιστικές εκδηλώσεις βλέπουμε πάντα περισσότερες γυναίκες. Όμως θέλουμε και τους άντρες. Όσοι ενδιαφέρονται. Στους άλλους ας αφήσουμε το ποδόσφαιρο. Κι ο αθλητισμός καλό κάνει.
Να στηρίξουμε με τις ιδέες μας την τέχνη, αυτό έχει σημασία. Κι αυτή με τη σειρά της θα μας το ανταποδώσει. Θα μας στηρίξει στις δύσκολες στιγμές μας σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σαν χώρα.
Εάν υπάρχει θέληση μπορεί ακόμη και τώρα να γίνει κάτι στον πολιτισμό, έστω κι αν δεν υπάρχουν κρατικά λεφτά.





Wednesday, December 05, 2012


Μια αγκαλιά για τις ιδέες
της Λείας Βιτάλη
(κείμενο από συνέδριο)

Ενώ οι προοδευτικές ιδέες θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο σε μια χώρα, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους, όπου θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να αναπτύξει ένα καινούριο πρόσωπο και να χαράξει νέους δρόμους, για άλλη μια φορά διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα οτιδήποτε προοδευτικό είναι… εχθρός εντός των τειχών. Οι νέες ιδέες σκοντάφτουν στις παγιωμένες αναχρονιστικές αντιλήψεις των ανθρώπων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατορθώνουν να ρυθμίζουν τα πράγματα. Γυρνώντας στο παρελθόν βέβαια δεν θα ανακαλύψουμε κάτι διαφορετικό. Η ιστορία αποδεικνύει πως η εξουσία πάντα βρίσκεται από τη μεριά του συντηρητισμού. Και ίσως όπου βρέθηκε στον αντίποδα ήταν λάθος και πληρώθηκε με αίμα.
Το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο του πολιτισμού. Αν θεωρήσουμε ότι ο πολιτισμός είναι μια πρόοδος ή οφείλει να είναι πρόοδος, εύκολα μπορεί να πέσουμε στην αγανάκτηση διαπιστώνοντας γύρω μας τη συντήρηση να κυριαρχεί και σε επίπεδο πολιτισμού. Και η αγανάκτηση που νιώθουν οι προοδευτικοί άνθρωποι του πολιτισμού είναι μια παγίδα που εύκολα μπορεί να τους οδηγήσει στη γραφικότητα. Ή μάλλον οδηγούνται στη γραφικότητα για να εξουδετερωθούν. Κάθε «αντιδραστική» φωνή που υψώνεται στον πολιτισμό καταβαραθρώνεται με το κόλπο της ταμπέλας του γκρινιάρη ή του γραφικού. Βρισκόμαστε σε συμπληγάδες. Κι όμως κάποιοι από μας τολμούν. Προσωπικά βίωσα πρόσφατα –και όχι μόνο πρόσφατα- την απόρριψη από μέρους της συντήρησης είτε δεξιόστροφης είτε αριστερόστροφης, γιατί υπάρχει και αυτό και δεν κομίζω γλαύκα. Είμαι συγγραφέας και γράφω και θεατρικά έργα. Σ’ αυτά με απασχολούν τα κοινωνικά θέματα και προσπαθώ να βρω τις αιτίες ή τα αποτελέσματά τους στη ζωή των ηρώων μου. Κάποιοι αυτό το λένε καθρέφτη της κοινωνίας. Εγώ προτιμώ να ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια κριτική ματιά στα πράγματα. Ωστόσο βλέπω την αντίδραση του κατεστημένου. Ή μάλλον θα έλεγα τη μη αντίδραση. Γιατί η χειρότερη απόρριψη είναι να αγνοείς. Όταν αγνοείς δεν δίνεις στον άλλον τη δυνατότητα να παλέψει για να πείσει. Τι κάνει λοιπόν ο καλλιτέχνης που θέλει να εκφράσει κάποιες απόψεις κόντρα στο μέινστριμ; Προσωπικά πήρα το ρίσκο να ανεβάσω εντελώς μόνη μου και χωρίς καμία βοήθεια το νέο μου θεατρικό έργο που καθρεφτίζει τη σημερινή πραγματικότητα και αν θέλετε προσπαθεί να προβληματίσει τον θεατή. Σίγουρα από την τέχνη δεν περιμένουμε ούτε απαντήσεις ούτε λύσεις. Η τέχνη δεν είναι μανιφέστο. Αυτό που περιμένουμε είναι να μας βοηθήσει να δούμε τα πράγματα με μια πιο καθαρή ματιά διαφορετική από εκείνη που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ και η συντήρηση. Εγώ τόλμησα να το κάνω. Το έχουν κάνει και άλλοι καλλιτέχνες και το κάνουν κατά καιρούς αποτελεσματικά ή όχι. Υπάρχουν όμως και άλλοι καλλιτέχνες που ίσως δεν τολμούν και δεν θα τολμήσουν ποτέ. Και ίσως έχουν πολύ ουσιαστικά πράγματα να εκφράσουν. Σ΄ αυτό το σημείο θα κάνω μια πρόταση. Μπορεί αυτοί που είμαστε τώρα εδώ να γίνουμε μια αγκαλιά που θα συμπεριλάβει αυτές τις προοδευτικές ιδέες και θα ανοίξει έναν δρόμο για να επικοινωνούν με τον κόσμο.